Θεόδωρος Αγγελόπουλος: Η μνήμη και το όνειρο του αύριο

Το έργο του ως μη θριαμβολογία αλλά ως αναγκαιότητα (μέρος β')

| 16/03/2018
Το παρόν κείμενο αποτελεί το δεύτερο μέρος της ομιλία του συντάκτη στην έναρξη του 4ου Πανοράματος Ελληνικού Κινηματογράφου «Θεόδωρος Αγγελόπουλος» στις 4 Μάρτη 2018. Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ

Η μνήμη του χθες, η προσδοκία του αύριο και η δύναμη του σινεμά


Τι είναι μνήμη; Είναι μονάχα ένας όρος που υποδηλώνει ή έγκειται στο παρελθόν; Ή θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως μνήμη, και τα γεγονότα που προσδοκούμε να συμβούν; Αυτών που θέλουμε και θα προσπαθήσουμε να έρθουν; Αυτών που μόλις έλθουν, θα παρέλθουν και θα μετατραπούν εκ νέου σε μνήμη και αναφορά, σε σταθερά και ούτε κάθ’ εξής; Την μνήμη μήπως θα μπορούσαμε να την νοήσουμε, λοιπόν, και σαν μια νοσταλγία του μέλλοντος;

Μνήμη και όνειρο (δηλαδή όραμα, στόχος) είναι δυο αδέλφια που περιγράφουν το ίδιο ακριβώς πράγμα: την εξιδανίκευση των προσδοκιών μας. Είτε περασμένων και ίσως μη πετυχημένων, είτε μελλοντικών και δυνητικά νικηφόρων. Ο Chris Marker, Γάλλος στοχαστής και σημαντικότατος σκηνοθέτης της εποχής της Nouvelle Vague και της αριστερής όχθης του Γαλλικού σινεμά, δήλωνε κάπως σχετικά: «Μόνο το πέρασμα του χρόνου αναδεικνύει κάποιες στιγμές σε μνήμες». Όσο ο χρόνος περνάει λοιπόν, κάθε ενέργεια μας –ειδικότερα αυτές που εγγράφονται λόγω της σημαντικότητας του ως ιστορικές, που ενέχουν συλλογικό φορτίο δηλαδή- ερμηνεύεται με βάση το παρόν μας. Τα γεγονότα μετατρέπονται σε μνήμες σκαλισμένες και αφηγημένες στο νου μας, σκαλισμένες και αφηγημένες σε έργα τέχνης, σε δοκίμια, σκαλισμένες και αφηγημένες εν τέλει και στην ιστορία την ίδια. Τότε είναι που παραμένουν απρόσβλητες στον χρόνο. Σε κάθε επόμενο αυριανό παρόν, είναι εκεί μαζί μας. Άχρονες δηλαδή. Βρίσκονται παντού. Και στο χθες και στο σήμερα και στο αύριο. Μετατρέπονται σε όνειρα για το μέλλον. Άλλωστε οι μνήμες διαστέλλουν τον χρόνο κατά πώς τους βολεύει και αυτό είναι μια φυσική ελευθερία που κανένα κράτος και κανένας νόμος δεν δύναται να σταματήσει. Το ίδιο και ο κινηματογράφος του Αγγελόπουλου όπου ο χρόνος διαστέλλεται πολύ εύστοχα στα πασίγνωστα μονοπλάνα του. Απελευθερωμένο ως εκ τούτου σινεμά. Απρόσβλητες στον χρόνο λοιπόν, πάντοτε υπαρκτές και με υλική υπόσταση, -να εδώ στον κινηματογράφο για παράδειγμα, όλη η ιστορία του λαού μας είναι εδώ απτή και συνεχίζει να δημιουργείται-. «Τα οράματα, λοιπόν, δεν στραγγαλίζονται» όπως έλεγε ο Ραφαηλίδης, όσο ο άνθρωπος συνεχίζει να υπάρχει και δεν έχει ολωσδιόλου πολτοποιηθεί συνειδησιακά –αν δηλαδή οι μνήμες μας δεν βάλλονται κατά συστημική παραγγελία αλλοιώνοντας τες- ή δεν έχει πολτοποιηθεί σωματικά όπου η ανθρωπότητα θα αποτελεί ένα τεράστιο νεκροταφείο να την θρηνούμε –όπως ακριβώς ο Keitel στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» θρηνεί το σώμα της ζωής μπρος στα συντρίμμια-…

