Θερινά διαβάσματα ΙΙΙ
Jonathan Coe, Φίλιπ K. Ντικ, Vladimir Nabokov

Το τρίτο και τελευταίο μέρος των «θερινών διαβασμάτων».
[hr]
Vladimir Nabokov – Η Άμυνα του Λούζιν (Εκδ. Μεταίχμιο)
[hr]
Oι όποιες συστάσεις είναι περιττές για τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ που γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη και εγκατέλειψε την χώρα οικογενειακώς όταν οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία. Με σπουδές Γαλλικής και Ρώσικης λογοτεχνίας στο Κέιμπριτζ, εγκαθίσταται το 1922 στο Βερολίνο για να καταφύγει – με την γυναίκα του και το παιδί του – στο Παρίσι, όταν το 1938 το ναζιστικό καθεστώς εμφάνισε ανοιχτά το αληθινό του πρόσωπό. Δυο χρόνια αργότερα με την προέλαση του Χίτλερ ξενιτεύεται στις ΗΠΑ όπου διδάσκει λογοτεχνία σε φημισμένα πανεπιστήμια και επιδίδεται στην συγγραφή σπουδαίων έργων. «Η Άμυνα του Λούζιν» – σε θεσπέσια μετάφραση του Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη – γραμμένο στο Βερολίνο στα 1930 αναφέρεται στην περίπτωση του ανθρώπου που μαγεύτηκε από την σκακιστική τέχνη και έχασε το μυαλό του.
Όντας μελαγχολικό παιδί στα όρια της κατάθλιψης, με σκληρό, δεσποτικό, πατέρα που αδυνατεί όπως και η μητέρα του να νιώσει την ψυχοσύνθεση του γιού καθώς τον αναγκάζει να πάει εσωτερικός σε κάποιο συντηρητικό σχολικό ίδρυμα. Εκεί γίνεται περίγελος των συμμαθητών του και κλείνεται ακόμη περισσότερο στον εαυτό του. Η εμιγκράτσια της οικογένειας στο Βερολίνο ανοίγει στον νεαρό Λούζιν νέους ορίζοντες ενδιαφερόντων και με την προτροπή του δασκάλου του στο σκάκι Βαλεντίνοφ, το πάθος του με τα ασπρόμαυρα τετράγωνα αποκτά επαγγελματικές διαστάσεις. Ο τελευταίος γίνεται μάνατζερ του και τον χειρίζεται σαν άλογο κούρσας αδιαφορώντας για τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του παίκτη που όλο και πληθαίνουν.
Είναι σαφές πως ο Ναμπόκοφ μεταφέρει στο χαρτί τις δικές του εμμονές που είχε με το εν λόγω παιγνίδι – για το άθλημα αυτό αναφέρεται και στην «Αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ» (1941). Ο συγγραφέας σκανάρει λεπτομερώς την χαρακτηροδομή του ήρωά του, τον ακολουθεί από κοντά στις δολιχοδρομήσεις της σκέψης και στις συναισθηματικές του εκρήξεις. Εκεί που ο Ρώσος συγγραφέας μεγαλουργεί είναι οι περιγραφές των αντιδράσεων του Λούζιν, η αντίπραξή του απέναντι στην κυνική πραγματικότητα, ο παραλογισμός που εισχωρεί όλο και περισσότερο στο μυαλό του. Ενώ, λοιπόν, αναδεικνύεται ικανότατος σκακιστής δεν δύναται να ανταπεξέλθει στις καθημερινές συνδιαλλαγές του. Ζει για το παιγνίδι, αν και, όταν φθάνει η κρίσιμη στιγμή μιας διεθνούς εμβέλειας παρτίδας μπλοκάρει παντελώς δείχνοντας λιγοψυχία καθόσον οι ήττες και οι ισοπαλίες τον αποδιοργανώνουν εντελώς. Και εκεί που οφείλει να δείξει αποφασιστικότητα και ψυχραιμία τα τινάζει όλα στον αέρα και αποχωρεί.
