Θεόδωρος Αγγελόπουλος: Ένας «αντί» κινηματογράφος

Το έργο του ως μη θριαμβολογία αλλά ως αναγκαιότητα (μέρος α')

| 14/03/2018
Το παρόν κείμενο αποτελεί ομιλία του συντάκτη στην έναρξη του φεστιβάλ 4ου Πανοράματος Ελληνικού Κινηματογράφου «Θεόδωρος Αγγελόπουλος» στις 4 Μάρτη 2018. Δημοσιεύεται σε δύο συνέχειες.

Θεόδωρος Αγγελόπουλος. Μονογραφίες, άρθρα, διπλωματικές σε σχολές –σε σχολές πέραν του κινηματογράφου-, νέοι άνθρωποι που βρίσκουν μαγεία και στοχαστική δύναμη μέσα στο έργο του –γιατί λείπει προφανώς μια τέτοια δυναμική στην καθημερινότητα τους- ακόμη και εχθροί του, αντίπαλοι του στην ιδεολογική, ηθική και αισθητική αρένα τον εξήραν. Ένας σκηνοθέτης που κατάφερε μέσα στα χρόνια να ασχοληθούν οι πάντες μαζί του. Με αυτούς τους τελευταίους –τους κόλακες- δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε περαιτέρω. Άλλωστε ούτε ο ίδιος θα το περηφανευόταν και ούτε το ίδιο το έργο του δεν τους αγγίζει διότι δεν τους αφορά. Λογικό μοιάζει καθώς η ελληνική ιστορία στο σινεμά του Αγγελόπουλου επιστρέφει αντισυμβατικά –με την έννοια του «αντί» στην επίσημη γραμμή της ιστορίας- και ίσως εκδικήτρα. Αμπάριζα παίρνει τέλος και τα όποια βραβεία, τις βραβεύσεις, τις τιμές και τους λόγους που δυστυχώς μοιάζουν πάντα «μνημοσυνιακοί», πράγμα που δυστυχώς δεν μπορώ και δεν θέλω να κάνω και αν πέσω σε αυτό το παράπτωμα, παρακαλώ συγχωρήστε με. Άλλωστε δεν είναι κάτι σπουδαίο, δεν είναι καν ωραίο να αποτελεί προϋπόθεση η φυσική και καλλιτεχνική απουσία ενός καλλιτέχνη για να βρίσκουμε τον χρόνο να τονίζουμε από καθέδρας το έργο του. Ενδιαφέρον στην τελική είναι να μπορεί να συνεχίζει να επικοινωνεί με το έργο του. Τώρα δυστυχώς αυτό που έμεινε είναι μια φέτα ζωής, μια φέτα κληρονομιάς που πάνω της μπορούμε να πέσουμε σαν όρνια να το κατασπαράξουμε τρώγοντας από τις σάρκες του ή σαν σπουργίτια πίνοντας λιγάκι νερό. Με αυτό τον δεύτερο τρόπο –γιατί τον πρώτο τον κανιβαλιστικό για να απομυζήσουν κάποιοι λιγάκι αξία, τον περιμένουμε άλλωστε στις εποχές μας- κάποια στιγμή θα στερέψει. Και στις δυο περιπτώσεις πάντως ή θα μιλάμε αυθαίρετα ή θα αναμασάμε με μπανάλ και σοβαροφανείς εκφράσεις τα τετριμμένα. Λόγια του αέρα δηλαδή.

Σε αυτή την λογική κάθε τι πρόσθετο για το έργο του ενέχει ευθύνη και αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος να ξεκαθαρίσω πως δεν αξιώνω κάποια σπουδαιοφάνεια μήτε ακαδημαϊκότητα. Ό,τι λέω αποτελεί αποκλειστικά δική μου άποψη, υποκειμενική –όσο είναι δυνατόν αυτό μιας και οτιδήποτε λέγεται έχει κάπου μια πρωτύτερη αναφορά σε άλλους και σε άλλα πράγματα-. Για να αποφύγω την όποια αυθαιρεσία θα στηριχθώ στον Βασίλη Ραφαηλίδη, πράγμα μάλλον αναμενόμενο. Η απόσταση και η ανοικειότητα από το έργο κάποιου δημιουργού ίσως δίνει πιο ψύχραιμα και «αντικειμενικά» συμπεράσματα –συμπεράσματα για papers, σχολές και ακαδημίες- αλλά η τέχνη δεν έχει πάντοτε ανάγκη μια τέτοια υστεροφημία. Πολύ συχνά είναι καλύτερο και πολύ πιο ουσιαστικό όταν δυο φίλοι «συνομιλούν» –: Καθώς η σκληρή και περιπαιχτική γλώσσα του Ραφαηλίδη συνδέεται αναδεικνύοντας τη ποιητική του Αγγελόπουλου, τότε το παραγόμενο μείγμα μυρίζει μπαρούτι. Κι αυτό δεν είναι αναμενόμενο μα αναγκαίο και ίσως ενοχλητικό.