Το σινεμά θα τολμούσα να πω πως είναι η αναπαράσταση της μνήμης σε απόλυτο βαθμό –και όχι απλώς μια πειραματική προσομοίωση της-. Στην «Σκόνη του χρόνου» όπως και στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» -όπως και σχεδόν σε όλες του τις ταινίες- το σινεμά εμπεριέχεται στην πλοκή του. Η μνήμη είναι μια μεταφορά του να κοιτάζεις ένα φιλμ. Η ιστορία είναι καταγεγραμμένη πάνω του. Η κάμερα είναι ένας παγκόσμιος και αδιαμεσολάβητος νους, ένα συναίσθημα που συγκρατεί την μνήμη για να αναστείλει την λήθη που της επιφέρει ο χρόνος. Ένα κινηματογραφικό έργο συντηρεί τις ιδέες, τις σκέψεις, τις θέσεις του δημιουργού του στους αιώνες. Τα φιλμ του Αγγελόπουλου για παράδειγμα από την στιγμή που εμφανίστηκαν και προβλήθηκαν έκαναν υπαρκτές τις απόψεις του και τις αγωνίες του και τις δώσανε μια δυναμική: να ανασαίνουν για πολύ καιρό μπροστά. Επιπροσθέτως πέραν ότι τις κάνει υπαρκτές, το σινεμά ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΙ τις μνήμες μας. Μετατρέπει προοδευτικά, σιγά σιγά τις ατομικές μνήμες σε συλλογικές και ανάστροφα. Ας σκεφτούμε λοιπόν ένα σχήμα: Μνήμη, ιστορία, ιδέες του δημιουργού. Το σινεμά είναι το χωνευτήρι αυτών και λειτουργεί ως μια νέα (και ίσως τελική) ενιαία τοποθέτηση πάνω σε αυτά. Η λειτουργική του αξία είναι τεράστια γιατί επιδρά άμεσα στην πολιτισμικότητα μας ως ελληνικού λαού –και όχι ως έθνους, θα το τονίζω αυτό για να μην υπάρχει κανενός τύπου κωμικοτραγική παρεξήγηση-.


Η λαϊκότητα και η ελληνικότητα του Αγγελόπουλου


Οι χαρακτήρες του Αγγελόπουλου δεν τοποθετούνται σε μια συγκεκριμένη κοινωνική βαθμίδα, ανώτερη ή κατώτερη. Έχει ερμηνευτεί ότι στις ταινίες του, οι χαρακτήρες του είναι κυρίως διανοούμενοι. Δεν θα συμφωνήσω με κάτι τόσο απλοϊκό. Μνήμη και δικαίωμα στοχασμού πάνω σε αυτή, πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι προνόμιο των διανοούμενων. Κι αν συμβαίνει πρέπει να το αναθεωρήσουμε. Αυτός ο διαχωρισμός μοιάζει επίπλαστος και κυρίως επιπόλαιος. Η τέχνη είναι καθαρά μια διανοητική και στοχαστική διεργασία, φυσικά. Αυτό μήπως σημαίνει πως αγκαλιάζεται μόνο από τους διανοούμενους; Προφανώς όχι, γιατί πράγματι, κανένας άνθρωπος δεν αρνείται την διανοητική διαδικασία. Απλώς, στο λαό μπαίνουν χίλια μύρια εμπόδια να την προσεγγίσει. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πολλά. Αν θέλουμε, από την άλλη, για λόγους ευκολίας να κρατήσουμε τούτο το τραγικό σχήμα του διαχωρισμού (διανόηση και λαός) ας πούμε το εξής: Ο καλλιτέχνης έχει ρόλο να διασπά τα εμπόδια που έχουν τεθεί στον θεατή, να τον ανυψώνει μονίμως, να παίρνει από το χεράκι τον απαίδευτο βήμα το βήμα, αναφορά την αναφορά, στοχασμό τον στοχασμό και όχι να πέφτει ο καλλιτέχνης στο επίπεδο να συλλαβίζει ξανά από την αρχή. Ο Αγγελόπουλος λοιπόν καταρρίπτει de facto αυτό το διαχωριστικό σχήμα. Οι «διανοητές» στις ταινίες του είναι φορείς ανθρώπινων και πολιτισμικών αναφορών του λαού και όχι του σαλονιού. Οι «διανοητές» είναι ο εν δυνάμει λαός μας. Γι’ αυτό και οι ταινίες του δεν μπερδεύουν ασυλλόγιστα, δεν μιλούν αυθαίρετα, δεν απομονώνονται ελιτίστικα, λειτουργούν σε όλους, περισσότερο ή λιγότερο. Έτσι οι χαρακτήρες του θα μπορούσαμε να πούμε πως ανήκουν σε μία μοναδική κοινωνική βαθμίδα: Του επαναστάτη. Σε αυτούς δηλαδή που τους αφορά αλλά και παράλληλα μπορούν να σηκώσουν στην πλάτη και στις εκφράσεις τους την ιστορία, τη μνήμη και τις προσδοκίες του λαού.