Σκέτο ράκος, παρεμβαίνει η τύποις σύζυγός του για να αναλάβει την προστασία του. Είναι εκείνη και το οικογενειακό της περιβάλλον που θέτει αδιαπέραστους φραγμούς στην αρρώστια του Λούζιν με τα ασπρόμαυρα στρατιωτάκια, εκείνη που τον αστυνομεύει νύχτα και ημέρα ώστε να μένει μακριά από την σκακιέρα. Αλλά καθώς η σκέψη παραμένει ελεύθερη ο ήρωας συνεχώς δουλεύει στο κεφάλι του διάφορες στρατηγικές έχοντας πάντοτε βαθιά στην τσέπη σακακιού του ένα λιλιπούτειο σκάκι. Προϊόντος του χρόνου φαντασιώσεις και πραγματικότητα συγχέονται αδιαχώριστα, το παράλογο υπερβαίνει τη λογική και η μνήμη παίζει παράξενα παιγνίδια ενώ ο γύρω χώρος αλλοιώνεται, «Μόνο το τικ τακ του ρολογιού στο κομοδίνο αποδείκνυε ότι ο χρόνος συνέχιζε να υπάρχει… ώσπου τινάχτηκε λιγάκι όταν πρόσεξε ότι το τικ τακ είχε σταματήσει. Του φαινόταν ότι η νύχτα είχε για πάντα σταματήσει μιας και δεν υπήρχε ούτε ένας ήχος που να δείχνει πως προχωρούσε. Ο χρόνος ήταν νεκρός, κι όλα ήταν εντάξει, μια βελούδινη σιγαλιά… αλλά τώρα στον ύπνο δεν υπήρχε καθόλου ξεκούραση, γιατί ο ύπνος αποτελούνταν από εξήντα τέσσερα τετράγωνα, από μια γιγάντια σκακιέρα, στη μέση της οποίας στεκόταν ο Λούζιν τρέμοντας, ολόγυμνος, στο μέγεθος του πιονιού, και κοιτούσε με μάτια γουρλωμένα τις συγκεχυμένες θέσεις των τεράστιων μεγάλων πεσσών με τα στέμματα και τις χαίτες». Είναι η παράνοια του παίκτη που κορυφώνεται σε παραλήρημα και τον οδηγεί, στο τέλος, προς στον όλεθρο.
[hr]
Τζόναθαν Κόου – Αριθμός 11 (Εκδ. Πόλις)
[hr]
Ο «Αριθμός 11» – σε γλαφυρή, ομολογουμένως, μετάφραση της Άλκηστης Τριμπέρη – δεν φέρει τυχαία τον αριθμό αυτόν. Πρόκειται για το ενδέκατο μυθιστόρημα του Βρετανού Τζόναθαν Κόου – το επιπλέον 11 από το 10 της οδού Ντάουνιγκ, του Άγγλου Πρωθυπουργού όπως, επίσης, συμβολίζει το λεωφορείο που παίρνει καθημερινά από την αφετηρία μέχρι το τέρμα στο Μπέρμιγχαμ ένας χαρακτήρας του βιβλίου για να μπορέσει να ζεσταθεί. Ακόμη είναι τα 11 υπόγεια που ανοίγει, προς τέρψη του, κάτω από το σπίτι του ο χρηματιστής λόρδος νυμφευμένος με πρώην μοντέλο από το Καζαχστάν. Ένα κομμάτι του σκηνικού στημένου περίτεχνα από τον Κόου – που εργάστηκε στο πανεπιστήμιο, ως μουσικός τζαζ, κριτικός κινηματογράφου και δημοσιογράφος πριν ασχοληθεί αποκλειστικά με το γράψιμο.
