Ιερώνυμος Μπος (1450-1516)
Η σύγκρουση του πνεύματος με τα ένστικτα στο φόντο της ανάδυσης της αστικής τάξης
Ο Joeren van Aken, αργότερα γνωστός ως Ιερώνυμος Μπος, από το όνομα του τόπου όπου έζησε, το Χερτόχενμπος γεννήθηκε γύρω στο 1450 ή 1453 πιθανότατα στις 2 Οκτωβρίου. Το Χερτόχενμπος ιδρύθηκε το 1185 και στα τέλη του 15ου αιώνα ήταν μια από τις τέσσερις μεγαλύτερες πόλεις της Βραβάντης η οποία ανήκε στην επικράτεια του δούκα της Βουργουνδίας. Πλούσια εμπορική πόλη, με αγροτική και υφαντουργική παραγωγή και επίσης γνωστή για την κατασκευή καμπανών και μουσικών οργάνων. Το Χερτόχενμπος ξεχώριζε για την έντονη πολιτιστική και θρησκευτική του ζωή η οποία οφειλόταν στο μεγάλο αριθμό μοναστηριών και θρησκευτικών ιδρυμάτων στην ευρύτερη περιοχή που ασπάζονταν τις ιδέες της Αδελφότητας της Κοινής Ζωής. Η αδελφότητα αυτή ιδρύθηκε στις Κάτω χώρες στα τέλη του 14ου αιώνα και στόχευε στην επιστροφή σε μια πιο απλή και πιο προσωπική μορφή θρησκευτικότητας. Ήταν ευρύτατα διαδεδομένη συνήθεια το να είναι κάποιος μέλος μιας θρησκευτικής κοινότητας ή ενός τάγματος, κυρίως ανάμεσα στους ευγενείς και τους πλούσιους αστούς. Η αδελφότητα της Παναγίας είχε πολύ σημαντικό ρόλο, ιδρύθηκε το 1318 και συγκέντρωνε λαϊκούς και ιερωμένους αφοσιωμένους στη λατρεία της Παρθένου Μαρίας. Η οικογένεια του van Aken ήταν καταχωρημένη στα μητρώα της αδελφότητας. Το όνομα του Ιερώνυμου αναφέρεται ήδη από το 1486 – 1487 και ιδιαίτερα το 1488, λόγω της κοινωνικής και οικονομικής του θέσης ως «εξέχον» μέλος μιας επίλεκτης ομάδας εκατό αδελφών, οι οποίοι ανήκαν στην ανώτερη μεσαία τάξη.
Ο Μπος φιλοτέχνησε αρκετά έργα για λογαριασμό των μελών από το 1488 και μετά και παρέμεινε στην αδελφότητα μέχρι το θάνατό του το 1516. Η αδελφότητα επηρέασε καθοριστικά τη ζωή του Μπος με τις ιδέες και τον πνευματικούς της στόχους, εκτός από τη λατρεία της Παναγίας η ελεημοσύνη ήταν μέσα στα μελήματά της, εμπνεόμενη από τη διδασκαλία των Αδελφών της Κοινής Ζωής. Η νέα θρησκευτική αντίληψη είχε μία κριτική στάση απέναντι στην επίσημη Εκκλησία, η οποία θεωρείτο το επίκεντρο της διαφθοράς. Το πνεύμα του ουμανισμού και οι κλασικές σπουδές διαδίδονταν από την αδελφότητα της Κοινής Ζωής, με την έκδοση βιβλίων και την ίδρυση σχολών και ιδρυμάτων που ήταν αφιερωμένα στη διδασκαλία της κλασικής γραμματείας. Στο Χερτόχενμπος άνοιξαν δύο τέτοιες σχολές στα έτη 1424 και 1480. Ο Έρασμος φοίτησε σε μια από αυτές τις σχολές και εμπνεύστηκε το έργο του Μωρίας Εγκώμιον από το Πλοίο των τρελών του Σεμπάστιαν Μπραντ ένα σατιρικό ποίημα που εκδόθηκε στη Βασιλεία το 1494 και κυκλοφόρησε στα ολλανδικά το 1500 στο Παρίσι. Το ίδιο έργο στάθηκε πηγή έμπνευσης και για το Πλοίο των τρελών του Μπος.