Σκόνη του χρόνου


Ο κάθε σκηνοθέτης μια ταινία κάνει σε όλη του την ζωή


Η τελευταία ταινία του Αγγελόπουλου «Η σκόνη του χρόνου», θα ξεκινήσει με μια μικρή αφήγηση και κάπως έτσι: «Τίποτα δεν τελείωσε, τίποτα δεν τελειώνει. Ξαναγυρίζω σε μια ΙΣΤΟΡΙΑ που άφησα να ΞΕΓΛΙΣΤΡΑΕΙ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, να χάνει σε ΔΙΑΥΓΕΙΑ από την σκόνη του χρόνου αλλά απρόσμενα κάποια στιγμή να επιστρέφει σαν ΟΝΕΙΡΟ». Ήδη εμπεριέχεται σε αυτές τις λέξεις η συλλογιστική που βρίσκουμε σε όλο του το έργο. «Ο κάθε σκηνοθέτης μια ταινία κάνει σε όλη του την ζωή» έχει ειπωθεί πολύ πετυχημένα. Ο Αγγελόπουλος έχει συμφωνήσει σε αυτό. Κι αυτή η μια ταινία που βλέπουμε να ξετυλίγεται σε κάθε του ταινία είναι που υπερβαίνει την τεχνοκρατική αντίληψη της τέχνης και που καταστεί οποιονδήποτε μάστορα της σε δημιουργό, σε στοχαστή, σε καλλιτέχνη. Ο καλλιτέχνης άλλωστε που σέβεται τον εαυτό του, την τέχνη του και το κοινό, έχει εμμονές –και πολύ καλά κάνει που τις έχει-. Με θάρρος τις εκφράζει. Ακριβώς όπως ο Αγγελόπουλος. Σε όλη του τη πορεία νομίζω πως ασχολείται περισσότερο ή λιγότερο, σε πρώτο επίπεδο ή σε δεύτερο –άλλωστε τα επίπεδα μιας ταινίας έχουν και ένα βαθμό υποκειμενισμού στην πρόσληψη τους αναλόγως του θεατή- με αυτές τις λέξεις κι αυτές κυρίως τις έννοιες: Ιστορία, Παρελθόν, Διαύγεια, Όνειρο. Γι’ αυτό θα μπορούσαμε να πούμε πως οι Μέρες του 36 συνδέονται με μια μόνιμη λεπτή κλωστή με τα τοπία πνιγμένα στην ομίχλη και τελικά με το όνειρο εμπρός και την ιστορία ξωπίσω της να τρέχουν ενώ σφίγγοντας τα χέρια συνεχίζουν να τρέχουν προς την κάμερα και τον θεατή: Θα το δείτε σύντομα και εφόσον το δείτε πλέον γίνεται αληθινό, πραγματικό, υπαρκτό, δεν παραμένει ένα ιδεολόγημα μιας ταινίας αλλά μια κατασκευή καινούρια –μια «αναπαράσταση» και ορίστε ο τίτλος της πρώτης του ταινίας- στο νου μας και ως εκ τούτου αξιώνει να γίνει κίνητρο αναζωογόνησης της θέληση μας. Να τρέχουμε προς τα εμπρός, λοιπόν.

