Θερινά διαβάσματα (Ι)
Από τον Homo Sapiens Sapiens... στον Σοστακόβιτς
Είχαμε την τύχη να περάσουμε την θερινή ραστώνη πολύ χαλαρά, πράγμα που μας επέτρεψε να βουτήξουμε βαθιά στις σελίδες αρκετών βιβλίων που κυκλοφόρησαν σχετικά πρόσφατα. Είναι λόγω του αριθμού τους που χωρίζουμε την κριτική τους παρουσίαση σε τρία μέρη.
[hr]
Yuval Noah Harari – “Sapiens. Μια σύντομη ιστορία του ανθρώπου” (Εκδ. Αλεξάνδρεια)
[hr]
O λόγος για τον Ισραηλινό, σπουδαγμένο στην Οξφόρδη, Yuval Noah Harari, ο οποίος επιχειρεί με το “Sapiens. Μια σύντομη ιστορία του ανθρώπου” – σε καλή μετάφραση του Μιχάλη Λαλιώτη – την εξιστόρηση του είδους μας, ήτοι του Homo Sapiens Sapiens, μέσα από ανθρωπολογικές, πολιτισμικές, ιστορικές και ψυχολογικές παραμέτρους έτσι ώστε να καταδειχθεί το πώς και το γιατί φτάσαμε έως τα σήμερα όπως και τις αλλαγές που συνέβησαν στην συμπεριφορά μας.
Το μεγάλο προσόν του συγγραφέα είναι η άνεση στην εκλαΐκευση των επιστημονικών θεωριών αλλά και στην απόδοση της νοοτροπίας στα διάφορα στάδια ανάπτυξης του ανθρώπου. Επιπλέον, ο Harari κατορθώνει να μιλήσει με ανατρεπτικό χιούμορ και γλαφυρή, λογοτεχνίζουσα πρόζα για πράγματα που συνήθως προκαλούν αφόρητη πλήξη στα φοιτητικά έδρανα. Βασικές και, ενίοτε, μη σχετικές μεταξύ τους πληροφορίες από ευρύ φάσμα επιστημών, συνδυάζονται έξοχα – η παλαιοντολογία, η εξελικτική βιολογία, η γενετική – η κοινωνιολογία αλλά και η οικονομική και πολιτική ιστορία, συνθέτουν μια θεωρία ενίοτε προκλητική και αιρετική αλλά σίγουρα τεκμηριωμένη.
Χωρισμένο σε 20 κεφάλαια, το βιβλίο ανατρέχει 150.000 χρόνια ανθρώπινης ιστορίας ενώ επικεντρώνεται στα τελευταία 70.000 όταν στην Γη ζούσαν τουλάχιστον έξι «ανθρώπινα» είδη. Από αυτά επικράτησε βέβαια, ο sapiens με τα γνωστά αποτελέσματα. Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ; Μέσα από μια σειρά ιστορικά στάδια που επέβαλαν μεγάλες καινοτομίες αλλά προκάλεσαν τον αφανισμό των άλλων ανθρώπων και των άλλων ζώων. Είναι τότε που το σοφό είδος μας άρχιζε να προσαρμόζει το περιβάλλον στα γονίδια του αντί να προσαρμόζει τα γονίδια του στο περιβάλλον. Η Γνωστική Επανάσταση ένεκα της δημιουργίας συλλογικοτήτων με αποτέλεσμα την καλύτερη επεξεργασία πληροφοριών, οργανωμένης αντίδρασης στους κινδύνους και μεγαλύτερης ικανότητας εύρεσης τροφής. Η Αγροτική Επανάσταση όπου ο άνθρωπος επιλύει την διατροφική ένδεια που τον χαρακτήριζε παλιότερα και τέλος η Επιστημονική Επανάσταση, μια συνεχής διαδικασίας διευκόλυνσης της ζωής, που ξεκίνησε λίγους αιώνες πριν, συνεχίζεται και βρίσκεται, τώρα, στο ζενίθ της με την Ηλεκτρονική Επανάσταση.