Ο Αγγελόπουλος ήταν και είναι σπόρος του λαού. Και ο ίδιος δεν ήταν αγνώμων προς αυτό. Κύριο μέλημα του –άξια θαυμασμού, η ειλικρίνεια του- είναι η ένδειξη σεβασμού προς αυτόν. Τον γιόρταζε, τον ανεδείκνυε, τον αγαπούσε. Αποτέλεσε και αποτελεί τον βιογράφο όχι μιας ηγετικής προσωπικότητας αλλά θα τολμήσω να πω βιογράφος του λαού –και δίχως να του προσδώσει ηγετικά χαρακτηριστικά (άλλη μια δημοκρατική και επαναστατική πράξη εκ μέρους του)-. Ο Αγγελόπουλος μας ψήλωσε δίχως να εξωραΐσει την πραγματικότητα μας, τις πίκρες μας, τις ανέχειες και τις μικρότητες μας. Μας εξήρε ως έναν ενιαίο λαό που δικαιούται να γιορτάζει την υπεροχή του σε ηθική και μπρος στο μπόι της ιστορίας. «Αποκατέστησε την ιστορία από τον φακό, απελευθέρωσε την καταπιεσμένη μνήμη» όπως πολύ εύστοχα έχει ειπωθεί και προσθέτω πως δεν την επέτρεψε να εγκαταλειφθεί ως θυσία στην άρχουσα αντίληψη της ηττοπάθειας, της γκρίνιας και του συμβιβασμού. Αυτή η πράξη το Αγγελόπουλου, είναι πράξη διάσωσης του ανθρώπινου στοιχείου μέσα στον χρόνο. Τέλος «Ενεργοποίησε την λαϊκή μνήμη» όπως γράφει ο Βαλούκος. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο λέμε: Πως το σινεμά του μέσω της δυναμικής που προσέδωσε στην μνήμη, αποκατέστησε τον λαό –που όπως ίσως συμπεράναμε ως τώρα είναι ο μοναδικός που κατέχει δικαιωματικά ΤΗΝ μνήμη- ως μοναδικό φορέα ελληνικότητας. Κανέναν άλλον. Κανέναν εχθρό του που έχει βάλει στόχο την αναθεώρηση της. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δεν είμαστε όλοι ανεξαιρέτως δικαιούχοι αυτού του τόπου. Ο Αγγελόπουλος είναι συνεπής στο να καταγγέλλει τον αναχρονιστικό λαπά της εθνικής συνείδησης.

Το μετέωρο βήμα του πελαργού


Μια συλλογική ταυτότητα σε ένα συλλογικό τόπο (Η κινηματογραφική απεικόνιση ενός «αντιφολκλόρ» τόπου)


Ο Αγγελόπουλος απέφευγε τα κοντινά πλάνα μη εξατομικεύοντας ρομαντικά το ένα από το όλον και αρέσκοταν στην πανέμορφη αποστασιοποίηση του ανοιχτών και γενικών πλάνων που συμπεριλαμβάνουν σαν συμφωνία τα πάντα μέσα τους. Ο χώρος έτσι ανήκει στους χαρακτήρες του Αγγελόπουλου και κατά συνέπεια ανήκει στον άνθρωπο –εν γένει-. Και αντίστροφα. Αυτή η διαλεκτική αλληλεπίδραση χώρου –ως ιστορικός τόπος κυρίως- και ανθρώπου είναι το απαύγασμα, η ουσία του κινηματογράφου του Αγγελόπουλου. Εκεί έγκειται λοιπόν η αγάπη του για τα μονοπλάνα και τα ανοίγματα του φακού. Στην ανάδειξη του χώρου. Όχι ως αυτοσκοπός, όχι ως μια απλοϊκή γεωγραφία του τόπου αυτού καθ’ αυτού, μα για να συντάξει πάνω του μια γεωγραφία της μνήμης του λαού και της ιστορίας του, όπως λέμε και ξαναλέμε. Ο τόπος γι’ αυτόν είναι απεικονιστικό εργαλείο γεωγράφισης της συλλογικής μνήμης. Κάθε βήμα, κάθε βλέμμα, κάθε έκφραση, κάθε λιθάρι, κάθε κτίσμα, κάθε τρένο, η θάλασσα πάντα παρούσα είναι σχήματα, ιδέες και μνήμες που χαρτογραφούν μια συλλογική ταυτότητα σε ένα συλλογικό τόπο.

