Κάτω από τσαλακωμένες σημαίες
Θωμάς Γκόρπας: Τα ποιήματα (1957-1983)
Ο Θωμάς Γκόρπας αποδεικνύει ότι πάντα θα τρέχουμε πίσω από την ποίηση. Είτε ως εραστές της, είτε ως ρέκτες που πασχίζουμε να βρούμε πού προσγειώνονται τα αστέρια της όταν το σύμπαν τα στέλνει σε μας. Η διαδικασία είναι βασανιστική. Η ανακάλυψη ενός, υπενθυμίζει τα άπειρα που σε “κοιτούν” από ψηλά. Ο εν λόγω μνημονεύεται ελάχιστα από την ακαδημαϊκή, πνευματική κοινότητα της Ελλάδας. Ίσως γιατί οι πνευματικοί μας ταγοί είναι πολύ επαγγελματίες και η ματιά τους δεν φτάνει ως εκεί. Το ίδιο και για το λογοτεχνικό κατεστημένο. Διαχρονικά.
Ο Γκόρπας έψαχνε την ομορφιά. Όχι όμως αυτή που θα ήθελε, αλλά αυτή που πατούσε, μάτωνε, στο χώμα. Τη γυμνή μας σάρκα που αιμορραγούσε από “ηρωικά” σπαθιά, πικραινόταν από “γλυκά” αγωνιστικά λόγια και σκεπαζόταν από τσαλακωμένες σημαίες. Η τύχη και η ανησυχία τον έφερε στον δρόμο μας και η γενναιοδωρία των εκδόσεων “Ποταμός”. Τον ξεσκέπασε και μας φώτισε. Μια από τις σημαντικότερες και πιο συναρπαστικές ποιητικές προσωπικότητες της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.
Ζήτημα χρόνου να ξεσπάσει
Το Μεσολόγγι γενέθλιος τόπος του Γκόρπα, το 1935, και το λογοτεχνικό -ποιητικό βάρος αμέσως στους ώμους του. Πώς να το αποφύγει όταν τον “ακολουθούσαν” οι Μαλακάσης, Παλαμάς, Λαπαθιώτης; Ολοι έχουν δεσμούς με την πρωτεύουσα της Αιτωλοακαρνανίας. Φυσικά ο Γκόρπας, γεννημένος και μεγαλωμένος σε μια περίοδο που η Ελλάδα “πέθαινε” και προσπαθούσε να αναστηθεί ξανά, είχε άλλες προτεραιότητες. Κατοχή, Εμφύλιος, κράτος της Δεξιάς, αντικομμουνισμός, ενεργούσαν και επιδρούσαν αθόρυβα, καταλυτικά στον ποιητή.
Μέχρι να ανακαλύψει το άφθονο ποιητικό υλικό, η επιβίωση, η βίωση και αντιμετώπιση της απλωμένης παντού φτώχειας ήταν μοναδικό καθήκον. Από το βιογραφικό του διαβάζουμε ότι έκανε μια ντουζίνα επαγγέλματα: Εργάτης, λογιστής, παλαιοβιβλιοπώλης, βιβλιοπώλης, επιμελητής εκδόσεων, εκδότης, μεταφραστής, δημοσιογράφος. Διαβάζοντας τον όμως καταλαβαίνεις ότι ήταν ζήτημα χρόνου να ξεσπάσει και να εξάγει λέξεις, συναισθήματα, κοινωνικές, πολιτικές, ερωτικές καταστάσεις, στερεότυπα, καθεστώτα, τσαλακωμένα, οξειδωμένα, ρυτιδιασμένα, φλογισμένα, βαμμένα στην πιο πολύχρωμη παλέτα. Αυτή του ασπρόμαυρου. Στην καθαρότητά τους έδειξε και είπε τα πάντα.
“Διαβάζει” την εποχή και την κοινωνία
Το ποιητικό έργο του Γκόρπα καλύπτει χρονολογικά την περίοδο από τα μέσα του ΄50 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄80. Ο συγκεντρωτικός τόμος στην ουσία χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο, και πιο μεγάλο, είναι το “Στάσεις στο μέλλον”. Απαρτίζεται από τον “Σπασμένο καιρό”, “Παλιές ειδήσεις”, “Ανεξάρτητα”, “Πανόραμα”, “Γιουσουρούμ”.