«Βλέπω τα πράγματα πάντα σε σύνδεση με ένα παρελθόν και πάντα με μια ιστορική προοπτική» δήλωνε ο ίδιος. Στο «Τοπίο στην Ομίχλη» ο πρωταγωνιστής Ορέστης λέει παρομοίως: «Δεν βλέπετε πίσω από την ομίχλη, πίσω μακριά, δεν βλέπετε ένα δέντρο;». Λοιπόν, να το ξεκαθαρίσουμε: Ο Αγγελόπουλος δεν είναι διόλου προσκολλημένος στο παρελθόν. Δεν είναι παλιομοδίτης. Το χθες για αυτόν είναι μια αναφορά, ένα σχήμα για να διασπάσει την ομίχλη του, να μορφοποιήσει το άμορφο, το θολό και διφορούμενο που κατοικεί στην μνήμη μας, να στεριώσει μια διαύγεια από όλα τα στοιχεία του και να καταστήσει και πάλι ανοιχτές τις πόρτες για το τώρα και το αύριο. Δημιουργεί το έδαφος για να υπάρξει υπαρκτός, ορατός και αυθεντικός ένας εκ νέου «τόπος» για να εγγραφεί μια νέα ελληνική ιστορία ισότιμη και εφάμιλλη σε αξία, δυναμική και ποιότητα με την χθεσινή, λυτρωμένη ταυτόχρονα από το φορτίο της ατομικής και συλλογικής μνήμης. Η μνήμη παραμένει αλλά όχι ως φορτίο μα ως αναφορά.

Ταξίδι στα Κύθηρα


«Σκόρπιοι άνθρωποι μέσα στο ψιλοβρόχι»: ο κινηματογράφος στο δια ταύτα


Αλλά όταν λέμε Αγγελόπουλος και Αγγελόπουλος, τι εννοούμε; Για τον ίδιο δικαιούνται να μιλήσουν οι οικείοι του, οι φίλοι του, οι συνεργάτες του και μέρος μιας ανεκδοτολογίας κανείς που σέβεται τον εαυτό του δεν θέλει να είναι. Ξεπερνάμε λοιπόν οποιαδήποτε κενή θριαμβολογία –θριαμβολογίες που ευρέως υπάρχουν στην τέχνη και παρασιτούν κάνοντας μονάχα κακό στο καλλιτεχνικό έργο- και δηλώνουμε πως θα μιλήσουμε για ταινίες: Κάθε ταινία λοιπόν είναι οι χαρακτήρες της και η θέση τους στον χώρο και τον χρόνο της ιστορίας που βλέπουμε στην οθόνη.

Οι χαρακτήρες του Αγγελόπουλου είναι άνθρωποι που στέκονται σαν αγάλματα μετέωρα μέσα στο χώρο και μέσα στον χρόνο. Κοιτάζουν καχύποπτα εμπρός τους το κάθε βήμα. Δεν βρίσκονται παντελώς εντός του κόσμου μα και μήτε πλήρως αποξενωμένοι. Οι χαρακτήρες του Αγγελόπουλου είναι «σκόρπιοι άνθρωποι μέσα στο ψιλοβρόχι» όπως έχει ειπωθεί. Είναι πάντοτε αβέβαιοι ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, στην μνήμη και στην απόρριψη της ή την αποδοχή της (δηλαδή στην διαχείριση της), μετέωροι στον εσωτερικό κόσμο τους και την έκφραση τους προς τα έξω, στον εσωτερικό κόσμο τους όσο και στον εξωτερικό παράγοντα (τον χώρο και τους υπόλοιπους ανθρώπους του) που επιδρά πάνω τους και τους επηρεάζει. Στο εδώ και στο εκεί. Στην παρουσία και στο επέκεινα. Σε ένα τρένο που τους ταξιδεύει. Μετέωροι ανάμεσα στην σιωπή και την κραυγή, ανάμεσα στην ματαιότητα και στο βλέμμα ενός μικρού παιδιού. Μετέωροι στον τόπο τους μα ταυτόχρονα τιμητές του, εραστές του προσπαθώντας να παραμένουν ριζωμένοι πάντοτε με το έδαφος του. (Μια σισύφεια προσπάθεια ίσως. Αλλά και ποια προσπάθεια δεν είναι; Αυτή είναι άλλωστε και η γοητεία του να αγωνίζεσαι.) Γνωρίζουν την ιστορική τους θέση. Τρίβονται με την κοινωνική κατάσταση. Μοιάζουν πάντα έτοιμοι –ευθυτενείς αλλά όχι στυλιζαρισμένα αγέρωχοι, δηλαδή μη άνθρωποι- μεταπλασμένοι στο βλέμμα μας, σε υποκείμενα θαυμασμού και ταύτισης για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Υπερβαίνουν την μιζέρια πλήρως δίχως όμως να αρνούνται ταυτόχρονα την ευαισθησία. Λεπτή η ισορροπία. Εκεί σηκώνεται και χορεύει ο Κατράκης εκεί καίει άμα λάχει και το καλύβι του.

