Κρατικές Σκηνές: Με «μάνατζερ» προς το αγοραίο μέλλον τους...
Μια τροπολογία του ΥΠΠΟ που απηχεί το εμπορευματικό «όραμα» του Ιδρύματος Νιάρχου για την λειτουργία της Λυρικής Σκηνής

Την βαθιά συστημική, αγοραία, αντιδραστική της πολιτική και στον πολιτισμό «σφραγίζει» η κυβέρνηση μέσω της τροπολογίας που κατέθεσε προχθές το υπουργείο Πολιτισμού στο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας «Ρυθμίσεις για την Ελληνόγλωσση Εκπαίδευση, τη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση και άλλες διατάξεις».
Με την συγκεκριμένη τροπολογία θεσμοθετείται θέση διοικητικού – οικονομικού διευθυντή στις κρατικές σκηνές, δηλαδή στο Εθνικό και Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και στην Εθνική Λυρική Σκηνή, με πρόφαση την «βελτίωση της διαχείρισης των διοικητικών και οικονομικών θεμάτων, εντός του ψηφισθέντος από το Διοικητικό Συμβούλιο προϋπολογισμού», όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, αλλά με πραγματικό στόχο την μετατροπή των κρατικών σκηνών και της Λυρικής σε οργανισμούς που θα λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, σε βάρος των καλλιτεχνών, του καλλιτεχνικού έργου και του κοινού. Η πιο εξόφθαλμη απόδειξη γι’ αυτό είναι η αδυναμία της κυβέρνησης να εξηγήσει για ποιο λόγο, ο υπαγόμενος, μέχρι σήμερα, στον καλλιτεχνικό διευθυντή, αναπληρωτής διοικητικός διευθυντής, «δεν» μπορεί να βελτιώσει την διαχείριση των διοικητικών και οικονομικών θεμάτων και την «διασφάλιση πλήρους διαφάνειας και διαχείρισης» και χρειάζεται η μετατροπή του σε «μάνατζερ» και αναβάθμισή του σε, ουσιαστικά, απόλυτο «αφεντικό» των κρατικών σκηνών.
Η απάντηση βρίσκεται στην εφαρμοζόμενη εδώ και χρόνια πολιτική στον πολιτισμό σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία είναι προσανατολισμένη στην πλήρη μετατροπή των πολιτιστικών δομών σε επιχειρήσεις, οι οποίες θα λειτουργούν με αγοραίους όρους, άσχετα από το αν ανήκουν στο κράτος ή τους ιδιώτες. Αυτή η στόχευση αποτελεί δομικό στοιχείο των γενικότερων στρατηγικών στόχων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου για αύξηση της ανταγωνιστικότητάς του έναντι των άλλων ιμπεριαλιστικών πόλων, στρατηγική η οποία χαρακτηρίζεται από την επίθεση στα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, αλλά και από την πρόσδεση στις ανάγκες του κεφαλαίου κάθε τομέα που μέχρι πρότινος εξαιρούνταν από την κάθε φορά τρέχουσα οικονομική – νομισματική πολιτική, προεξέχοντος του πολιτιστικού.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι από τα μέσα της 10ετίας του ’90 – μετά δηλαδή την Συνθήκη του Μάαστριχτ – και κυρίως μετά την υιοθέτηση της Στρατηγικής της Λισαβόνας για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου, όσα κράτη – μέλη της ΕΕ δεν είχαν προσαρμόσει ήδη τις κρατικές πολιτιστικές δομές τους στις ανάγκες των αφεντικών, ξεκίνησαν να το κάνουν με ταχύτατους ρυθμούς. Στην Ελλάδα, αυτή η διαδικασία εκφράστηκε με σχετικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο για τον κινηματογράφο και την λειτουργία του Κέντρου Κινηματογράφου, με σειρά αλληλοσυμπληρούμενης νομοθεσίας που αποδυνάμωσε τον ρόλο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στον τομέα της προστασίας και της ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς, την όλο και μεγαλύτερη «αυτονομία» των κρατικών μουσείων από την κρατική χρηματοδότηση με στόχο την εμπορευματική λειτουργία τους κλπ. Αυτή η διαδικασία, εκτός των άλλων αρνητικών, προκάλεσε την εδραίωση και διάχυση των εργασιακών σχέσεων όπως τις θέλει το κεφάλαιο και στον πολιτιστικό τομέα με «εργαλεία» όπως η «ευελφάλεια», η «διά βίου μάθηση», η «κινητικότητα» των εργαζομένων, η κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας κ.λ.π., οι οποίες «εκτινάχθηκαν» και με αφορμή την κρίση.