Ο Γκόρπας δεν περιορίζεται και δεν ακολουθεί προηγούμενους ποιητικούς δρόμους. Σίγουρα έχει επηρεαστεί (π.χ Καρυωτάκης), όμως το υλικό του χωνεύεται και επιστρέφει με τον δικό του τρόπο. Στο ποίημα “Θέση” ο “σπασμένος καιρός” αποτυπώνεται στη διάρθρωση του ποιήματος. Η ρωγμή του χρόνου πεδίο εξερεύνησης. Ακολουθεί η ομορφιά. Την αναζητά, προσπαθεί να τη βρει. Ο λόγος του γίνεται αγωνιστικός, έχει κάτι από Ρίτσο. Η έκταση των ποιημάτων μεγαλώνει χωρίς όμως να εξαφανίζει το πλαίσιο. Η μεταμόρφωση που επιβάλλουν οι συνθήκες και οι ταξικές αναφορές γίνονται πιο έντονες (Ασήμαντο Επεισόδιο).
Ο Γκόρπας “διαβάζει” την εποχή και την κοινωνία και οργίζεται για την αδιαφορία και την ανέξοδη συμπόνια (Περιστατικό στην Οδό Σταδίου). Το θεατρικό στοιχείο, η πρόζα, μπαίνει στο “Ελλειψη πάγου στη συνοικία”. Πολεμά τον κυνισμό του εμποράκου με τον κυνισμό του συνειδητοποιημένου πολίτη. Η συνέχεια περνάει από το φως (Απάντηση – αδιαλλαξία) και διυλίζεται στα λαϊκά τραγούδια λάτρης των οποίων υπήρξε ο Γκόρπας. Φτιάχνει εικόνες καθηλωτικές και βρίσκει διέξοδο στο αδιέξοδο (Νυχτερινή έξοδος). Ο ρυθμός του γίνεται καταιγιστικός (Πληγές) και δεν αφήνει τίποτα όρθιο με την ειρωνεία και τον σαρκασμό του (Ο γιος του πρώην).
Ο συναισθηματικός Γκόρπας εμφανίζεται (Περίπατος). Προχωρά τον χρόνο σέρνοντας αυτόν που χάθηκε. Η ταξική του θέση είναι ξεκάθαρη και γεμάτη σεβασμό (Τα χέρια του εργάτη) ενώ εκφράζει τη θυσία του σώματος για ανθίσουν τα ιδανικά (Οικογενειακό τοπίο). Ο Γκόρπας όμως ξέρει και να σατιρίζει και να ανανεώνεται με τους χυμούς της ηδονής (Αγριότης έρωτος). Η ανησυχία για τους καημούς που έμειναν ανεκπλήρωτοι δεν φεύγει και στο ποίημα “Ποιοι μας αγαπάνε;” γράφει τον εκπληκτικό στίχο: «Εγώ που αγάπησα τα πάντα πριν να τα γνωρίσω θέλω/ν’ αγαπήσω κάτι επιτέλους που το ξέρω!». Η σάτιρα του γίνεται καυστικότερη (Γλαδιόλοι), αποδομεί και εκθέτει τους προγονόπληκτους, πατριδοκάπηλους (Πατριωτικοί στίχοι).
Συνομιλία με τη “μαμά πατρίδα”
Ο Γκόρπας ντύνεται στο χακί και στο “Περνάει ο στρατός…” θα αποκαλύψει με γλαφυρότητα και ευγλωττία τον παραλογισμό του ελληνικού στρατού. Το νοσηρό και τρελό περιβάλλον που φυσικά είναι αναπόσπαστο κομμάτι του αντιδραστικού κράτους της Δεξιάς. Η βλακεία των εθνικοφρόνων σε όλο της το μεγαλείο. Μάλιστα, ενεργώντας δημοσιογραφικά, βάζει σε αυτή την ποιητική περίοδο αποδεικτικά του φακελώματος που επιχειρούσαν οι αρχές. Στην ιστορία “Οπως τα είπε ο μόνιμος επιλοχίας” δημιουργεί την περσόνα του υπαξιωματικού για να δείξει τη διαφθορά και τη διάβρωση της ψυχής και της συνείδησης στο στράτευμα. Στην ενότητα “Εννιά τραγούδια” θα χρησιμοποιήσει έμμετρο στίχο με ομοιοκαταληξία. Θα εκμεταλλευτεί την παράδοση για να “συνομιλήσει” με τη “μαμά πατρίδα”. Θα εκφράσει την πολιτική του θέση, θα δούμε τον “καρυωτακισμό” του, θα βγάλει τη γλώσσα στα όπλα.