Ο Αγγελόπουλος δημιουργεί την εικόνα του ελληνικού χώρου, της ιστορίας του, του λαού και των ανθρώπων του. Προφανές αλλά γιατί έχει κάποια σημασία; Διότι το ελληνικό σινεμά ήταν πάντα άρρωστο με την ασθένεια του «φολκλόρ». Μια επιδερμική και χυδαία τελικά απεικόνιση (και αναπαράσταση) της ελληνικότητας. Το σινεμά του Αγγελόπουλου (σε συνέχεια ίσως του Κούνδουρου που έβαλε τα πρώτα θεμέλια) είναι μια δημιουργία που εφάπτεται με την παράδοση του τόπου, με την πολιτισμικότητα του λαού μας –βαφτισμένο δηλαδή σε μια πολιτισμική αναφορά: της κουλτούρας μας-. Ο χώρος και ο τόπος, οι άνθρωποι και οι συγκρούσεις του, οι στοχασμοί τους και οι επιστροφές στις μνήμες τους, δεν αναπαρίστανται ως κάτι το ξένο, το αλλόκοτο, το άξιο περιέργειας δηλαδή, δεν είναι σινεμά βουκολικό ή αιγαιοπελαγίτικο, -των γιδοβοσκών, της ταβέρνας, και της κιτς «λαϊκότητας»- αλλά αναπαράσταση με άμεσο ανάφορο στο σύγχρονο λαϊκό πολιτισμό. Είναι η ανάδειξη του πιο βαθύτερου λαϊκού πόνου αλλά και της πιο βαθύτερης ελπίδας του 20ου αιώνα, συνεπώς και του κάθε τύπου αναστοχασμού του σε έργο τέχνης. «Σε αυτόν εδώ τον τόπο των πολλαπλών συγχύσεων, το ελληνικό ιστορικό τοπίο δεν μπορεί παρά να είναι ομιχλώδες» γράφει και πάλι ο Ραφαηλίδης. Θεωρούσε πως ο τίτλος «Τοπίο στην Ομίχλη» είναι το συνεκτικό στοιχείο, η μόνιμη θεματική των ταινιών του. Τοπίο λοιπόν, η Ελλάδα. Ιδιότητα του χώρου η «ομίχλη», όπου κυριαρχεί η δυσκολία να διακρίνεις την αλήθεια, όπου κυριαρχεί η μνήμη σε σύγχυση, η διαστρεβλωμένη ιστορία, η ιστορία ως σύνολο αντικρουόμενων γεγονότων με συνέπειες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο (και όσον αφορά την ύπαρξη όσο και την συνείδηση). Ο Αγγελόπουλος δεν δείχνει τον ήλιο –εναντιωμένος στο ιστορικό συμβιβασμό της φολκλόρ αυταπάτης και της εθνικής αστειότητας- αλλά κανείς δεν μπορεί να πει πως είναι ψυχρός και κλινικός. Οι χαρακτήρες του -ακριβώς χάριν της αξιοπρέπειας τους- εξωτερικεύουν πράγματι ζεστασιά σε λεπτή απόχρωση: Η κάμερα του Αγγελόπουλου ρίχνει φως, καταγράφει το φως πάνω στην ομίχλη που σιγά σιγά διασπάται.