Οι χαρακτήρες του είναι πάντοτε σιωπηλοί (όπως ακριβώς η μνήμη που είναι σιωπηρή μέχρι να εκφραστεί ως στοχασμός ή ως έκρηξη). Δεν φλυαρούν. Η σιωπή λοιπόν των χαρακτήρων έχει μια λειτουργία: Να προσθέσει Ο ΘΕΑΤΗΣ τα λόγια που δεν λέγονται, να νοηματοδοτήσει ΑΥΤΟΣ τις πράξεις των χαρακτήρων, να προσθέσει ΑΥΤΟΣ γλώσσα στις εκφράσεις και τις σιωπές τους. Έτσι η κάθε του ταινία είναι η βάση, η ημερήσια διάταξη ας πούμε, για επικοινωνία, για συλλογισμό, για στοχασμό, για κουβέντα με τον θεατή. Σεβασμός προς το κοινό, δηλαδή. Αυτή η διαλεκτική σχέση ταινίας – κοινού (αυτή η αλληλοτροφοδότηση) φτάνει πάντοτε κάποια στιγμή στο πλήρωμα: να υπάρξει μια ΤΡΙΤΗ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ αντίληψη για το ζητούμενο που η ταινία μελετάει. Εκεί πράγματι, στην πλήρωση, εισέρχονται την κατάλληλη στιγμή τα μαγευτικά εκείνα πλάνα που ανοίγουν και συμπεριλαμβάνουν και εμάς μέσα τους με την θλιμμένη μουσική της Καραίνδρου, που έχει τόσο σχετιστεί μαζί του.

Οι χαρακτήρες του Αγγελόπουλου δεν είναι κάποιες προσωπικότητες –προφανώς αδιαφορεί για αυτές που λέμε «ιστορικές» -, αλλά δεν είναι καν κάποιοι με όνομα «τάδε» που τους φορτώνεται μια πλοκή και ένα σεναριακό δράμα στην πλάτη και μπαινοβγαίνουν στα πλάνα μέχρι να έρθει το THE END. Ο Αγγελόπουλος συγκροτεί χαρακτήρες. Χαρακτήρες που θα αποτελούν φορείς ιδεών. «Ο Ορέστης αντιπροσωπεύει περισσότερο μια ιδέα παρά ένα πρόσωπο, την ιδέα της επανάστασης» θα δηλώσει ο ίδιος για τον χαρακτήρα του «Θιάσου». Άρα εξαρχής ο Αγγελόπουλος βλέπει στο σινεμά ένα πολύτιμο και ιδεατό εργαλείο για να προωθήσει ιδέες και εκτός αυτού ιδέες επαναστατικές. Ίσως στενοχωρεί ή τρομάζει αυτή η λέξη μερικούς. Ο Μπουνιουέλ δήλωνε για κάποιους που θαύμαζαν τον Ανδαλουσιανό του σκύλο: «Τι μπορώ να κάνω για αυτούς τους ανθρώπους που λατρεύουν οτιδήποτε μοντέρνο, ακόμα και όταν είναι ενάντια στις βαθύτερες πεποιθήσεις τους;». Ας είναι έτσι: Ο καθείς και το δικαίωμα του να παρεκτρέπεται κατά συνθήκη ή κατά περίσταση. Δεν μπορώ να ξέρω αν και πόσο λάτρεψαν τους «Κυνηγούς», αυτοί που ανήκουν στην άλλη πλευρά της ιστορίας και έχουν μνήμη επιλεκτική. Μια άλλου τύπου μνήμη –μιας και μιλάμε με αυτό το κείμενο και για την μνήμη- που μαζί της δεν ασχολήθηκε ποτέ του ο Αγγελόπουλος γιατί προφανώς έχει την πρωτοκαθεδρία σε αυτό η εκπαίδευση, η γεωπολιτική, το επίσημο κράτος και η θρησκεία. Η τέχνη είναι πέρα και πάνω από αυτά. Ή τουλάχιστον οφείλει.