Θα μπορούσε να το πει κανείς άτυπο σίκουελ του βιβλίου του, “Τι ωραίο πλιάτσικο!”– για την εγκληματική επιδρομή του νεοφιλελευθερισμού υπό την ηγεσία της Μάργκαρετ Θάτσερ στο βρετανικό κοινωνικό κράτος και στις συνθήκες εργασίας στην Γηραιά Αλβιόνα. Μάλιστα υπάρχει και η οικογένεια Γουίνσο από το εν λόγω μυθιστόρημα που εδώ συνεχίζει, αν και σε παρακμή, να σωρεύει πλούτο. Είναι σημαδιακό πως η αυλαία του «Αριθμού 11» ανοίγει με τον θάνατο – το 2003 – του Βρετανού επιθεωρητή όπλων του ΟΗΕ Ντέιβιντ Κέλι, πρόσωπου υπαρκτού που αμφέβαλε ως προς την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν. Ως γνωστόν, ο Εργατικός Τόνυ Μπλερ απαξίωσε την έκθεση του Κέλι και έθεσε στην διάθεση του Μπους τα στρατεύματά του κατά του Ιράκ.
Βασικές σιλουέτες στο μυθιστόρημα είναι η Ρέιτσελ, σπουδάστρια Φιλολογίας στην Οξφόρδη που για να βγάλει τα προς το ζην παραδίδει ιδιαίτερα στα τρυφερούδια του εκατομμυριούχου λόρδου που αναφέραμε πιο πάνω. Είναι, επιπλέον, η μαύρη Άλισον που στην πορεία χάνει το πόδι της και ανακαλύπτει πως είναι γκέι για να φανερώσει σύντομα το ταλέντο της στην ζωγραφική ως ζωγράφο των περιθωριακών. Εξ’ αιτίας αυτού που ακριβώς αντιπροσωπεύει θα υποστεί αισχρή ρατσιστική επίθεση μέσω εφημερίδας και για ένα μικρό παράπτωμα μη δήλωσης μερικών εκατοντάδων ευρώ στη εφορία και θα καταδικαστεί σε τρεις μήνες φυλακή. Οι δυο φίλες μεγαλώνουν μέσα σε κλίμα αχαλίνωτου χρηματιστηριακού καπιταλισμού με τις σχέσεις τους να ταλαντεύονται ανάλογα με τις διακυμάνσεις της αγοράς ενώ γύρω τους κυκλοφορούν διάφοροι τύποι της σημερινής κοινωνίας. Η μητέρα της Άλισον χρεωμένη μέχρι το λαιμό – αυτή που κάνει βόλτες με το αστικό για να νιώσει τη ζέστη που λείπει από το σπίτι της – κάποτε τραγουδίστρια με μια μόνο εμπορική επιτυχία, δουλεύει λίγες ώρες σε μια βιβλιοθήκη και τυχαίνει να πάρει μέρος σε ένα ριάλιτι σόου μεγάλης ακροαματικότητας όπου Κόου δείχνει ανάγλυφα το πώς τα κίτρινα ΜΜΕ ευτελίζουν ανθρώπους που έχουν άμεση χρηματική ανάγκη. Ακόμη, ο απλός αστυνόμος που ο έρωτας τον αναγκάζει να δει με πολιτικά ματιά το έγκλημα γενικώς – η απίστευτα βαθύπλουτη οικογένεια που δουλεύει η Ρέιτσελ, η διάχυτη χλιδή από άχρηστα πράγματα και η μανία τους να κάνουν υπόγεια πισίνα αρκετά πατώματα κάτω από την γη. Ή, ο εγωιστής γιος τους που διασκεδάζει την βαρεμάρα του ως εθελοντής σε μαγαζιά με τρόφιμα για απόρους.
Ο συγγραφέας συνεχίζει και εδώ την αμείλικτη κριτική στο οικονομικό – πολιτικό σύστημα με βασικά του όπλα την αίσθηση δικαίου και την κριτική σκέψη. Βεβαίως η αγάπη του για τα b-movies εκφράζεται και εδώ με την υποχθόνια ύπαρξη, φανταστικών( ;) γιγαντιαίων σαρκοφάγων αραχνών τις οποίες φέρνουν στην επιφάνεια τα σκαπτικά μηχανήματα στο υπέδαφος της βίλας του λόρδου. Ανεβαίνουν, κάνουν επιθέσεις σε ανθρώπους και επιστρέφουν στη βάση τους. Τούτο το σουρεαλιστικό στοιχείο προκαλεί γέλιο αλλά και ανατριχίλα, επεμβαίνει απότομα πάνω στην αληθινή ζωή και την ανατρέπει αφήνοντας συμβολισμούς μια αόρατης απειλής ξένων όντων με δαιμόνιες δυνάμεις που δεν γνωρίζουμε τι είναι. Αλλά ο φόβος υπάρχει έτσι κι αλλιώς στην καθημερινότητά μας.
