«Δημοκρατία έχουμε κι αυτό είναι διαταγή»!

Σκέψεις για μια βραδιά λύτρωσης και ανακούφισης, για μια βραδιά που το πάθος έλαμψε και η σιωπή δεν είχε θέση…

| 22/05/2016

«(…) Αυτό που με πειράζει , με θυμώνει
είναι που κλέβουν αναιδώς τα όνειρά μας,
είναι που δε βαστούν φωτιά τα ποιήματά μας,
είναι το πάθος που στερούν απ’ τα παιδιά μας
και μια σιωπή που μένει και δεν πρέπει πια να ‘ναι δικιά μας (…)»

Θάνος Ανεστόπουλος, Μια σιωπή (2012)

Το βράδυ του Σαββάτου της 14ης Μαΐου ήταν από αυτά που λες πως μένουν στη μνήμη, μιας και βρίσκουν μόνιμη κατοικία στην καρδιά, που νιώθεις τυχερός για το γεγονός ότι αποτέλεσες κι εσύ μέρος του, έστω ως θεατής-, για το χαμόγελο και το δάκρυ που εναλλάσσονταν σε μια παράξενη αλληλουχία, για το χαρακτηριστικό του που ήταν η πληρότητα συναισθημάτων ευτυχίας, υπερηφάνειας, αποφασιστικότητας, θέλησης, συγκίνησης, ηρεμίας και δύναμης μαζί, πάθους για τη ζωή, τρέλας, αγάπης…-

Που όλο σου το είναι πλημμύριζε με φως κι ας ήταν η σκηνή τόσο σκοτεινή.

Ο λόγος για τη συναυλία του Θάνου Ανεστόπουλου στο θέατρο Παλλάς. Καθιστός για τρεις ώρες επί σκηνής στον καναπέ του, γαλήνιος μα και ισχυρός, κατάφερε (για μια ακόμα φορά) να ερεθίσει τους παρευρισκόμενους με το τραγούδι του, τις αφηγήσεις του, τη φωνή του που εισχωρεί στα κατάβαθα της ψυχής, και να τους μιλήσει με τη λαλιά της αλήθειας μέσα από στίχους δικούς του και άλλων καλλιτεχνών, δασκάλων και συνοδοιπόρων του στο μακρύ, ύψιστο και γοητευτικό ταξίδι τη μουσικής. Το κοινό διψασμένο και με αίτημα να μην σπαταλιέται πια σε ανώφελα λογάκια, ρούφηξε με πόθο και λαχτάρα το τρίωρο αυτό της απόλαυσης που απλόχερα προσέφερε ο Ανεστόπουλος. Φίλοι του και σημαντικοί καλλιτέχνες χάρισαν τη φωνή τους στη βραδιά. Ανάμεσά τους οι Γρηγόρης Κλιούμης και Κώστας Παρίσσης απ’ τα Υπόγεια Ρεύματα, Λόλεκ, Μανώλης Αγγελάκης, The Boy, Τηλέμαχος Μούσας, Νάσια Γκόφα κλπ.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή, από το πρώτο κιόλας άκουσμα της ανάσας του, οι θεατές, σαν σε μυσταγωγία παρευρισκόμενοι, παρακολουθούσαν ακατάπαυστα, τραγουδούσαν, φώναζαν, χειροκροτούσαν, σηκώνονταν όρθιοι, απέτιαν φόρο τιμής σ’ έναν καλλιτέχνη και άνθρωπο που το αξίζει. Όλοι μαζί δημιούργησαν ένα κλίμα θείας σαγήνης, φτάνοντας τα λόγια του με τις εσώτερες μελωδίες και την αύρα του κόσμου να εγκιβωτιστούν μαγευτικά σε μια μήτρα αρμονίας.

Η σκηνή βουτηγμένη στη λάμψη· μια λάμψη όμως που δεν συνυφαίνεται με οτιδήποτε μεγαλεπήβολο…

Η αυστηρά άπλαστη παρουσία του ίδιου του Ανεστόπουλου, όπως και των υπόλοιπων καλλιτεχνών – συνταξιδιωτών του, ήταν το ισχυρότερο φέγγος που θα μπορούσε να υπάρξει. Και το θερμό κοινό κατακλυσμένο από την ακτινοβολούσα ατμόσφαιρα και έμπλεο ενθουσιασμού, σκίρτιζε σε κάθε κομμάτι που ηχούσε στα αυτιά του και μονομιάς ταρακουνούσε την ψυχή και το πνεύμα του.