Σε πρόσφατο δημοσίευμα τεκμηριώσαμε το πώς εκφράζεται αυτή η παραπάνω πολιτική μέσω του «Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος» το οποίο θα έχει υπό την «ομπρέλα» του την Λυρική Σκηνή και την Εθνική Βιβλιοθήκη. Δείξαμε το πώς και γιατί αυτό το Κέντρο θα λειτουργεί με απολύτως αγοραίους όρους. Αποδεικνύαμε ότι το Ιδρυμα – με τις «ευλογίες» του αστικού κράτους φυσικά – εμπλέκεται άμεσα και στην ίδια την λειτουργία της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της Λυρικής Σκηνής, με τρόπο που βάλει ευθέως κατά των εργασιακών δικαιωμάτων, χειροτερεύοντας τις εργασιακές σχέσεις σε αυτούς τους δύο φορείς, ανοίγοντας διάπλατα τον δρόμο στην κλιμάκωση της επιβολής της εργασιακής «ευελιξίας», δηλαδή της εργασιακής «γαλέρας».
Με την προχθεσινή τροπολογία έχουμε ακόμη μία απόδειξη που τεκμηριώνει την στόχευση για επιτάχυνση της διαδικασίας εμπορευματοποίησης του πολιτισμού και από αυτή την κυβέρνηση, στην προκειμένη περίπτωση, στις κρατικές σκηνές. Ετσι, η τροπολογία προβλέπει ότι ο «μάνατζερ» θα υπάγεται κατευθείαν στο Διοικητικό Συμβούλιο, με τον ρόλο του καλλιτεχνικού διευθυντή στον γενικότερο προσανατολισμό του θεάτρου ουσιαστικά να υπονομεύεται.
Η εξέλιξη αυτή κάθε άλλο παρά «κεραυνός εν αιθρία» είναι. Εννοείται σαφώς στο νόμο που επικυρώνει την σύμβαση του ελληνικού δημοσίου με το Ιδρυμα Νιάρχου για το «Κέντρο Πολιτισμού», αλλά αντανακλά και τις προτάσεις του Ιδρύματος όπως αυτές αποτυπώθηκαν γραπτώς κατά το «ανύποπτο» και «αθώο» έτος 2008. Στο εν λόγω έγγραφο, το Ιδρυμα θέτει τις «Βασικές αρχές στελέχωσης και λειτουργίας» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ουσιαστικά, λέει στο κράτος πώς θέλει να λειτουργεί η, κατά τα άλλα, κρατική και δημόσια Λυρική Σκηνή, υπό την «ομπρέλα» του «Κέντρου Πολιτισμού». Αποκαλύπτοντας και με αυτόν τον τρόπο ακόμη πιο ξεκάθαρα την υποκρισία της εμφανιζόμενης «δωρεάς».

Διαδήλωση έξω από την Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης το 2014 μετά το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων 15 εμπλεκομένων σωματείων με την διοίκηση του οργανισμού για την ανανέωση των συμβολαίων εργασίας
Από τον πρόλογο το Ίδρυμα λέει ότι για την πρόταση λειτουργίας της ΕΛΣ «συνεργάστηκε στενά και εκτεταμένα με ομάδα
εξειδικευμένων συμβούλων, η οποία αποτελείται από τις εταιρείες Cooper Robertson & Partners (www.cooperrobertson.com), Theater Project Consultants (www.tpcworld.com), Sherwin M. Goldman Productions και Arup Acoustics (www.arup.com)». Επίσης εξέτασε την λειτουργία της Βασιλικής Όπερας της Δανίας (www.operaen.dk), την Όπερα της Νορβηγίας (www.operaen.no), τη Σκάλα του Μιλάνου (www.teatroallascala.it), την Όπερα Glyndebourne (www.glyndebourne.com), τη Βασιλική Όπερα της Αγγλίας (www.roh.org.uk), την Όπερα του Παρισιού (www.operadeparis.fr), την Όπερα Metropolitan (www.metoperafamily.org/metopera) και την Όπερα Glimmerglass (www.glimmerglass.org), ενώ «εκτενή στοιχεία συλλέχθηκαν και από συνδέσμους όπως οι Opera Europa και Opera America».
Εδώ θα πρέπει να γίνει μία απαραίτητη σημείωση. Μπορεί τα παραπάνω να φαντάζουν εντυπωσιακά, αλλά πίσω τους κρύβεται μία αποκρουστική πραγματικότητα. Ο τρόπος που λειτουργεί το κυρίαρχο εμπορικό κύκλωμα του λυρικού θεάτρου διεθνώς κάθε άλλο παρά έχει οποιαδήποτε, έστω και μακρινή πλέον, σχέση, με οτιδήποτε έχουμε στο μυαλό μας όταν σκεφτόμαστε τον όρο «καλλιτεχνική δημιουργία». Πολύ συνοπτικά, το σύστημα λειτουργεί όπως στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Μεγάλα γραφεία «μανατζάρουν» «στρατιές» λυρικών καλλιτεχνών, οι οποίοι ουσιαστικά διαβιούν «νομαδικά» και είναι πάντα έτοιμοι να καλύψουν ρόλους οπουδήποτε και οποτεδήποτε τους ζητηθεί. Τα μεγάλα λυρικά θέατρα του κόσμου επιλέγουν αυτόν τον τρόπο για να μειώσουν το εργασιακό τους «κόστος», ενώ οι «νομάδες» καλλιτέχνες αναγκάζονται να δουλεύουν σε εντατικούς ρυθμούς, ενάντια στους όρους δημιουργικής αναπαραγωγής της τέχνης τους, με αποτέλεσμα να «καίγονται» πολύ νωρίς καλλιτεχνικά, ενίοτε και φυσιολογικά.
