«Καθώς ψυχορραγώ», του Ουίλιαμ Φόκνερ
Μια αθόρυβη κοσμογονία
Αυτές οι εικόνες -οι οριστικές, οι αμετακίνητες- δημιουργούνται, συνήθως, στην ελληνική περιφέρεια. Ποιες; Αυτές που συνθέτει το αποτύπωμα του μοιραίου! Άλλες φορές πρόκειται για στιγμές ευτυχίας (γάμος, βαφτίσια) και άλλες για μαύρες στάσεις του χρόνου. Εδώ, σε αυτό το βιβλίο, σε αυτή την περιγραφή της δοκιμασίας της ψυχής, έχουμε κάτι που ενώνει τα δύο! Η απώλεια και η διαδικασία της δημιουργίας. Το κενό μέρος του συνόλου. Το τελευταίο αντίο με το πρώτο καλώς ήρθες. Το τελευταίο καρφί και το πιάτο που δεν περισσεύει πια. Το ταξίδι της ψυχής και ο αγώνας της να γραπωθεί από τη σάρκα, τα μάτια και τα στόματα. Η ζωή και ο θάνατος. Ο θάνατος και ο θάνατος. Η ζωή και η ζωή. Το βλέμμα προς τα πίσω και το βλέμμα που «τρέχει» να προλάβει τις αλλαγές. Ναι, σε αυτό το βιβλίο συμβαίνει μια κοσμογονία και συμβαίνει αθόρυβα, με πείσμα, εμμονή και θέληση μικρού παιδιού. Το «Καθώς ψυχορραγώ» (Εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση Παναγιώτης Κεχαγιάς) είναι αριστούργημα για έναν λόγο: διότι μας δείχνει πόσο ήρεμα τελειώνει αυτή η ζωή και πόσο ήρεμα αρχίζει ξανά! Ο Φόκνερ δοκιμάζει νεκρούς και ζωντανούς. Αποχαιρετά τους πρώτους και ανασταίνει τους δεύτερους. Όλοι -και αυτός- μάχονται για να πάει η ζωή παραπέρα.
Φτάνουμε στην τελευταία σελίδα και διαβάζουμε: «Να ο Κας κι ο Τζούελ κι ο Βάρνταμαν και η Ντιούι Ντελ», είπε ο μπαμπάς, λιγάκι κακομοίρης και μαζί περήφανος, με τη μασέλα του και με τα όλα του, ενώ απέφευγε να μας κοιτάξει. «Από δω η κυρία Μπάντρεν», είπε. Αυτό είναι το τέλος και είναι η αρχή για το «Καθώς ψυχορραγώ». Είναι το οριστικό σημάδι στη ψυχή των ζωντανών και αυτό που θα κατευοδώσει τον νεκρό. Ο Φόκνερ πάνω στο κύμα του «ελιοτικού» λυγμού και πάνω στις νότες του χρόνου που μετρούν και σώζουν ώρες. Ο Φόκνερ και το διττό προσωπείο. Η μάσκα που γελά και η μάσκα που κλαίει. Τραγωδία και στιγμές κωμωδίας. Στην ουσία είναι το ίδιο, μόνο που όταν γελάς κρατάς και λίγο από τον χρόνο που θα έρθει. Η ιστορία αυτού του βιβλίου είναι ένα μικρό ταξίδι. Η οικογένεια ταξιδεύει για τον τόπο που γεννήθηκε η σύζυγος και μητέρα, στον Αμερικανικό Νότο. Και σε αυτή την αδύναμα φωτισμένη πορεία, δεν είναι το φως του κεριού που σβήνει, αλλά οι φιγούρες των ανθρώπων. Από τη σκληρή επαρχία στην πόλη και τότε οι ξένοι προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τους ξένους. Και όλα έχουν αφετηρία και τερματισμό ένα φέρετρο. Η οικογένεια Μπάντρεν μεταφέρει την απώλεια και την εν δυνάμει πραγματοποίηση της. Στο τέλος αυτή επιβάλλεται και μαζί φέρνει τον προσωρινό αντικαταστάτη αυτού που έφυγε.
Τα παιδιά και ο σύζυγος της ετοιμοθάνατης Αντι εκπληρώνουν την επιθυμία της ταφεί στον τόπο όπου γεννήθηκε, στον Αμερικάνικο Νότο. Και οι ζωντανοί αναμετριούνται με τον θάνατο και το νέο τοπίο που επιβάλλει, κυρίως το εσωτερικό. Από τα ενδότερα του εαυτού φτάνουμε στην επιφάνεια αργά και προσεκτικά. Οι εικόνες του Φόκνερ δεν αιχμαλωτίζουν απλώς μια νεκρική πομπή, αλλά κάτι από το ελεύθερο πνεύμα, σαν σκηνή από τον «Καιρό των τσιγγάνων». Η αφήγηση μπαίνει στα στόματα των μελών της οικογένειας και σε καθέναν που παρεμβάλλεται, πολυπρισματική και «ανοδική». Το τέλος θα μπορούσε να είναι ο αντίλαλος από τους ψιθύρους του συνταγματάρχη Κουρτζ στο «Αποκάλυψη Τώρα!». Ο Φόκνερ μας έδωσε μια δική του ιερουργία, επιβλητική και βαθιά ανθρώπινη. Και η μετάφραση; Το έργο αυτό ανέλαβε ο Παναγιώτης Κεχαγιάς και τα κατάφερε περίφημα. Είδε τις περίτεχνες λογοτεχνικές διαδρομές του Αμερικάνου, ήξερε πού πρέπει να τολμήσει και πού να αφήσει τα πράγματα ως έχουν. Η ζωντάνια και η ήρεμη δύναμη του πρωτότυπου είναι εδώ. Και σωστά διατηρήθηκε η ιδιοσυγκρασιακή στίξη, οι επαναλήψεις και τα συντακτικά κενά σε κάποιους διαλόγους. Εύστοχες, με ακρίβεια, οι σημειώσεις στο τέλος.