Η ειρωνεία στον Τζόναθαν Κόου καλά κρατεί που χωρίς να πολιτικολογεί σπρώχνει μαεστρικά τους ανθρώπους του, ανήκοντες σε διαφορετικά κοινωνικά επίπεδα, να βρεθούν συγκυριακά μαζί για να δείξει έτσι το τεράστιο οικονομικό χάσμα ανάμεσα στις υποτελείς τάξεις και στην ελίτ. Για τους τελευταίους οι πρώτοι δεν υπάρχουν εκτός και αν έχουν να κερδίσουν κάτι είτε ως χειρώνακτες είτε ως διανοούμενοι. Με τον «Αριθμό 11» ο Βρετανός λογοτέχνης συνεχίζει να προβάλει την εικονική ευμάρεια μια χώρας όπου ο τραπεζικός καπιταλισμός την αποψιλώνει συστηματικά από τα όποια ανθρώπινα χαρακτηριστικά της, τόσο στις κοινωνικές παροχές όσο και στην ποιότητα ζωής.
[hr]
Φίλιπ Κ. Ντικ- Το Ηλεκτρικό πρόβατο (Εκδ. Κέδρος)
[hr]
Με περισσότερα από σαράντα μυθιστορήματα και πληθώρα διηγημάτων, ο Φίλιπ Κ. Ντικ καταλαμβάνει, κατά την άποψή μας, την πρώτη θέση στο πάνθεον των συγγραφέων επιστημονικής φαντασία, μαζί ίσως, με τον έτερο μεγάλο τους είδους, τον Ρέϊ Μπράνμπερι. Η εξαιρετικά δύσκολη παιδική του ηλικία – έχασε στα πέντε του την δίδυμη αδελφή του – η έντονη ασχολία του με τις αμφεταμίνες και το LSD, οι αλλεπάλληλοι γάμοι του, πέντε τον αριθμό, τα έντονα μεταφυσικά του οράματα και οι αποτυχημένες του απόπειρες αυτοκτονίας μεταφέρονται αισθητικά στο σώμα των έργων του. Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε και το σύνδρομο καταδίωξης που απέκτησε ύστερα από προστριβές που είχε με τις αστυνομικές αρχές λόγω του αντισυστημικού περιεχομένου των γραπτών όπου η αντίθεσή του στην εκάστοτε εξουσία ήταν εμφατική. Αντίθετα με τους περισσότερους συναδέλφους του, βουτηγμένων στους διαπλανητικούς πολέμους και στις τεχνολογικές υπερκατασκευές, ο Ντίκ διάλεξε σαν χαρακτήρες του καθημερινούς τύπους που ένεκα μιας ενορατικής αποκάλυψης αναλαμβάνουν, ενίοτε, τις τύχες των συνανθρώπων τους.
Η πραγματικότητα στα έργα του Αμερικανού συγγραφέα εισχωρεί στην ονειρική φαντασία ώστε στο τέλος δένονται μεταξύ τους αξεδιάλυτα. Κόσμοι ανοίγονται μέσα σε άλλους κόσμους, απίστευτες ανατροπές λαμβάνουν χώρα ενώ η πικρόχολη ειρωνεία εμφιλοχωρεί παντού. Έργα φιλοσοφικού στοχασμού, με διαφανείς πολιτικές απόψεις και υπαρξιακούς προβληματισμούς, διεκδικούν, πολλά από αυτά, την θέση τους στις λίστες των καλυτέρων του 20ου αιώνα. Όπως, βεβαίως, και το «Το Ηλεκτρικό πρόβατο» σε αποδοτική μετάφραση του Δημήτρη Αρβανίτη.
