Επιστολές αναγνωστών / Αναδημοσιεύσεις απόψεων

Κατά των αγιογραφιών

Επ’ αφορμή του θανάτου του Δ. Ν. Μαρωνίτη

| 30/07/2016

Όταν πεθαίνει κάποιος με σημαντική συμβολή στην πνευματική ή την πολιτική ζωή του τόπου, συνηθίζεται μια έκρηξη άρθρων, σημειωμάτων, αφιερωμάτων κ.ο.κ. Αυτό κάθε άλλο παρά μεμπτό είναι. Αυτό που είναι μεμπτό είναι η ηθελημένη ή και ασυνείδητη κατασκευή αγιογραφιών.

Γράφει ο Χρήστος Μάης

Όταν πέθανε ο Χρόνης Μίσσιος δεν ήταν λίγοι αυτοί που θυμήθηκαν το έργο του, τον αντι-δογματισμό του και την στηλίτευση διαφόρων πρακτικών που αναπτύχθηκαν στα πλαίσια της αριστεράς. Αποσιωπώντας όμως ότι όσα κατηγορούσε τα είχε πράξει κι αυτός. Η στάση του στην κρίση της νεολαίας ΕΔΑ στη Θεσσαλονίκης και στην αντιμετώπιση των διαφωνούντων είναι ενδεικτική. Η επισήμανση όλων των πλευρών αυτού που έχει πεθάνει είναι κατά την άποψή μου η πλέον ορθή, και γιατί οφείλουμε να θυμόμαστε ή να αναστοχαζόμαστε σε σχέση με κάποιον ή με το έργο του ως έχει κι όχι ως θα θέλαμε να έχει.

Δεν θα κρίνω το έργο του Δ. Ν. Μαρωνίτη, δεν είμαι ειδικός και θεωρώ πως οι γνώστες έχουν τοποθετηθεί και μάλλον ορθά, υπό την έννοια πως τα δημοσιεύματα σε σχέση με αυτό το ζήτημα συγκλίνουν. Δεν θα αμφισβητήσω ούτε την στάση του κατά της δικτατορίας των Συνταγματαρχών για την οποία εδιώχθει. Όλα αυτά τα θεωρώ δεδομένα και καλώς ειπωμένα.

Υπάρχει ένα ζήτημα στο οποίο ο Δ. Ν. Μαρωνίτης είχε κατά κάποιο τρόπο κεντρικό ρόλο και το οποίο δεν βρίσκει τον δρόμο προς το πιεστήριο ή το πληκτρολόγιο. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ξέσπασε μια μεγάλη διαμάχη στους κόλπους της αριστερής διανόησης με επίδικο τις χορηγίες του Ιδρύματος Φορντ. Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης υπήρξε ένας εκ των υποτρόφων του Ιδρύματος κατά την περίοδο αυτή. Μέσω της αρθρογραφίας του στο ΒΗΜΑ υπερασπίστηκε με σθένος την επιλογή του αυτή και μάλιστα προσπάθησε να μειώσει τους πολέμιους του ιδρύματος. Στην επιστολή του με τίτλο «Τα βρώμικα λεφτά και οι μωρές παρθένες» (Βήμα 17/1/1973) αναφερόμενος στο γεγονός πως η μοναδική δέσμευση των υποτρόφων είναι η αποπεράτωση κάπου έργου γράφει τα εξής: «Όσοι ενοχλούνται από μια τέτοια δέσμευση, σημαίνει ότι προτείνουν την χειμερία νάρκη αντί της πνευματικής εγρήγορσης και τη λιμοκτονία αντί της επιβίωσης.».

Οι βασικοί πολέμιοι του Ιδρύματος Φορντ υπήρξαν οι Λεωνίδας Χρηστάκης και Λιλή Ζωγράφου από τη μια, με όχημα το περιοδικό του Λεωνίδα Χρηστάκη Panderma και οι Γιώργος Χαντζόπουλος και Γιώργος Μιχαηλίδης με όχημα το περιοδικό Ανοιχτό Θέατρο. Το γεγονός πως ο Χρηστάκης υπήρξε εκδότης των εντύπων Κούρος και Panderma κατά την επταετία με πολιτιστικό αλλά και πολιτικό περιεχόμενο, οι Χαντζόπουλος και Μιχαηλίδης υπήρξαν οι πρώτοι που εξέδωσαν βιβλία μέσα από τις εκδόσεις Κάλβος τις οποίες είχαν συγκροτήσει και η Λιλή Ζωγράφου αρθρογραφούσε αλλά και εξέδωσε έργο της την ίδια περίοδο, πράγματα που δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς πως αγνοούσε ο Μαρωνίτης, καταδεικνύει το προβληματικό της δήλωσής του.

