Λέσβος: ούτε Νόμπελ, ούτε ανάθεμα

 σκόρπιες σημειώσεις από το ημερολόγιο του έτους 2015

| 10/03/2020

Με την αναγκαία απόσταση που με χωρίζει από τον τόπο και το χρόνο ώστε να παραμένω στοιχειωδώς ψύχραιμος (βαριά κουβέντα θα ήταν η επιδίωξη «αντικειμενικότητας»), αναλογίζομαι αυτές τις μέρες τη Λέσβο του 2015. Αυτήν που έζησα. Όπως την έζησα.

Πέρασα από το 2014 ως το 2016 τον περισσότερο καιρό μου στο νησί. Πήγα και ήρθα από την Αθήνα κάμποσες φορές. Κι έμεινα εκεί για τα καλά το φθινόπωρο του ’15 κρατώντας την ανάσα μου μέχρι το καλοκαίρι του ’16. Η σύντομη Άνοιξη της αλληλεγγύης στους μετανάστες πέρασε σχεδόν απνευστί.

Όταν ζεις στο προσκήνιο αυτού που οι γύρω σου ονομάζουν «γεγονότα», «καταστάσεις» ή «μικρο-ιστορία» είναι δύσκολο να διακρίνεις την προσωπική αίσθηση από το συμβάν. Είσαι σε μια ομίχλη που θολώνει τη ματιά στα πράγματα. Το βλέμμα καταγράφει όσα βλέπει, ναι, αλλά με παραδοχές, υποθέσεις και εικασίες. Έτσι ανατρέχω σε όσα έχουν εντυπωθεί μέσα μου ξέροντας όμως πως διαβάζω τις πίσω μου σελίδες με αντανάκλαση: μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη της μνήμης.

Στη Λέσβο υπήρχε ο τύπος που γελούσε με τον αυτοσχέδιο αστεϊσμό του πάνω στην πληροφορία που του είχα μόλις δώσει, ότι οι πιο πολλοί μετανάστες δεν είχαν ξαναδεί θάλασσα μέχρι να αντικρίσουν το Αιγαίο. Και φυσικά δεν ήξεραν να κολυμπούν. «Καλύτερα! Ετσι άμα τους πετάξεις στη θάλασσα θα βουλιάξουν πιο γρήγορα χωρίς να παιδευτούν» μου έλεγε ο ίδιος καθώς τύλιγε την πίτα με το γύρο στο σουβλατζίδικο της τότε γειτονιάς μου.

Στη Λέσβο υπήρχε επίσης εκείνος ο τύπος που κάθε απόγευμα τέλειωνε από τη δουλειά του, έπαιρνε το αυτοκίνητο και πήγαινε από τη Μυτιλήνη ως τη Συκαμιά (καμιά 50αριά χιλιόμετρα κακού επαρχιακού δρόμου) για να μαζέψει όσους ταλαίπωρους είχαν φτάσει στις πιο απόκρυμνες και απομακρυσμένες παραλίες γύρω από το χωριό. Φίλοι και σύντροφοι του καταλογίζαμε υπερβάλλοντα ζήλο. Του λέγαμε πως το μερίδιό του σε ανθρωπιστική προσφορά το είχε ήδη καταθέσει μια και δούλευε σε μια από τις δεκάδες ΜΚΟ. Εκείνος συνέχιζε να παίρνει εντελώς προσωπικά αυτό που στην αργκό του θεσμοθετημένου ανθρωπισμού αποκαλούσαμε «έρευνα και διάσωση».

Τα παραπάνω άτομα δεν αντιστοιχούσαν στο δημοσιογραφικό κλισέ των «μεμονωμένων περιπτώσεων». Ηταν ο κανόνας. Αμφότεροι. Στη Λέσβο ο άνθρωπος της διπλανής σου πόρτας, ο άνθρωπος που πούλαγε λάδι ή αποξηραμένα σύκα στο δρόμο, ο ταξιτζής, ο σερβιτόρος στο καφενείο, ο ντελιβεράς στην πιτσαρία και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που νοίκιαζες ήταν αυτός ο τύπος. Είτε ο ένας, είτε ο άλλος. Αν έλεγα ότι στη Λέσβο είδα μπόλικους φασίστες και άκουσα να μου μιλάνε χαιρέκακα για «λαθρομετανάστες» δεν θα ήμουν ψεύτης. Μα δεν θα ήμουν ψεύτης ούτε αν έλεγα ότι βρήκα στη Λέσβο ανθρώπους στο δρόμο που έκαναν την αλληλεγγύη στους μετανάστες προσωπική τους υπόθεση κι άλλους στα καφενεία που κουνούσαν συγκαταβατικά και με λύπη το κεφάλι κάθε φορά που μαθαίναμε για κάποιο ναυάγιο στα ανοιχτά του νησιού.

Ψάχνοντας μες στο μυαλό μου για εύκολους αφορισμούς και εντυπωσιακά τσιτάτα για το τι ήταν τελικά η Λέσβος του 2015 μπορώ να βρω μπόλικα παραδείγματα ανθρώπων, πράξεων, συμπεριφορών και ενδείξεων κάθε είδους. Ξεθάβοντας από την πρόσκαιρη λήθη πέντε-έξι στιγμιότυπα μπορώ να πείσω ανεμπόδιστα τον εαυτό μου ότι το νησί δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια σφιγγοφωλιά ρατσιστών ή μια αγέλη από τσακάλια που ξεχείλιζαν μίσος για τους «λαθραίους». Μα εξίσου πρόχειρα μπορώ να ανακαλέσω τις μορφές ανθρώπων που στάθηκαν με ανιδιοτέλεια δίπλα στους χιλιάδες μετανάστες που πέρασαν έστω για δυο μέρες ή ένα μήνα από την παραμεθόρια ζώνη του βορειοανατολικού Αιγαίου.

Αν έπρεπε να μιλήσω για τη Λέσβο στη μάνα μου που παρακολουθεί αυτή την ώρα κάποιο κανάλι με ρεπορτάζ για τους κατοίκους της Μόριας που «έχουν δίκιο να παίρνουν τα όπλα ενάντια σε όσους καταστρέφουν τις περιουσίες τους εδώ και πέντε χρόνια» θα της έγραφα ένα γράμμα που θα ξεκινούσε κάπως έτσι: «Άκου μάνα, δεν βρήκα εκεί πέρα τον παράδεισο της πιο αγνής ανθρωπιάς που αναζητούσα, μα ούτε και την κόλαση του πιο ζωώδους μίσους που έχει κυριεύσει τώρα πλέον το νησί. Αυτό που βρήκα ήταν μία συνθήκη που κανέναν δεν μπορούσε να αφήσει απαθή μέσα στην κανονικότητα της καθησυχαστικής του καθημερινότητας. Αυτό που ήταν η Λέσβος του 2015 δεν αξίζει ούτε Νόμπελ μα ούτε και ανάθεμα. Ηταν ένα ανθρωποκυνηγητό. Και καθένας διάλεγε το ρόλο του. Ανάμεσα στα πρόβατα γυρόφερναν ύαινες και λύκοι. Μα υπήρξαν και τσοπανόσκυλα που γάβγιζαν. Και πότε-πότε δάγκωναν».

ΥΓ. Μάνα, κλείσε την τηλεόραση. Ο ιός της απανθρωπιάς μεταδίδεται με μεγκαπίξελ.