Ο χώρος επιπροσθέτως κατακτά τα επίπεδα της εθνικότητας και της λαϊκότητας και προφανώς δεν το συγχέουμε με τίποτα το εθνικιστικό και τα λοιπά. Κάτι τέτοιο θα ήτανε γελοίο. Στους, σε εθνικιστική σύγχυση, συμπατριώτες μας το όνομα του Αγγελόπουλου μάλλον δεν τους λέει τίποτα. Οι παλιότεροι μάλλον θυμούνται τι έγινε στα πολιτικά ορθώς παρασκήνια των προβολών του «Μετέωρου Βήματος του Πελαργού» και του «Βλέμματος του Οδυσσέα». Οι ακόμα παλιότεροι, στον «Θίασο» και στους «Κυνηγούς». Αναχρονιστές πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν και στόχο είχαν πάντα την αμφισβήτηση της τέχνης ολάκερης –οι αφελείς!!- μα είναι βράβευση πράγματι να δέχεσαι την κωμική εχθρότητα τους. Ο Αγγελόπουλος άλλωστε ήταν Βαλκάνιος και παγκόσμιος και αυτός ήταν ο λόγος που αγαπούσε ταυτόχρονα και την γη ετούτη και τον λαό που την καλλιεργεί και την σπέρνει με Ιστορία, με μνήμη, με χορό και με φωτιά, υλικά δηλαδή –πανομοιότυπα σε κάθε λαό του κόσμου- ενάντια στα ήθη της εθνικόφρονας έπαρσης και της συνείδησης τύπου χυλός.

Στα γυρίσματα του “Βλέμματος του Οδυσσέα”


Ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος και ο «αργός» Αγγελόπουλος


Δυο λόγια για την κληρονομιά του Αγγελόπουλου. Το νέο ελληνικό σινεμά (με ελάχιστες εξαιρέσεις) δεν θέλει και προφανώς δεν μπορεί να μιλήσει την γλώσσα του, ούτε καν να ψελλίσει κάποιες λέξεις του. Απουσία θέσης και θεώρησης του σινεμά ως μέσου –κάτι που ο Αγγελόπουλος κατείχε απόλυτα γιατί ήταν θεωρητικός πέραν από κινηματογραφιστής-, απουσία (ή παρουσία αλλά σε σύγχυση) κινηματογραφικών ιδεών όπως και κοινωνικών, πολιτικών, ηθικών; Δεν εννοώ πως αναζητώ μόνιμα την προσέγγιση της ιστορικότητας όπως αυτή εκφράζεται στις ταινίες του Αγγελόπουλου (και προφανώς δεν αποζητώ την επανάληψη τους) στις σύγχρονες ταινίες όσο για την σημασία που έδινε ο Αγγελόπουλος στο να κατασκευάζει χαρακτήρες, φορείς ιδεών και μνήμης. Πράγματα που αποτελούν διακύβευμα του κάθε σινεμά. Οι χαρακτήρες που ενέχουν συλλογική υπόσταση. Αντί να γίνει μάθημα μετατράπηκε σε αναφορά προς αποφυγή. Πόσο ανίδεο και κωμικό να μιλούν για τον «αργό» ή και «δύσκολο» Αγγελόπουλο, άνθρωποι που η μοναδική τους αναφορά είναι η σύλληψη της ατομικής, της εξατομικευμένης, της πιο εγωκεντρικά αλλόκοτης –εν είδη «αυθεντικότητας»- ιδέας! Και που αρνούνται την δυναμική που μπορεί να τους χαρίσει μια ολόκληρη συλλογική συνείδηση. Όταν εναντιώνεται κάποιος στην συλλογική ιδέα, θέτει τον εαυτό του έξω από αυτή. Ο Ραφαηλίδης έλεγε πολύ εύστοχα: «Όποιος ξέρει μόνο από κινηματογράφο, δεν ξέρει τελικά τίποτα από κινηματογράφο».