Ο συγγραφέας αναλύει την απρόβλεπτη ιστορία των ανθρώπων μέσα από τα διάφορα κοινωνικά συστήματα φθάνοντας μέχρι τον καπιταλισμό. Χωρίς να μας βρίσκει εντελώς σύμφωνους έχουν πολύ ενδιαφέρον οι απόψεις του περί καταναλωτισμού, κέρδους κ.ά. Όσο η ιστορία του είδους μας εξελίσσεται, ο Harari φέρνει ξανά και ξανά το θέμα της ανθρώπινης ευτυχίας: όλες αυτές οι επινοήσεις του sapiens – με κινητήριο μοχλό την φαντασία του – τον κάνουν ευτυχισμένο; Αυτά που ανακάλυψε ή εφηύρε ο άνθρωπος εκπλήρωσαν τα οράματα των παλαιών για έναν παράδεισο επί της γης ή θέλει πολύ περισσότερα; Κατά τον Harari η ευτυχία δεν έχει άμεση σχέση με τον έξω αντικειμενικό κόσμο όσο με τις δικές μας υποκειμενικές προσδοκίες. Βεβαίως προσαρμοζόμαστε στις υπάρχουσες συνθήκες αλλά όταν η ζωή μας βελτιώνεται εμείς μένουμε πάλι ανικανοποίητοι. Μια άλλη άποψη υποστηρίζει πως οι ανάγκες μας για ευτυχία εξαρτώνται από βιοχημικό μας σύστημα (ορμόνες κτλ) που, βεβαίως, δεν μεριμνά καθόλου με την ευτυχία μας. Έχει σχέση με τον τρόπο που εξελιχθήκαμε με απώτερο σκοπό να μας βοηθήσει στην αναπαραγωγή και την επιβίωση του είδους. Ούτως, υπάρχει πάντοτε το ανικανοποίητο που μας αναγκάζει να επιδιώκουμε όλο και περισσότερα πράγματα.
[hr]
Joseph Roth – «Βερολινέζικα Χρονικά, 1920-1933» (Εκδ. Άγρα)
[hr]
Από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους συγγραφείς της Mitteleuropa, του μεσοπολέμου, ο Joseph Roth, πέρα της λογοτεχνικής συγγραφής διακρίθηκε και ως δοκιμιογράφος και ανταποκριτής. Χαρακτηριστικό το ανά χείρας βιβλίο με 45 μικρά κείμενά του – ο Roth ήταν λάτρης της μικρής φόρμας. Φανατικός των εφημερίδων και συνεργάτης σε πολλές από αυτές, τα «Βερολινέζικα Χρονικά, 1920- 1933» – σε εκφραστική μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου – τον βρίσκουν, φυσικά, στο Βερολίνο από το 1920 μέχρι τις 30 Ιανουαρίου του 1933, την ημέρα που ο Χίτλερ αναγορεύεται καγκελάριος. Τότε μεταναστεύει στο Παρίσι και το 1939 πεθαίνει φτωχός και αλκοολικός.
Οι ανταποκρίσεις του επικεντρώνονται στους ταπεινούς και καταφρονεμένους της ευρωπαϊκής πρωτεύουσας της τζαζ, πίσω από το απαστράπτον σκηνικό της φαινομενικής ευμάρειας και της γιορταστικής τρέλας που έχει καταλάβει τους Βερολινέζους και όσους σπεύδουν στο άλλοτε κέντρο της γηραιάς ηπείρου. Μια ολόκληρη αυλή θαυμάτων από αλκοολικούς, παρίες, άστεγους, ανάπηρους του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, Εβραίους μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη, τροφίμους ασύλων, ανώνυμους των νεκροτομείων ακόμη και μόνιμους θαμώνες δημοσίων λουτρών. Συχνάζει στο Καπηλειό του Άλμπερτ, όπου συνωστίζονται τα «κατακάθια» της κοινωνικής ευωχίας – κάθε λογής νταβατζήδες, πόρνες, διαρρήκτες και μικροκακοποιοί – τους παρατηρεί προσεκτικά, περιγράφει τα σύνεργα της δουλειάς τους και ακούει τον κρότο των φύλλων της τράπουλας καθώς πέφτουν στον πάγκο. Φυσικά δεν παραλείπει να γράψει για τις γκλαμουράτες εικόνες της πρωτεύουσας, τις δημόσιες συγκοινωνίες, τις μικτές πισίνες, τα τεράστια οικοδομήματα από νεόδμητους ουρανοξύστες και πολύ παραστατικά την ανερχόμενη, τότε, βιομηχανία του θεάματος με θέσεις που έχουν πολύ ενδιαφέρον ακόμη και σήμερα! Ψαύει, ουσιαστικά, τον σφυγμό μιας κοινωνίας που κατρακυλά αργά αλλά σταθερά στην ηθική παρακμή, καλυμμένης από την ανάγκη για εκτόνωση για να επουλώσει τα τραύματα του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου.