Πολλοί μελετητές προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το έργο του Μπος μέσα από διαφορετικά πρίσματα. Ουσιαστική είναι η συνεισφορά του Box όσον αφορά στο τοπικό φολκλόρ, δηλαδή τα έθιμα, το θέατρο, τα πανηγύρια και γενικότερα τη λαϊκή λογοτεχνία. Επίσης, ο Tolnay ήταν ο πρώτος που μελέτησε συστηματικά το θέμα των συμβολισμών και των αλληγοριών του κόσμου των ονείρων του Μπος. Ακολούθησαν και άλλες θεωρίες που προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το έργο του Μπος με βάση τις αιρέσεις, τον εσωτερισμό, την αλχημεία και τον αποκρυφισμό. Ο ιστορικός τέχνης Fraenger υποστήριξε το 1947 τη σχέση του ζωγράφου με τη σέκτα των Αδαμιτών η οποία βασιζόταν στην παράνομη αίρεση της Αδελφότητας του Ελεύθερου Πνεύματος. Οι Αδαμίτες υποτίθεται ότι επιδίδονταν σε σεξουαλικά όργια μέσα στα πλαίσια των τελετών τους αναζητώντας την αγνότητα και τον ερμαφροδιτισμό του Αδάμ πριν το προπατορικό αμάρτημα εξού και η ονομασία τους. Είναι γεγονός ότι οι απόψεις του Fraenger είχαν μεγάλη απήχηση στο ευρύ κοινό, όμως τα ιστορικά στοιχεία δεν επαρκούν ώστε να υποστηριχθεί αυτή η άποψη. Παρ’ όλα αυτά ορισμένοι μελετητές συνέχισαν την έρευνα προς αυτή την κατεύθυνση, η Linda Harris υποστήριξε το 1995 ότι ο Μπος συνδεόταν με έναν πυρήνα από την αίρεση των Καθαρών.
Το 1488 ο Ιερώνυμος Μπος έγινε δεκτός στα εξέχοντα μέλη της Αδελφότητας της Παναγίας. Ήρθε τότε σε επαφή με το καλλιεργημένο και οικονομικά εύρωστο περιβάλλον που υπήρχε στην πόλη. Τα μέλη της Αδελφότητας της Κοινής Ζωής ήταν οι πρώτοι που τον βοήθησαν να γίνει δεκτός σε αυτό το περιβάλλον. Θαυμαστές του έργου του ήταν η Μαργαρίτα της Αυστρίας, ο Ερρίκος Γ’ του Νασάου, και ο Φίλιππος Β’. Σε επιστολή στις κόρες του ο Φίλιππος Β’ το 1581 αναφέρει: “Λυπάμαι που εσείς και ο αδελφός σας (ο μετέπειτα Φίλιππος Γ’) δεν καταφέρατε να δείτε τη λιτανεία όπως γίνεται εδώ (στη Λισαβόνα) έχει και ορισμένους δαίμονες, παρόμοιους με εκείνους οι οποίοι υπάρχουν στους πίνακες του Μπος, που πιστεύω ότι θα σας τρόμαζαν”. Ο Φίλιππος Β’ εκτιμούσε τους πίνακες του Μπος, όπως αναφέρει ο J. Wauters οι διαβολικοί εφιάλτες αυτού του οραματιστή ζωγράφου άρεσαν σε κείνον από τον οποίο η Ιερά Εξέταση ζητούσε οδηγίες.