Ο Ντίκ, συνδυάζει με απολαυστική άνεση την αίσθηση του παλιοκαιρισμένου στα αστικά τοπία – μεγάλα τετράγωνα «αρχαίων» πολυκατοικιών, μερικώς κατεστραμμένων από τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο – με την υψηλή τεχνολογία, χόβερκαρ, βιντεόφωνα, εξελιγμένα ανθρωποειδή κ.α. Η δυστοπία του Φίλιπ Κ. Ντικ αναφέρεται στα ανθρώπινα απομεινάρια της Γης, αυτούς που δεν συναίνεσαν σε προγράμματα μετεγκατάστασης σε άλλους πλανήτες του ηλιακού συστήματος παραμένοντας σε ένα τόπο όπου η παρακμή αναβλύζει από παντού. Με την ραδιενεργό σκόνη και την υγρασία να εισχωρούν σε κάθε μόριο του σώματος, με την γκριζάδα να κυριαρχεί, ανακαλύπτουμε τον Ρικ Ντέκαρντ, κεφαλοκυνηγό ανθρώπινων ρέπλικας, κατασκευασμένων με την τελευταία τεχνολογία, πιο εξελιγμένων και από τους δημιουργούς τους. Ο Ντέκαρντ αποσύρει από την κυκλοφορία εκείνα τα «κομμάτια» που αποκτούν συναισθήματα, παύουν να υπηρετούν τους αφέντες τους και περνούν στην παρανομία ή στήνουν παράλληλα δίκτυα καθ’ όλα νομιμοφανή. Είναι αυτός που αναλαμβάνει να καθαρίσει έξι τελευταίας τεχνολογίας ανθρωποειδή Nexus-6 έναντι παχυλής αμοιβής. Το βλέπει σαν ευκαιρία να αντικαταστήσει το ηλεκτρικό πρόβατο που τρέφει στην ταράτσα της πολυκατοικίας του. Όπως και πολλοί άλλοι επιδιώκει, εναγωνίως, να αποκτήσει ένα αληθινό ζώο καθότι ελάχιστα έχουν απομείνει πάνω στην Γη. Οι ιδιοκτήτες των αυθεντικών ζωντανών καταξιώνονται κοινωνικά μιας και θεωρούνται οικονομικά ισχυροί. Για την επίκτητη κατάθλιψή τους οι κάτοικοι διαθέτουν συσκευές Πένφιλντ που τους στιμουλάρει εγκεφαλικά για να τους φτιάξει την διάθεση όπως επίσης και μια άλλη που τους συνδέει τηλεπαθητικά με τον εικονικό μεσσία Μέρσερ, ένα χειριστικό όν που ακολουθείται από εκατομμύρια πιστούς.
Ο Ντίκ περνάει στο χώρο του sci-fi την κλασική, στην Αμερικάνικη λογοτεχνία, έννοια του μοναχικού ήρωα που αγωνίζεται να ξεπεράσει τις αντιξοότητες της κοσμικής πραγματικότητας αλλά αποδεικνύεται εντελώς αδύναμος να αντιμετωπίσει ένα παντοδύναμο σύστημα, ένα καθεστώς που κυριαρχείται από τις πλανητικές εταιρείες, όπως ο κολοσσός που κατασκευάζει τα ανδροειδή. Με τα πολλά ο Ντέκαρντ φέρνει σε πέρας την αποστολή του και αγοράζει ένα κανονικό ζώο. Φιλιώνει με την απόμακρη γυναίκα του και η ζωή του συνεχίζεται…
Το «Ηλεκτρικό πρόβατο» ευτύχησε, στο σινεμά, ως «Blade Runner» με τον σκηνοθέτη Ρίντλεϊ Σκοτ να δημιουργεί μια ελαφρώς διαφορετική παραλλαγή του «Do Androids Dream of Electric Sheep?» που είναι ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου, το οποίο κυκλοφόρησε το σημαδιακό έτος 1968. Ούτως ο ΦΚΝ συμμετέχει στην εξεγερσιακή κουλτούρα της εποχής προσθέτοντας τις δικές του ενοράσεις που μάλλον αντιτίθεντο, με την ζοφερή τους ατμόσφαιρα, στο zeitgeist της εποχής, περί της αλλαγής του κόσμου.