Μέσα σε αυτήν την οφθαλμαπάτη, ο Roth διαβλέπει από την αρχή τον κίνδυνο του ναζισμού. Το άρθρο επίλογος των «Χρονικών» με τίτλο «Το Auto-da-fe του πνεύματος», δημοσιευμένο το 1933, αναφέρεται συνεπώς στο κάψιμο των βιβλίων έξω από την Γερμανική Βουλή του Ράιχσταγκ και την ζοφερή κατάσταση των συγγραφέων των οποίων απαγορεύθηκαν έργα τους στην μητρική τους γλώσσα. Είναι τα θαυμάσια κείμενα επιφυλλίδων του Roth που επηρέασαν μια γενιά νέων Γερμανών συγγραφέων μεταξύ των οποίων και ο Thomas Mann αλλά πάνω από όλα ανέδειξαν μια σειρά από μικρά κομψοτεχνήματα που εστίασαν στην ουσία, στον αληθινό πρόσωπο μιας εποχής και όχι στην βουή και την λάμψη της.
[hr]
Ντανιέλ Τσαβαρία – «Είδα να φτάνει ένας γέρος» (Εκδ. Opera)
[hr]
Από τους σημαντικότερους εν ζωή Λατινοαμερικανούς συγγραφείς, ο Ντανιέλ Τσαβαρία ή El Chava, γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης και ύστερα από πολλές περιπέτειες κατέληξε στην Αβάνα της Κούβας όπου ζει, πλέον, πολλές δεκαετίες. Όντας πανεπιστημιακός καθηγητής Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών και δεινός γνώστης πέντε γλωσσών μετάφρασε στα ισπανικά πολλά έργα ενώ έγραψε σενάρια για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Η μητέρα του, δασκάλα γαλλικών με καταγωγή από την Κορσική και ο πατέρας αμόρφωτος οδηγός λεωφορείων, συντηρητικών αντιλήψεων, είναι, όμως, τα γαλλικά μυθιστορήματα που τον ξύπνησαν στην εφηβεία του. Έχει τιμηθεί με πολλά και σπουδαία λογοτεχνικά βραβεία.
Το «Είδα να φτάνει ένας γέρος» είναι το δέκατο βιβλίο που κυκλοφορεί στη γλώσσα μας με την εξαίρετη δουλειά του μεταφραστή Κρίτωνα Ηλιόπουλου. Σε 750 σελίδες ο Τσαβαρία περιγράφει τις διάφορες καμπές της ζωής του με χαλαρή άνεση και ως απολαυστικός παραμυθάς εξιστορεί τα παθήματα και τα ανδραγαθήματά του με εντελώς αντί-ηρωικό τρόπο. Το πρώτο ταξίδι στην Ευρώπη, στην φρανκική Ισπανία με ένα «απαγορευμένο» και γι’ αυτό επικίνδυνο βιβλίο του Νερούδα στις αποσκευές του, κατόπιν στην Γερμανία (εργάτης σε χυτήριο) ή στην Ιταλία αλλά και στην Αγγλία και την Γαλλία (λαντζέρης στο Παρίσι) οι εμπειρίες του εκεί και οι έρωτές του, οι σχέσεις του με τους Ευρωπαίους, τον στέλνουν ξανά πίσω στην Λατινική Αμερική πίσω στην γενέτειρά και στην πρώτη του οικογένεια που είχε παρατήσει. Αλλά δεν μπορεί να ηρεμήσει, αυτός ένας αυθεντικός τυχοδιώκτης και πλάνητας, ταξιδεύει και πάλι σε διάφορες χώρες της Κάτω Αμερικής – στην Αργεντινή, την Χιλή, το Περού, την Βολιβία, την Βραζιλία – όπου μένει αρκετό καιρό για δουλειές κάνοντας τον χρυσοθήρα και τον λαθρέμπορο αλκοόλ, για να φθάσει μέχρι την Κολομβία όπου ανάμεσα στις διάφορες παρανομίες μαζεύει χρήματα και όπλα για το ντόπιο αντάρτικο.
