Ικάρια Πτήση | Χρονικό της ρωσικής επανάστασης, του Γ. Χλιουνάκη
Η Ιστορία ποτέ δεν «παρεκκλίνει»
Ίδρυση ένοπλων οργανώσεων, ραγδαία εκβιομηχάνιση, πολεμικές συγκρούσεις, πολιτικές δολοφονίες, εκρηκτικά συνέδρια, ματωμένες απεργίες, προδοσίες, σαμποτάζ, αντιδραστικές τροποποιήσεις εκλογικών νόμων, απρόσμενες ανταρσίες, απαγχονισμοί, παράνομες εφημερίδες, διακηρύξεις, εργοστασιακές επιτροπές, διασπάσεις κομμάτων, εξεγέρσεις και χιλιάδες άλλα ποικίλου χαρακτήρα και τρομακτικής πυκνότητας ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στην Οκτωβριανή Επανάσταση και την καθόρισαν παρουσιάζονται στο βιβλίο του Γιάννη Χλιουνάκη με τη μορφή ενός χρονολογίου που έχει ως αφετηρία την κατάργηση της δουλοπαροικίας το 1861 και φτάνει ως το θάνατο του Λένιν το 1924. Παράλληλα με αυτά, έχουμε και την παρουσίαση των επαναστατικών εξελίξεων στη Γερμανία την περίοδο 1917-1923, κάτι μάλλον αναγκαίο για την σφαιρικότερη κατανόηση τεκτονικών κοινωνικών κινήσεων στις δύο αυτές χώρες -αναπόφευκτα αιτιωδώς σχετιζόμενων τελικά.
Τράπεζα πληροφοριών το βιβλίο, συμβολή στη διαφύλαξη της ιστορικής γνώσης μέσα σε μια έρημο όπου τα περισσότερα πηγάδια έχουν δηλητηριαστεί, όπως αναφέρει στον πρόλογο ο συγγραφέας. Η σημασία αυτού του διαφωτιστικά πλούσιου χρονικού δε βρίσκεται μόνο στην καταγραφή καθεαυτήν των γεγονότων, η οποία είναι εμφανώς προϊόν εξαντλητικής και μεθοδικής εργασίας ή στην εκλέπτυσμένη συνάρμοση τους, αλλά και στην πανταχού παρούσα ακροβατική μέθοδο προσέγγισης τους που κινείται διαρκώς μεταξύ «της ψυχρής κατανόησης και της θερμής ενσυναίσθησης». Μακριά από το να εκθειάζει ή να καταδικάζει πρόσωπα και καταστάσεις, το βιβλίο καταφέρνει να αποφύγει την εκ των προτέρων υπαγωγή των γεγονότων σε κάποιο ιδεολογικό σχήμα ή «μπετοναρισμένη» πολιτική αντίληψη. Αυτό, φυσικά, δε σημαίνει ότι το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι ουδέτερο. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε! Ακόμα και αν δεν υπήρχε το κείμενο της Ρόζα Λούξεμπουργκ στις τελευταίες σελίδες ή τα επιλεγόμενα του συγγραφέα που εκφράζουν απόψεις επάνω στα πράγματα, το ίδιο το χρονολόγιο είναι, ίσως αναπόφευκτα, φορτισμένο. Φορτισμένο από το ίδιο το γεγονός ότι το καταρτίζει ένας υποκειμενικός παρατηρητής, ο οποίος επιλέγει συγκεκριμένη αφετηρία και τέλος στο έργο, συγκεκριμένη φρασεολογία, bold γραμματοσειρές σε κάποια κρίσιμα σημεία πέραν των τίτλων, αναδεικνύει συγκεκριμένους συσχετισμούς, χρησιμοποιεί πλήθος εμβόλιμων φωτογραφιών και πρωτοσέλιδων εφημερίδων δίπλα σε συγκεκριμένα κείμενα, πράγμα που τις επανανοηματοδοτεί, καθώς και μια σειρά ακόμα από μορφολογικά εργαλεία που συγκροτούν ένα βιβλίο. Όλες αυτές οι επιλογές, πέρα από τις επιστημολογικές και πολιτικές τους συμπαραδηλώσεις, καθιστούν το βιβλίο αυτό εξαιρετικά ελκυστικό στον αναγνώστη.
