"Θέλαμε και εμείς να πάρουμε τα όπλα"
Πάτι και Ρόμπερτ, Patti Smith, Εκδόσεις Κέδρος
Πάτι και Ρόμπερτ, Patti Smith
Mετ: Αλέξης Καλοφωλιάς, Εκδ. Κέδρος
«Φανταζόμασταν τους εαυτούς μας σαν τους Γιούς της Ελευθερίας, που είχαν αποστολή να διασώσουν, να προστατεύσουν και να προβάλουν το επαναστατικό πνεύμα του ροκ εν ρολ. Φοβόμαστε ότι η μουσική που μας είχε θρέψει κινδύνευε να πεθάνει από πνευματική ασιτία. Φοβόμαστε ότι έχανε το αίσθημα σκοπού της, ότι έπεφτε σε άπληστα χέρια, ότι παράδερνε βουλιάζοντας στο τέλμα του θεάματος, της οικονομικής διαχείρισης και της ανούσιας τεχνικής περιπλοκότητας… Θέλαμε και εμείς να πάρουμε τα όπλα, τα όπλα της γενιάς μας, την ηλεκτρική κιθάρα και το μικρόφωνο».
Με τούτο το μικρό απόσπασμα η Πάτι Σμιθ συγκεφαλαιώνει ολόκληρη, θα λέγαμε, την ιδεολογία του Πανκ. Καταθέτει ακριβώς την αιτία γένεσης του κοινωνικού φαινομένου που επηρέασε τόσο την μουσική στα μέσα των 70’s, την άλλαξε εκ βάθρων, χωρίς, βέβαια, να εμποδίσει τις σόουμπίζνες να το εκμεταλλευτούν δεόντως. Η αφήγηση της Σμιθ δεν ασχολείται στην ουσία με τη μουσική της πορεία. Άλλωστε, όπως γράφει ο ελληνικός αλλά και ο αγγλικός τίτλος –“Just Kids”- το βιβλίο επικεντρώνεται στην παράλληλη καλλιτεχνική πορεία της ιδίας και του για αρκετά χρόνια συντρόφου της, διάσημου φωτογράφου Ρόμπερτ Μέιπλθορπ. Είναι η κοινή ζωή και κατόπιν η κοινή πορεία τους, από περίφημο Summer of Love του ‘67 και κείθε, έως και το θάνατο του, το 1989. Η συγγραφέας καταγράφει εν είδει ημερολογίου τις ημέρες και τις νύχτες με τον φίλο της, ανατρέχει στις στιγμές εκείνες που καθόρισαν την καλλιτεχνία τους και με περίσσιο πάθος αλλά και ποιητική διάθεση προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό μια ελεγεία για τα χρόνια της νιότης τους.
Η διαμονή τους στην Νέα Υόρκη λειτουργεί καταλυτικά, οι ανάγκες επιβίωσής τους, οι πρώιμες αισθητικές τους ανησυχίες, ο συγχρωτισμός τους με τεράστιες φιγούρες της μουσικής και των εικαστικών αποτελούν τα πανεπιστήμια και των δυο. Η απεικόνιση της δεκαετίας ’67- ‘77 γράφεται με έντονα συναισθήματα ούσα ενδεικτική μιας εποχής αλλαγών στη κοινωνία και στη μουσική. Η διήγηση της Πάτι Σμιθ δεν φιλοδοξεί να αναλύσει πράγματα ούτε απλώς να τα περιγράψει, αλλά να αποκαλύψει καταστάσεις τις οποίες βίωσε. Οι συναντήσεις της με εμβληματικούς ρόκερς όπως ο Χέντριξ, η Τζόπλιν, ο Ντίλαν όπως και με beat ποιητές, Γκίνσμπεργκ, Κόρσο. Η μανία με τον Ρεμπό -οι εξαιρετικές εμπειρίες της από το περίφημο Chelsea Hotel, μόνιμη αλλά και προσωρινή κατοικία δεκάδων προσωπικοτήτων της τέχνης, τα άγουρα ποιήματά της, οι πειραματικές της παραστάσεις και οι πρώτες απόπειρες να παίξει μουσική καταλήγουν στην ηχογράφηση του αριστουργηματικού πρώτου δίσκου της, “Horses”.
«Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1975 άνοιξα την πόρτα του στούντιο Electric Lady… Μπήκα στο στούντιο Α. Ο Τζον Κέιλ, ο παραγωγός μας, είχε το γενικό πρόσταγμα πίσω από τη κονσόλα και ο Λένι, ο Ίβαν και ο Τζέι Ντι βρίσκονταν στην αίθουσα ηχογραφήσεων, όπου έστηναν τα μηχανήματά τους. Mέσα στις επόμενες πέντε βδομάδες ηχογραφήσαμε και μιξάραμε το πρώτο μας άλμπουμ, το “Horses”… Αυτά είχα στο μυαλό μου από την πρώτη στιγμή που μπήκα στο χώρο στον οποίο ηχογραφούσαμε τις φωνές. Την ευγνωμοσύνη που ένιωθα για το ροκ εν ρολ, που με είχε βοηθήσει να τα βγάλω πέρα σε μια δύσκολη εφηβεία. Τη χαρά που με πλημμύριζε όταν χόρευα. Την ηθική δύναμη που αντλεί κάποιος όταν αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του. Όλα αυτά ήταν κωδικοποιημένα στο “Horses”, μαζί με έναν χαιρετισμό προς αυτούς που έστρωσαν τον δρόμο πριν από μας. Στο “Birdland” ξεκινήσαμε περιγράφοντας τη σκηνή όπου ο νεαρός Πέτερ Ράιχ περιμένει τον πατέρα του, τον Βίλχελμ Ράιχ, να κατέβει από τον ουρανό για να τον πάρει μαζί του. Στο “Break it up” ο Τομ Βερλέν κι εγώ γράψαμε για ένα όνειρο στο οποίο ο Τζιμ Μόρισον, δέσμιος όπως ο Προμηθέας, ξαφνικά ελευθερώνεται. Στο “Land” η εικονογραφία των Wild Boys συνδυαζόταν με τα διαδοχικά στάδια του θανάτου του Χέντριξ. Στο “Elegie” τούς θυμόμαστε όλους, από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, αυτούς που είχαμε χάσει, αυτούς που χάναμε και αυτούς που έμελλε να χάσουμε ξανά. Δεν υπήρξε ποτέ αμφιβολία ότι ο Ρόμπερτ θα αναλάμβανε το πορτρέτο για το εξώφυλλο του “Horses”, ότι η φωτογραφία του θα ήταν το θηκάρι που θα κάλυπτε το αιθερικό ξίφος μου. Δεν είχα κάποια ιδέα για το πώς θα έπρεπε να είναι, ήξερα μόνο ότι θα έπρεπε να είναι αληθινό. Το μόνο πράγμα που υποσχέθηκα στον Ρόμπερτ ήταν ότι θα φορούσα ένα καθαρό πουκάμισο, χωρίς λεκέδες. Ο Ρόμπερτ ήρθε να με πάρει. Ανησυχούσε γιατί είχε συννεφιά. Ολοκλήρωσα το ντύσιμό μου: μαύρο παντελόνι με ρεβέρ, λευκές βαμβακερές κάλτσες, μαύρα παπούτσια μπαλέτου. Πρόσθεσα την αγαπημένη κορδέλα και ο Ρόμπερτ έδιωξε τα ψίχουλα από το μαύρο μου σακάκι.»
Η παρουσία του Ρόμπερτ Μέιπλθορπ είναι παντού. Η δημιουργικότητα του ανεξάντλητη. Στην αρχή με τις διάφορες καλλιτεχνικές κατασκευές του και ύστερα, βεβαίως, με τη φωτογραφία, όταν συγχρωτίζεται με το επιτελείο του Άντι Ουόρχολ και συνειδητοποιεί την ομοφυλοφιλία του. Εμψυχώνει διαρκώς τη Σμιθ, της ανοίγει πόρτες και πιστεύει φανατικά σε αυτήν και στις μεγάλες δυνατότητές της. Είναι ο κινητήριος μοχλός της. Με το προχώρημα του χρόνου, οι τροχιές τους αποκλίνουν δραματικά, αλλά ο εσωτερικός δεσμός παραμένει ισχυρός: Η Πάτι γνωρίζει και παντρεύεται τον Φρεντ Σόνικ Σμιθ, παλιότερα μέλος των θρυλικών αγκίτ-ροκ MC5, και δημιουργούν οικογένεια. Ο Ρομπερτ, αρκετά χρόνια χαμένος ξαναβρίσκεται με την φίλη του, πάσχων από Aids. Οι περιγραφές των σκηνών νοσηλείας και θανής του είναι συγκλονιστικές, γεμάτες αγάπη και πόνο. Δυο δεκαετίες μετά, η μουσικός, κατασταλαγμένη πλέον, γράφει τούτο το βιβλίο ως φόρο τιμής στον αδικοχαμένο σύντροφό της, αλλά και σε εκείνη την εποχή που διαμόρφωσε τις καταστάσεις των καλλιτεχνικών πραγμάτων και δη της ροκ μουσικής.
Το βιβλίο έλαβε το Εθνικό Βραβείο των ΗΠΑ το 2010. Η ζωντανή μετάφραση οφείλεται στον Αλέξη Καλοφωλιά, ο οποίος, όντας ο ίδιος μουσικός και βαθύς γνώστης της ροκ κουλτούρας, προσφέρει εμβριθείς σημειώσεις.