Τοπίο στην ομίχλη


Η ιστορικότητα, η διάρκεια και η συλλογική μνήμη


Οι χαρακτήρες του Αγγελόπουλου έχουν μια ουσιαστική και πιο συγκεκριμένη λειτουργία, λοιπόν, ως φορείς ιδεών: είναι φορείς ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ μνήμης. (Η μνήμη άλλωστε είναι αναπαράσταση της Ιστορίας. Ο κινηματογράφος αναπαράσταση και των δύο). Φορείς ύπαρξης της ΚΑΙ συντήρησης της. Το ανθρώπινο μυαλό δεν λειτουργεί παρανοϊκά ουδέποτε. Οτιδήποτε σκεφτόμαστε άλλωστε, κάποτε πρέπει να υπήρξε και όσο το σκεφτόμαστε (και ειδικά όσο το επικοινωνούμε, όσο το αφηγούμαστε) συνεχίζει να υπάρχει και εκτός του νου μας. Ο συλλογικός νους της κοινωνίας μας, επιπλέον, που έζησε τον 20ο αιώνα μέσα από την πιο ηρωική και τραγική της μορφή, είναι μόνιμα παρόν κάπου έξω και έτοιμος προς αφήγηση, προς κινηματογράφιση. Περιμένει. Ο Αγγελόπουλος ήταν ο πλέον τυχερός και ο πλέον άξιος να διαλέξει το ΠΟΙΟ, να επιλέξει το ΤΙ και να μεταφέρει τον ΠΙΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΝΘΟ της συλλογικής μας μνήμης οπτικά εδώ μπροστά μας. Δηλαδή το κυρίαρχο, το καθοριστικό. Νιώθουμε έκπληκτοι λοιπόν και κυρίως ευγνώμονες γιατί μας την υπενθυμίζει και μας την επανασυνδέει στον καθένα από εμάς. Χαρακτήρες φορείς της ΔΙΚΗΣ ΜΑΣ μνήμης λοιπόν. Έτσι συνδεδεμένοι μαζί τους (με τους χαρακτήρες) και μαζί της (με την συλλογική μνήμη), συνθέτουμε σε μια ενιαία ολότητα την ιστορία του αιώνα μας, την μνήμη μας για αυτή με αναφορά πάντοτε στην πραγματικότητα του σήμερα, αυτή που αναγνωρίζουμε και ζούμε καθημερινά. Η ταινίες τους μας επαναφέρουν στην διαλεκτική. Μας δομούν ξανά την θρυμματισμένη ενότητα σκέψης μας.

Ο Αγγελόπουλος αναζητά την ιστορικότητα της κάθε στιγμής, του κάθε γεγονότος του παρελθόντος. Η μέθοδος τοποθέτησης της ιστορία στις ταινίες του είναι μέθοδος συντήρησης όχι των απόνερων αλλά ΜΟΝΑΧΑ ΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ τους. Ο χρόνος μεταλλάσσεται, συμπυκνώνεται, αλματώνεται κρατώντας μονάχα (και ακλόνητα) την διάρκεια, μονάχα την ποιότητα. «Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου, άνθρωπε, δώσε της διάρκεια, μπορείς!». έγραφε ο Ελύτης. Έτσι ακριβώς χειρίζεται την ιστορία ο Αγγελόπουλος, χειρισμός που έχει βαθιά υπαρξιακά χαρακτηριστικά. Η ιστορία δομείται και κινείται στα χέρια των ανθρώπων και ο κάθε άνθρωπος χωριστά σε αυτή την διαδικασία έχει τεράστιες ευθύνες για την συγκράτηση της διάρκειας της και της λάμψης της. Αυτό είναι το «επιβλητικό» στο σινεμά του. Επαναφέρει την δύναμη στους ανθρώπους. Τους δίνει ξανά την «φωτιά».

Συνεχίζεται…

Θίασος


Μέρος δεύτερο

Θεόδωρος Αγγελόπουλος: Η μνήμη και το όνειρο του αύριο


Βιβλιογραφία

Στάθης Βαλούκος: Ο νέος ελληνικός κινηματογράφος (1965-1981), Ιστορία και Πολιτική, εκδ. Αιγόκερως 2011
Βασίλης Ραφαηλίδης: Ταξίδι στον μύθο δια της ιστορίας και στην Ιστορία δια του μύθου, εκδ. Αιγόκερως 2003

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.