Στο ζωγραφικό κόσμο του Μπος ζωντανεύει η φύση μέσα από αρχέγονες τρομακτικές δυνάμεις με τις οποίες ο άνθρωπος είναι προορισμένος να συγκρουστεί. Είναι η αιώνια σύγκρουση μεταξύ φύσης και πνεύματος. Η ιδέα αυτή απασχολεί τους αστούς και εκφράζεται με την απεικόνιση χωρικών, αγροίκων και γελωτοποιών. Στον κήπο των επίγειων απολαύσεων ο Μπος δανείζεται τα ερωτικά μοτίβα από παλαιότερες εικονογραφήσεις και κάνει χρήση φανταστικών φυτικών σχηματισμών. Ο άνθρωπος και η κοινωνική του κατάσταση είναι επίσης από τα βασικά θέματα στους πίνακες του Μπος, όπου παρουσιάζονται ζητιάνοι ανάπηροι και περιθωριακοί. Από τον 15ο και 16ο αιώνα αλλάζει η μεσαιωνική αντίληψη για τους ζητιάνους και δεν είναι πλέον αποδεκτοί κοινωνικά. Η ελεημοσύνη και η μιζέρια θεωρούνται παραπτώματα και τον 16ο αιώνα αρχίζει η αναμόρφωση του συστήματος πρόνοιας. Στις εικόνες με ζητιάνους υπάρχουν επίσης, ανάπηροι και σακάτες που, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη της εποχής, ήταν σύμβολο της παρουσίας του κακού, των δαιμονίων και των μαγισσών. Σε δύο έργα του Μπος την Πτώση των εξεγερμένων αγγέλων (από την Τελική Κρίση) και το Κάρο με άχυρο απεικονίζονται δαίμονες με τη μορφή ζητιάνων.
Ο Μπος απέρριπτε τα φυσικά ένστικτα, τη νωθρότητα, την αταξία, την απληστία, την οκνηρία. Υπερασπιζόταν τη δουλειά, την αυτοκυριαρχία και τη σεμνότητα. Η απόρριψη των διασκεδάσεων είναι προφανής σε πολλά από τα κοσμικά έργα του. Τα έργα του μιλούσαν για την υλική ζωή, την εργασία και την διασκέδαση, τον πλούτο, τη φτώχια καθώς και για τα αμαρτήματα που σχετίζονται με όλα αυτά. Σε πολλά έργα του εκφράζεται ο μισογυνισμός της εποχής, όπως και η στερεότυπη εικόνα για τον άνθρωπο της υπαίθρου σε αντίθεση με τον εξευγενισμένο αστό. Παρά τη ζοφερή και απαισιόδοξη άποψη του για τον κόσμο και την πανταχού παρούσα ύπαρξη του κακού, ο Μπος πιστεύει ότι η σωτηρία είναι εφικτή. Το θρησκευτικό του συναίσθημα όμως εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι στους συγχρόνους του. Στην φλαμανδική και ολλανδική τέχνη ήταν αρκετά σπάνια τα θέματα από την Παλαιά Διαθήκη. Ο Μπος όμως, τα χρησιμοποιεί ως θετικά παραδείγματα της επικράτησης του καλού.
Η άποψη του Μπος για τον κόσμο βρισκόταν σε απόλυτη αρμονία με την άποψη της αστικής τάξης των αρχών του 16ου αιώνα παρά το γεγονός ότι η ζωγραφική του ήταν ανεξάρτητη από τους εικαστικούς κανόνες της εποχής. Οι αξίες και οι αρχές του ουμανισμού είχαν επηρεάσει το ζωγράφο, ο οποίος βρέθηκε στη μεταβατική περίοδο από τον μεσαιωνικό κόσμο στον αναγεννησιακό. Το ζωγραφικό σκοτεινό του σύμπαν αποτέλεσε το επίκεντρο προβληματισμών και πολλαπλών ερμηνειών από πολλούς ερευνητές. Οι ιστορικές πηγές και τα αρχεία δεν μπορούν να διαφωτίσουν ικανοποιητικά πολλά σημεία της ζωής και του έργου του. Όμως, η δυναμική της τέχνης του παραμένει απαράμιλλη και οδηγεί τους θεατές σε παράξενα ταξίδια του μυαλού και της φαντασίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Μπος, Βιβλιοθήκη Τέχνης, Καθημερινή 2006
2) Εγκυκλοπαίδεια της Τέχνης, Φυτράκης.
3) Bosch, Taschen 2004.