«Καληνύχτα καλούδια μου» του Νικήτα Μ. Παπακώστα
Τεκμήριο πίστης

Ο Νικήτας Παπακώστας, στο πρώτο του βιβλίο, μας θυμίζει την εποχή που τα παιδιά κάθονταν κοντά στο τζάκι και άκουγαν ιστορίες. Ιστορίες βγαλμένες από τη λαϊκή παράδοση των παραμυθιών, αναμεμειγμένες με δοξασίες και δεισιδαιμονίες. Το θέμα, για να πούμε την αλήθεια, δεν είναι πρωτότυπο, όμως ο συγγραφέας στις 72 σελίδες του βιβλίου «συνομιλεί» με δύο αξεπέραστες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας: Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Εντγκαρ Αλαν Πόε! Τον πρώτο τον βλέπουμε στο πλάσιμο των χαρακτήρων, της πρωταγωνίστριας ιδιαίτερα, αλλά και στο σκηνικό της δράσης. Τον δεύτερο στο απόκοσμο, μεταφυσικό στοιχείο που κυριαρχεί. Τα δάνεια αυτά, βέβαια, δεν ορίζουν το τελικό αποτέλεσμα γιατί ο συγγραφέας ξέρει πώς να διαφοροποιηθεί και να αποφύγει την παγίδα του κακέκτυπου και της φτηνής αντιγραφής. Το «Καληνύχτα καλούδια μου» είναι τεκμήριο πίστης και ευλάβειας.
Η ανάδειξη του θρησκευτικού στοιχείου είναι που διαμορφώνει την ταυτότητα του έργου. Ο Παπακώστας όμως δεν υπερβάλλει, δεν κηρύττει, δεν απαιτεί, όπως συμβαίνει σε ιστορίες που το θέμα της λατρείας και την εξερεύνησης του Θεού βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Ταυτόχρονα, δεν έχει σκοπό να αποδομήσει και να επιτεθεί στα πιστεύω των ανθρώπων. Σκοπός του είναι να κατανοήσει και να σεβαστεί μια κατάσταση που έπαιξε και παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων, της περιφέρειας κυρίως.
Το όνομα του τόπου δεν έχει σημασία -γι’ αυτό δεν κατονομάζεται- αλλά οι άνθρωποι που ζουν σε αυτόν. Η δεκαπεντάχρονη Μαριώ, λοιπόν, παντρεύεται τον νεαρό Φώτη και γίνεται η παπαδιά του. Αυτό αρκεί ως βάση για όσα θέλει να πει ο Παπακώστας. Ο παπάς και η παπαδιά πάντα έχουν ξεχωριστή θέση σε ένα χωριό. Το κύρος του πρώτου μεταφέρεται και στη γυναίκα, ενώ πάντα υπάρχει η περιέργεια για το πώς συνυπάρχουν, για το αν μπορεί η γυναίκα να ακολουθήσει τον δρόμο του άντρα. Ο νεαρός ιερέας θέλει να κάνει οικογένεια, να ευλογηθεί ο γάμος του, όμως η Μαριώ θα του το αρνηθεί. Κι εδώ παίρνει «φωτιά» η νουβέλα.
Σαν άλλη Φραγκογιαννού, «Φόνισσα», τα παιδιά που θα γεννήσει, τρία, θα τα σκοτώσει. Εδώ, όμως, δεν υπάρχει η «δικαιολογία» της ανέχειας και των καταπιεστικών κοινωνικών συμβάσεων (προίκα). Η Μαριώ δεν έχει ξεκάθαρο λόγο για τις ειδεχθείς πράξεις της. Προβαίνει σε αυτές χωρίς κίνητρο, σαν να τις υπαγορεύονται από ακαθόριστες δυνάμεις. Το μυστικιστικό και το ανεξήγητο αναλαμβάνουν να «εξηγήσουν» τη δράση της. Οι συγχωριανοί της ξέρουν, αλλά σιωπούν. Δεν ειδοποιούν την αστυνομία. Βλέπουν ότι η Μαριώ χάνει επαφή με την πραγματικότητα. Ο παπά Φώτης δοκιμάζεται και δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί την απώλεια. Ζητά σημάδι από τον Θεό και αυτός θα του δώσει, αφού τον πάρει μαζί του! Η σκοτεινή ατμόσφαιρα, ο τρόμος για το άγνωστο και η αδυναμία μπροστά στην παράνοια, είναι που μας δίνουν κάτι από τον κόσμο του Πόε.
Ο Παπακώστας μας μεταφέρει την ιστορία της Μαριώς όπως τη δέχτηκε και ο ίδιος στο μυαλό του. Δεν τον ενδιαφέρει η εμβάθυνση στη ψυχοσύνθεση και την προσωπικότητα των ηρώων, αλλά η παρουσίαση αυτών και της ανάρμοστης συμπεριφοράς τους. Τη στιγμή όμως που μένει στην επιφάνεια ενισχύει το μυστήριο, τη γοητεία της λατρείας για το υπερφυσικό, το άγνωστο. Έτσι, το ύφος του γίνεται αποδεκτό, σαγηνευτικό. Η απουσία λογικών εξηγήσεων δεν ενοχλεί και η διαδρομή της Μαριώς σε συναρπάζει. Οι εκδόσεις «Δώμα», δικαιώνονται στην πρώτη τους επιλογή στην ελληνική πεζογραφία.