Στις σύντομες παύσεις που προηγούνταν της εμφάνισης κάποιου καλεσμένου καλλιτέχνη, ένιωθες το περίεργο μείγμα διέγερσης, κατάνυξης, αγαλλίασης, μέθης κι άλγους συνάμα, ένα συναίσθημα χαρμολύπης να ξεχύνεται από όλους και να κατακλύζει το χώρο. Μάλλον δεν υπήρξε κάποιος που να έφυγε από τη βραδιά τούτη χωρίς να γλιστρήσει έστω ένα δάκρυ από τα μάτια του. Ήταν από τις στιγμές, όμως, που το κλάμα επιτελούσε αποκλειστικά λυτρωτική λειτουργία. Δεν είχε να κάνει με το καθαρό αίσθημα της θλίψης. Εκείνο που επικρατούσε δεν ήταν ούτε η θλίψη, ούτε η συμπόνια, ούτε ο πόνος· όχι! Το κλάμα προερχόταν ευκρινώς από τη δύναμη που διοχέτευε σε κάθε θεατή – μυσταγωγό ο επί σκηνής καλλιτέχνης. Δεν ήταν τίποτε άλλο από μια ατόφια κάθαρση της ψυχής, μέσα από την οποία διαφαίνεται το μεγαλείο της, το σθένος της.

«Μην το βάζετε ποτέ κάτω, ό,τι κι αν γίνει!». Έτσι αποφάσισε να κλείσει τη βραδιά. Εκείνος που έζησε γεμάτα δεν το βάζει κάτω κι εξακολουθεί να ζει γεμάτα, μεταλαμπαδεύοντας αδιάκοπα στους συνοδοιπόρους του αυτή του τη δύναμη. «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΧΟΥΜΕ ΚΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΤΑΓΗ»: Τούτα τα απλά και τόσο σπουδαία λόγια γράφονταν με μεγάλα λευκά γράμματα στο μαύρο πανί, που ίδιος σηκώθηκε για να παρουσιάσει στο κοινό. Η κίνηση αυτή δεν αποτέλεσε απλά μια συμβολική πολιτική χειρονομία, αλλά έναν επαναστατικό χειρισμό και βολή κατά των τωρινών συνθηκών εξαθλίωσης, που έχουν δολοφονήσει κάθε έννοια δημοκρατικού – ανθρώπινου ιδεώδους. Μα το πιο επαναστατικό όλων, ήταν η παρουσία του με τους διαπεραστικούς στίχους και τις εκρηκτικά ποιητικές μελωδίες του που στοιχειώνουν το μυαλό των ακροατών· αρκούσε.

«Δεν κόβεται στα δυο η ζωή, είναι ήλιος και βροχή μαζί», κάπως έτσι έπεσε η αυλαία κι αυτής της παράστασης.

«Περνάει ο καιρός κι εγώ ο φτωχός
πιο μοναχός μα πιο σοφός.
Στην χώρα μου πια δε γελούν
μόνο πουλούν όσα πονούν.
Ντύσου καλά, ήρθε ο βοριάς κι είναι φονιάς.
Περνάει ο καιρός κι εγώ ο γέρος φτωχός
πιο μοναχός μα πιο σοφός.
Ντύσου καλά, ήρθε ο βοριάς κι είναι φονιάς.
Εγώ θα σ’ αγαπώ…
ως τον σταυρό
ως να χαθώ
ως το τέλος του κόσμου…»

Όλοι ζουν μέσα από το έργο τους, που φωτίζει αιώνια τις καρδιές όσων το ακολουθούν κι έτσι γίνονται –άγνωστοι μεταξύ τους- σύντροφοι. Οι άνθρωποι που ενέπνευσε με τα τραγούδια του και που τους έκανε να νιώθουν αληθινά – όχι ψεύτικα – τον αγαπήσαμε, τον αγαπάμε και θα τον αγαπάμε… ως το τέλος του κόσμου!

ανεστοπουλος2