Η αλήθεια είναι πως ο Τσαβαρία πιέστηκε αρκετά από τους εκδότες να γράψει την αυτοβιογραφία του καθώς χρειάστηκε να γράψει στο χαρτί τις εμμονές του, τα οράματά του βεβαίως αλλά και όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του που δεν το κάνουν να χαίρεται. Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο, σχηματίζει μια ολοκληρωμένη εικόνα του συγγραφέα ως ανθρώπινου πλάσματος μακριά πολλές φορές από το στάτους που του προσδίνουν οι απολαυστικές και συνάμα χιουμοριστικές αφηγήσεις του. Οι ψευδαισθήσεις και οι παράτολμες αποφάσεις του, οι υπέρμετρη αισιοδοξία του και η αυτοθυσία του, η παραξενιές του και ο ερωτισμός του. Ο τρόπος που τζογάρει με την ζωή του αδιαφορώντας για τις όποιες συνέπειες, το μόνιμο άγχος για τα παιδιά του που σπανίως τα έβλεπε.
Το ύφος του Ουρουγουανού συγγραφέα εδράζεται στη σχολή του μαγικού ρεαλισμού, ακολουθεί, όμως, περισσότερο αισιόδοξες σκέψεις και μια πιο φρέσκια ματιά. Στο βάθος επηρεάζεται από τις πένες του Αλέξανδρου Δουμά, του Ιούλιου Βερν και του Ρόμπερτ Λούϊς Στίβενσον. Μέντορας του υπήρξε ο Κουβανός συγγραφέας Αλέχο Καρπεντιέρ. Μέσα από τους νουάρ ήρωες του ο El Chava μιλά για τις πλήγες της Λατινικής Αμερικής, την αποικιοκρατία, τις πολιτικές των ΗΠΑ, την CIA, τις αιμοσταγείς δικατορίες, την κρατική διαφθορά, την επανάσταση και τα διάφορα κινήματα που άνθισαν στην ήπειρό του. Γύρω στα 1968, ο λογοτέχνης μας διαπράττει μια σουρεαλιστική αεροπειρατεία με προορισμό την Αβάνα. Επιτυγχάνει και εγκαθίσταται εκεί. Αρχίζει να γράφει σε προχωρημένη ηλικία και δηλώνει μέχρι σήμερα αθεράπευτος θαυμαστής του Φιντέλ Κάστρο.
[hr]
Julian Barnes – Ο Αχός της εποχής (Εκδ. Μεταίχμιο)
[hr]
Όχι ακριβώς μυθιστόρημα, το τελευταίο λογοτεχνικό εγχείρημα του Βρετανού Julian Barnes, μάλλον, βιογραφία μυθιστορηματικού ύφους του μεγάλου συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς, «O Αχός της πόλης» – σε δυναμική μετάφραση του Θωμά Σκάσση – έχει ως βασικό θέμα την σχέση του μουσικού με το σταλινικό – σοβιετικό καθεστώς.