Αυτός είναι ο λόγος που στην Σκάλα του Μιλάνου, για παράδειγμα, την οποία «εξέτασε» το Ιδρυμα, οι εργαζόμενοι πραγματοποίησαν απεργία το 2007, την δεύτερη μέσα σε δύο χρόνια, αντιδρώντας στην μείωση του μισθού. Συχνές είναι οι απεργίες στην Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης. Ενώ, τον περασμένο Μάρτη, η Βασιλική Όπερα της Αγγλίας μόλις γλίτωσε την απεργία της χορωδίας υποχωρώντας σε κάποια από τα αιτήματα του σωματείου. Προφανώς το Ιδρυμα
«εξέτασε» μόνο την πλευρά των «μάνατζερ» αυτών των θεάτρων και όχι των εργαζομένων και των καλλιτεχνών τους…

Από πρόσφατη κινητοποίηση των χορωδών της Οπερας της Αγγλίας. «Δίνουμε το 100%, μας δίνουν το 75%» είναι το σύνθημα
Αυτή, λοιπόν, η εργασιακή και αντιδημιουργική – αντικαλλιτεχνική κόλαση «στοιχειώνει» την εν λόγω πρόταση λειτουργίας της ΕΛΣ.
Ετσι σημειώνεται, ότι «οι πλέον διαδεδομένες βέλτιστες πρακτικές στα λυρικά θέατρα παγκοσμίως υποδεικνύουν το διορισμό ενός Γενικού Διευθυντή, ο οποίος λειτουργεί ως επικεφαλής του οργανισμού και είναι υπεύθυνος για το σύνολο των δραστηριοτήτων του, σε στενή συνεργασία με τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή.
»Σύμφωνα με το προτεινόμενο αυτό σχέδιο διακυβέρνησης, ο Γενικός Διευθυντής χαράσσει τους στρατηγικούς στόχους του οργανισμού και είναι, σε συνεργασία με τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή, υπεύθυνος για την επίτευξή τους.
»Ο Γενικός Διευθυντής παρακολουθεί και ελέγχει το σύνολο των λειτουργιών του οργανισμού, εισηγείται τον οικονομικό προϋπολογισμό, διαχειρίζεται θέματα χρηματοδότησης, συμβάσεων, χορηγιών, συνδικάτων και προσωπικού και έχει τη συνολική ευθύνη για ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας, καθώς και για τη συντήρηση του εξοπλισμού.
»Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής είναι υπεύθυνος για τη συνολική καλλιτεχνική δραστηριότητα του οργανισμού. Μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνος για τη διαμόρφωση του καλλιτεχνικού στίγματος, για την ανάπτυξη του καλλιτεχνικού προγράμματος, για τη σύναψη συνεργασιών με άλλα λυρικά θέατρα παγκοσμίως και για την επιλογή των καλλιτεχνών και των άλλων συντελεστών της κάθε παραγωγής».
Χαρακτηριστικό της ηγεμονικής θέσης του γενικού διευθυντή – μάνατζερ (κατ’ επέκταση της «αγοράς») στην λειτουργία του θεάτρου είναι το παράρτημα με το οργανόγραμμα, όπου ο γενικός διευθυντής είναι ακριβώς κάτω από το διοικητικό συμβούλιο, αλλά πάνω από τον καλλιτεχνικό διευθυντή.
Ο αγοραίος προσανατολισμός γίνεται ακόμη πιο έντονος παρακάτω: «Όσον αφορά τον αριθμό των εργαζομένων, ο μέσος αριθμός σε θέατρα – μέλη του συνδέσμου Opera Europa κυμαίνεται μεταξύ 92 και 586 ατόμων. Οι σημαντικότερες ανάγκες για νέο καταρτισμένο προσωπικό αφορούν τα τμήματα Μάρκετινγκ, Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων, ενώ απαραίτητη είναι η δημιουργία ενός τμήματος Ανάπτυξης/Χορηγιών και ενός τμήματος Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων∙ και τα δύο είναι υψίστης σημασίας για τη σωστή μελλοντική λειτουργία της ΕΛΣ σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα».
Ουσιαστικά προτείνεται ένα «καθαρόαιμο» επιχειρηματικό μοντέλο λειτουργίας της Λυρικής, το οποίο θα εισαγάγει στις ελληνικές κρατικές σκηνές όλη την αγοραία οργανωτική «γκάμα» των ξένων λυρικών σκηνών που ήδη λειτουργούν ως «μαγαζιά». Είναι προφανές ότι η πρόσφατη τροπολογία του ΥΠΠΟ αντανακλά το «πνεύμα» της πρότασης του Ιδρύματος Νιάρχου από το 2008, αν και όχι σε όλη του την έκταση. Είναι όμως μια «καλή», συστημική αρχή.