Μέσα από το κείμενο της Λούξεμπουργκ που γράφτηκε στις φυλακές Μπρεσλάου το 1918, αλλά και μέσα από τους «ανεπίκαιρους στοχασμούς» του, ο Χλιουνάκης επιχειρεί να ψηλαφήσει το πώς χτίστηκε «ένα καθεστώς που, τη στιγμή της αναπόφευκτης κατάρρευσής του, δεν βρέθηκε κανένας να αγωνιστεί για να το υπερασπίσει». Η κολεκτιβοποίηση, η περιστολή εκλογικών και πολιτικών δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών, ο ρόλος των ετερογενών εθνοτήτων, η ειρήνη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, η αντιμετώπιση του λούμπεν προλεταριάτου, η αστυνομία του σοσιαλιστικού κράτους μπαίνουν ως διαστάσεις μια κριτικής προσέγγισης και κατανόησης. Μιας κριτικής που δεν αποτελεί εναλλακτικό πρόγραμμα βέβαια. Ο Χλιουνάκης, ευστόχως υλιστικά συνδέει τη μετατροπή του γιου δουλοπαροίκων σε … Κύριο Παντοκράτωρα με την «αυτοσυνειδησία και την αποφασιστικότητα ενός νέου ανερχόμενου κοινωνικού στρώματος» και τονίζει με φλέγμα ότι «η Ιστορία ποτέ δεν “παρεκκλίνει”, απλούστατα γιατί ποτέ δεν έχει προκαθορισμένο δρομολόγιο», σχολιάζοντας έτσι λακωνικά μια φιλολογία δεκαετιών που κυριαρχεί εντός της Αριστεράς της ήττας. Με τρομακτικά παραδείγματα, όπως το ότι η αστυνομία του καθεστώτος το 1918 είχε 1000 άτομα προσωπικό και το 1921 είχε 220.000, ο συγγραφέας μας κλείνει το μάτι αναφορικά με το πώς η Δυναμική της Εξουσίας κατάπιε τους αρχιτέκτονες της προλεταριακής δικτατορίας. Σε πλήρη αντίθεση με μια κρατούσα αντίληψη ότι το κόμμα απορρόφησε τα πάντα, ο Χλιουνάκης -αρκούντως αιρετικά- υποστηρίζει ότι ήταν το κράτος που καταβρόχθισε το κόμμα, μαζί με ολόκληρη την κοινωνία, γράφοντας, μεταξύ άλλων, χαρακτηριστικά: «Το νεαρό κόμμα, σαν λιωμένο μέταλλο, πλημμυρίζει το καλούπι του νέου κράτους, αποκτώντας αναπόφευκτα το σχήμα και τη μορφή του. Δεν υπάρχουν όμως μέταλλα απρόσβλητα από το οξύ της Εξουσίας».
Έχει αξία, κλείνοντας, να κρατήσουμε ότι ο Χλιουνάκης, στο τέλος του βιβλίου, προχωρά πέρα από τη συνήθη κριτική που γίνεται και η οποία ανιχνεύει σπέρματα του σταλινισμού στον ίδιο τον λενινισμό. Αναδεικνύει το ότι πολλές από τις ολοκληρωτικές εκφάνσεις αυτών έλκουν την καταγωγή τους στο ίδιο το «εσωτερικό» της μαρξιστικής θεωρίας που είναι ποτισμένη με το άρωμα του θετικισμού για να καταλήξει τελικά στο ότι «ο καθοδηγητής οδηγούσε τα μέλη μιας πραγματικά επαναστατικής τάξης στη σιωπηλή πορεία προς το Μηδέν». Μα δεν παραλείπει να εκφράσει ρητά το πόσο μεγάλη τιμή πρέπει σε εκείνους που τόλμησαν τόσα σπουδαία, χωρίς να είναι υποψιασμένοι για όλα όσα θα είχαν να αντιμετωπίσουν.