O Barnes έκανε δουλειά ιστοριοδίφη, διάβασε πολύ υλικό και στην συνέχεια το έπλεξε δημιουργικά στην βάση τριών επεισοδίων της ζωής του καλλιτέχνη. Το πρώτο, «Στο Πλατύσκαλο» υπό το κράτος της σφοδρής κριτικής στην Πράβντα με τίτλο, «Βαβούρα αντί μουσικής» όσον αφορά την όπερα του Σοστακόβιτς, «Λαίδη Μάκμπεθ του Μτσενσκ», ο τελευταίος περιμένει κάθε βράδυ δίπλα από το ανελκυστήρα του διαμερίσματός του να τον οδηγήσουν Αρχηγείο της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας. Του έχουν, βέβαια, ζητήσει να μαρτυρήσει συναδέλφους και φίλους που θεωρούνται αντισοβετικοί…
Το δεύτερο, «Στο Αεροπλάνο», αναφέρεται στην ασφυκτική πίεση που υπέστη σχετικά με ένα ταξίδι του στις ΗΠΑ και το τρίτο «Στο Αυτοκίνητο» περιέχει την επίμονη προσπάθεια του κόμματος, μετά τον Στάλιν, να το προσεταιρισθεί. Και τα τρία κεφάλαια άρχονται με την ίδια φράση: ”ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑ ΗΞΕΡΕ ΜΟΝΟ: Τούτη ήταν η χειρότερη εποχή”. Ο Barnes διαρθρώνει ένα μυθιστόρημα φιλοσοφικού, ουσιαστικά, στοχασμού αντιμετωπίζοντας διαλεκτικά τον ήρωα του. Μιλάει για την ικανότητα του Σοστακόβιτς να επιβιώνει σε ένα καθεστώς που ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να τον εξοντώσει, ανά πάσα στιγμή να τον εξαφανίσει, κυριολεκτικά, από τον κόσμο. Γράφει για τις αγωνίες, την συνεχή ένταση και τις φοβίες του ανθρώπου αλλά και την ικανότητά του να επιβιώνει με τις μικρότερες δυνατόν απώλειες αξιοπρέπειας: “Γιατί λοιπόν είχε θυμώσει μαζί του ο Καίσαρας; Κανένας δεν μπορούσε να πει πως δεν ήταν παραγωγικός… Ήταν ικανός να γράφει να παράγει μελωδική μουσική που θα ικανοποιούσε τον ίδιο για κανένα μήνα και το κοινό για μια δεκαετία. Ωστόσο, αυτό ακριβώς ήταν το ζήτημα. Ο Καίσαρας δεν απαιτούσε απλώς τον φόρο τιμής, αλλά όριζε και το νόμισμα στο οποίο έπρεπε αυτός να καταβληθεί. Γιατί, σύντροφε Σοστακόβιτς η καινούρια σου συμφωνία δεν είναι σαν το υπέροχο “Τραγούδι γι’ αυτό που έρχεται”; Γιατί ο αποκαμωμένος μεταλλουργός δεν σιγοσφυρίζει το κεντρικό θέμα της καθώς γυρίζει σπίτι του; Ξέρουμε, σύντροφε Σοστακόβιτς, ότι είσαι και με το παραπάνω σε θέση να παράγεις μουσική που αρέσει στις μάζες. Γιατί, λοιπόν επιμένεις στα φορμαλιστικά κρωξίματα και γρυλίσματα, τα οποία η αυτάρεσκη μπουρζουαζία που εξακολουθεί να ελέγχει τις αίθουσες συναυλιών, προσποιείται ότι θαυμάζει;” Όχι μόνο η παρουσία του ως άλλοθι αλλά και η δημιουργία του καναλιζαρισμένη στην εξυπηρέτηση του απρόσωπου καθεστώτος του μεγάλου πατερούλη. Προς το τέλος, ο Barnes προσπαθεί να καταγράψει την αμφισημία των συναισθημάτων του μουσικού δημιουργού: “Ωστόσο το να είσαι δειλός δεν ήταν εύκολο. Το να είσαι ήρωας ήταν πολύ ευκολότερο. Αρκούσε να φανείς γενναίος μια στιγμή – όταν τραβούσες το πιστόλι, όταν έριχνες τη χειροβομβίδα, όταν πατούσες τον πυροκροτητή, όταν ξέκανες τον τύραννο και μαζί τον εαυτό σου. Το να είσαι δειλός σήμαινε ότι ξεκινάς μια πορεία που βαστάει σε όλη σου τη ζωή. Δεν μπορείς καν να χαλαρώσεις. Πρέπει να προβλέπεις την επόμενη περίσταση που θα χρειαστεί να βρίσκεις δικαιολογίες, να αμφιταλαντεύεσαι, να ζαρώνεις, να συνηθίζεις τη γεύση που έχουν οι καουτσουκένιες μπότες και την κατάσταση του ξεπεσμένου χαρακτήρα σου. Το να είσαι δειλός απαιτούσε πείσμα, επιμονή και άρνηση αλλαγής, πράγματα που καθιστούσαν κατά κάποιο τρόπο την δειλία μια μορφή θάρρους.”.