Η μελαγχολία στην τέχνη ως ανθρώπινη αρετή


Ο κάθε άνθρωπος λοιπόν δικαιούται στην μελαγχολία στον σύγχρονο κόσμο της αλλοτρίωσης, της εκμετάλλευσης και της αποκτήνωσης. Δεν είμαστε από πέτρα. Αν και βαθιά μέσα μας έχουμε ίσως αυτή την τελευταία αντίσταση, αυτό το προπύργιο, θωρακισμένο. Κι αυτό είναι προφανές στους χαρακτήρες του Αγγελόπουλου. Οι χαρακτήρες του εκ πρώτης όψης μελαγχολικοί με τα βάρος της ιστορίας του 20ου αιώνα πάνω τους δεν αγνοούν και δεν φοβούνται την απόλυτη τριβή μαζί της και τα εμπόδια της. Και το ρίξιμο σε αυτή την άνιση μάχη με την ιστορία, είναι πράξη βαθιά επαναστατική και διόλου ρομαντική. Ο Αγγελόπουλος δεν είναι ρομαντικός. Ευαίσθητος είναι κι ας ξεχωρίσουμε αυτές τις έννοιες επιτέλους, τις τόσο παρεξηγημένες και άσχετες μεταξύ τους. Ρομαντισμός είναι η μάταιη αναζήτηση για άγγιγμα του απόλυτου. Ο Αγγελόπουλος δεν κυνηγάει χίμαιρες και απόλυτα. Είναι στεριωμένος –όπως οι χαρακτήρες του- στην γη ετούτη. Δικαιούται όμως στην μελαγχολία –ίσως και στον πεσιμισμό-; Με ποια κριτήρια ψυχραιμίας κρίνουμε τον καλλιτέχνη; Δικαιούται ας πούμε που υπήρξε ο Munch και η «Κραυγή» του; Ο Λειβαδίτης και οι στίχοι του; Ο Λουντέμης και η «Οδός Αβύσσου» του; Ο Αγγελόπουλος και τα φιλμ του; Πόσο υπεροψία –και αναίδεια ίσως- ηθικής φύσης χρειάζεται για να χρεώνουμε λιποψυχία και να απαιτούμε από τους παραπάνω επιταγές αναισθησίας και ατσάλινης σκληρότητας; Ποιος ο λόγος να τους προσάπτουμε ιδιότητες που δεν συνάδουν με την ύπαρξη τους; Αυτούς που έχουν ως κίνητρο, εξ αρχής, την τριβή με τα πιο τεράστια ερωτήματα του ανθρώπου, την ευαισθησία που τους διακρίνει για την ζωή; Δεν ξέρω. Ας ρωτούσαμε για μια κάποια απάντηση τον Μαγιακόφσκι. Η ζωή δεν είναι μια μαθηματική πράξη, αλλά ένα συνονθύλευμα οπισθοχωρήσεων και βημάτων, ηττών και αλμάτων, χθεσινών, παρόντων και μελλοντικών προσδοκιών που ορίζουν την μια και μοναδική ύπαρξή μας σε αυτό τον κόσμο. Σε αυτή την μόνιμη διαπάλη και την έκβαση της έγκειται η ευαισθησία. Το ταξίδι στα Κύθηρα όσο μάταιο και αν μοιάζει εκ πρώτης όψεως (και δεν χαρίζω τον Αγγελόπουλο στο σύστημα και τους παρατρεχάμενους του που μας βάλλει στο να θεωρούμε κάθε προσπάθεια του λαού ως μάταιη και ουτοπική πράξη) είναι το μόνιμο και μοναδικό ατού του ανθρώπου. Η συνέχεια είναι το διακύβευμα. Αλλιώς χάσαμε. Άλλωστε μια τέτοια συζήτηση για μένα εμπεριέχει γελοιότητα μιας και αρνείται το προφανές: Πως αυτό το προσχηματικό μοτίβο -πως η μελαγχολική προσέγγιση πρέπει να εκλείψει στην τέχνη- δεν συνάδει με τον άνθρωπο. Είναι πλήρως ανεδαφική. Όποιος την συντηρεί δεν έχει καμιά σχέση με την τέχνη –όχι γιατί δεν την καταλαβαίνει- αλλά γιατί υπολείπεται των παραπάνω ανθρώπινων αρετών. Η τέχνη είναι άλλωστε μια τέτοια αρετή. Ο Τσε έλεγε: «Ο πραγματικός επαναστάτης καθοδηγείται από βαθιά αισθήματα αγάπης».


Το πρώτο μέρος

Θεόδωρος Αγγελόπουλος: ‘Ενας «αντί» κινηματογράφος


Βιβλιογραφία

Στάθης Βαλούκος: Ο νέος ελληνικός κινηματογράφος (1965-1981), Ιστορία και Πολιτική, εκδ. Αιγόκερως 2011
Βασίλης Ραφαηλίδης: Ταξίδι στον μύθο δια της ιστορίας και στην Ιστορία δια του μύθου, εκδ. Αιγόκερως 2003

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.