Κατηγορούνται δηλαδή ως υπερασπιστές της «χειμερίας νάρκης» ορισμένοι εκ των πρωταγωνιστών για το σπάσιμο της περιβόητης «σιωπής» του πνευματικού κόσμου την περίοδο της επταετίας. Όσον αφορά το ζήτημα της επιβίωσης, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο ο σκοπός αγιάζει τα μέσα αλλά και το κατά πόσο οι μη υπότροφοι διανοούμενοι λιμοκτόνησαν εν τέλει και άρα προκύπτει ο μονόδρομος της λήψης χορηγίας από το Ίδρυμα Φορντ.

Μπορεί να γίνει κατανοητή η συναισθηματική φόρτιση των γραφομένων του Μαρωνίτη, ενός διωκόμενου από την δικτατορία, ο οποίος ως παραλήπτης της χορηγίας δέκτηκε δριμύτατη κριτική, αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να γίνει και αποδεκτή.

Οι υπότροφοι του Ιδρύματος Φορντ προφανώς και δεν έγιναν πράκτορες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού ή απολογητές του μέσω των έργων τα οποία εκπόνησαν. Το αντίθετο μάλιστα μπορεί να ειπωθεί για πολλά από τα έργα αυτά. Υπάρχει ένα ερώτημα για την στροφή του ιδρύματος στην χρηματοδότηση της (δυνάμει) αντιδακτορικής και αριστερής διανόησης κατά την διάρκεια της δικτατορίας ενώ όλο το προηγούμενο διάστημα χρηματοδοτούσε κατά βάση θεσμικούς φορείς (βάσει διαθέσιμων στοιχείων κύριος παραλήπτης χορηγιών κατά την προδικτατορική περίοδο υπήρξε ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης). Εφόσον γίνει αποδεκτή η θέση περί του ρόλου τέτοιων ιδρυμάτων ως προέκταση της εξωτερικής πολιτικής των κρατών στα οποία υπάγονται, μπορεί να γίνει κάποια εκτίμηση περί του πιο πάνω*.

Μια πιθανή απάντηση δίνεται από την ίδια την εξέλιξη των πραγμάτων. Η χρηματοδότηση από το Ίδρυμα Φορντ εν μέσω μιας δικτατορίας η οποία εθεωρείτο αμερικανοκίνητη ή έστω αμερικανοστήριχτη και μάλιστα σε μια περίοδο που η ίδια η αμερικανική Νέα Αριστερά κατήγγειλλε το εν λόγω ίδρυμα, δεν θα μπορούσε παρά να δημιουργήσει αμφιβολίες για τους υποτρόφους και τα κίνητρά τους, κάτι το οποίο με τη σειρά του πυροδότησε αντιδράσεις και συγκρούσεις. Σύγκρουση εντός των κόλπων της διανόησης και διάρρηξης των σχέσεων ανάμεσα στους διανοούμενους, την περίοδο, μάλιστα, που η βασική, αν όχι η μοναδική, αιχμή της αντίστασης κατά της δικτατορίας ήταν η πολιτισμική.

Σε μια αδημοσίευτη συνέντευξη που έχει δώσει ο Λεωνίδας Χρηστάκης στον Τέο Ρόμβο αναφέρεται στην σύγκρουση που επήλθε ανάμεσα στον ίδιο και τον Νίκο Καρούζο (υπότροφο του Φορντ) και η οποία είχε ως αποτέλεσμα η μέχρι τότε στενή τους σχέση να διαταραχθεί χωρίς έκτοτε να γεφυρωθεί το χάσμα. Παρά το γεγονός πως οι υπότροφοι ήταν καθόλα οξυδερκείς και πολλοί από αυτούς αρκούντως πολιτικοποιημένοι τα πιο πάνω δεν έγιναν αντιληπτά, παραδεκτά, ή και αποδεκτά.

Τα πιο πάνω δεν γράφτηκαν για να μειώσουν τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, άλλωστε η υπόθεση Φορντ αποτελεί απλά μια ψηφίδα της πολυσχιδούς ζωής και δράσης του που στο σύνολό της κάθε άλλο παρά αρνητική μπορεί να κριθεί. Για την ακρίβεια δεν γράφτηκαν καν για τον Δ.Ν. Μαρωνίτη αλλά επ’ αφορμή των διαφόρου τύπου νεκρολογιών που γράφτηκαν γι αυτόν. «Να ζήσουμε, να τους θυμόμαστε» ως είχαν όμως, με τις θετικές και τις αρνητικές τους πλευρές κι όχι μέσα από ιδεατές κατασκευές και, έστω και ασυνείδητα, ενός photoshop της μνήμης.

*Για το ρόλο των πολιτισμικών ιδρυμάτων κατά των ψυχρό πόλεμο βλέπε: Frances Stonor Saunders, Who Paid the Piper? The CIA and the Cultural Cold War, Granta Books, 1999.