Η ομορφιά, τα μπουζούκια, ο νεοέλληνας
Το τελευταίο μέρος είναι “Τα θεάματα”. Ξεκινά ελεγειακά και αισιόδοξα (Δοκιμή για τη λαίκή μουσική) και συνεχίζει δείχνοντας τη δύναμη της ποίησης να μεταμορφώνει, την ανεξήγητη ομορφιά του παράλογου (Θαύμα). Συνεχίζει με αντανάκλαση τον Αναγνωστάκη (Τα ερείπια) και μας βάζει στου θολό, ομιχλώδες τοπίο των μπουζουκιών (Μπουζουκτσίδικο 1966). Θα γίνει πιο λιτός, άμεσος και με λίγα λόγια θα αναδείξει την Ελλάδα μέσα στην αυθεντικότητα της λαϊκότητας της και θα βυθιστεί στον βυθό των ματιών, στην ομορφιά (Βυθός). Δεν θα διστάζει να αυτοσαρκαστεί και να καταγγείλει τη μοναξιά του ποιητή (Η Ελλάδα έχει μεγάλη ποίηση που λένε). Αναδεικνύει το πέρασμα στην άλλη όχθη με τρεις στίχους (Βόλεμα): «Αναμνήσεις../ Και κάποτε τις τρώμε/ και γίνονται αίμα…» και τον νεοέλληνα γράφοντας: «Στη θέση της καρδιάς είχε μια τρύπα/ και για πιστεύω του το είπα – ξείπα».
Η αποκρυπτογράφηση του “γκορπικού σύμπαντος”
Στο ποιητικό σύμπαν του Θωμά Γκόρπα δύο πεζά κείμενα κατέχουν δεσπόζουσα θέση: “Ο μεγάλος δρόμος”, γραμμένο την περίοδο 1957 – 1959 και “Το πατάρι”, το 1972, στο τέλος του τόμου. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με ποιητικά διηγήματα στα οποία ο Γκόρπας καταθέτει τα διαπιστευτήρια του. Είναι η υπογραφή και η αποκρυπτογράφηση του “γκορπικού σύμπαντος”.
Το πρώτο είναι ποίημα – ποταμός και πραγματικά κατάθεση ψυχής. Αριστερά, ΚΚΕ, Αντίσταση, Ερωτας, Ελευθερία, Κορίτσια, Προδοσία. Η τελευταία αφήνει πιο έντονο αποτύπωμα και το απόσπασμα στις σελίδες 129-130 είναι συγκλονιστικό. Σε ένα σημείο γράφει ο Θ.Γ:
«Περάσανε μια νύχτα στο Παράρτημα Ασφαλείας άφησαν ένα πουκάμισο λευκό καταματωμένων απαρνήσεων πήραν το συχωροχάρτι το χαρτί τύλιξαν μ’ αυτό το στραπατσαρισμένο μούτρο τους κι απομακρύνθηκαν με τέσσερα πόδια με τέσσερα πόδια… Αυτοί μας έριξαν τα πιο ευθύβολα μαχαίρια πισώπλατα αυτοί μας χάρισαν αργότερα τα πιο γλυκά σάπια χαμόγελα».
Οσον αφορά το δεύτερο, αναφέρεται στο Πατάρι του Λουμίδη. Τόπος μαγικός, σεμνός, μυσταγωγικός. Η ζύμωση των πνευμάτων, των σκέψεων, των λόγων, των προσωπικοτήτων. Σε μια εποχή που η Αθήνα, η Ελλάδα άρχιζε να αυτοθυσιάζεται, να καταναλώνεται ως ένα ακόμη φθηνό, “λαμπερό” προϊόν. Το ποιητικό μανιφέστο του Γκόρπα.
«Στο Λουμίδη τω καιρώ εκείνω δεν ονειρευόμασταν τίποτε για τον εαυτό μας. Τω καιρώ εκείνω πού να φανταζόμαστε πως η Αθήνα μας θα γέμιζε κωλάδικα σκατοβραβεία συνταξιούχους ποιητάς του Δημοσίου και δηλωμένους ποιητάς κ’ αιτούντας…».
Info: Θωμάς Γκόρπας. Τα ποιήματα (1957-1983), Εκδ. Ποταμός