Ληστές – Ήρωες ή εγκληματίες;
Τα τελευταία χρόνια τα ελληνικά comics τα απασχολεί όλο και περισσότερο το παρελθόν και ιδιαίτερα η ελληνική ιστορία. Η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των έργων αναπλάθουν το παρελθόν με δημιουργικό τρόπο και κριτική ματιά, μακριά από τις κοινοτοπίες του κυρίαρχου ιστορικού αφηγήματος και από εθνικιστικές κορώνες. Στην πλειοψηφία τους τα σύγχρονα ελληνικά comic ανατρέχουν στο παρελθόν για να διηγηθούν -μυθοπλαστικές ή όχι- ιστορίες, με ερευνητική διάθεση, δημιουργικό πνεύμα και νηφαλιότητα, ακόμα και όταν αναμετρώνται με αμφιλεγόμενα θέματα και περιόδους που τείνουν να δημιουργούν εντάσεις στο δημόσιο διάλογο, όπως η επανάσταση του 1821 (σε αυτό το θέμα ξεχωρίζει το 1800 του Θανάση Καραμπάλιου), ο Εθνικός Διχασμός (με την ερευνητική και δημιουργική δουλειά του Θανάση Πέτρου στους Όμηρους του Γκαίρλιτς), η περίοδος της Κατοχής και του Εμφυλίου (το Ένα Γλυκό Ξημέρωμα και το Τέρμινους είναι ίσως τα σημαντικότερα δημιουργήματα για τις δύο περιόδους αντίστοιχα), ακόμα και το Βυζάντιο (όπου βλέπουμε πώς μία εν πολλοίς «σκοτεινή» περίοδος μπορεί να εμπνεύσει ένα πολύχρωμο παραμύθι, όπως είναι το Ψηφιδωτό). Φυσικά τα προαναφερθέντα comics είναι μόνον ένα δείγμα εκείνων των έργων της ελληνικής comic σκηνής που διηγούνται ή αναπλάθουν ιστορίες του παρελθόντος, αφού ένας εξαντλητικός κατάλογος αυτών θα μας έβγαζε εκτός θέματος, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκονται οι ληστές Ληστές, ένα comic που κι αυτό εντάσσεται -με μυθοπλαστική διάθεση- σε εκείνα τα comics τα οποία αναπλάθουν το ελληνικό παρελθόν και το χρησιμοποιούν σαν πρώτη ύλη για τη διήγηση της comic ιστορίας τους.
Οι «Ληστές» ήταν μία ιδέα του Γιώργου Γούση την οποία τελικά υλοποίησε με την πολύτιμη σεναριακή συνεισφορά του Γιάννη Ράγκου. Οι δυο τους είχαν συνεργαστεί και στο παρελθόν πολύ επιτυχημένα στον Ερωτόκριτο (μαζί και με τον Δημοσθένη Παπαμάρκου), αλλά και στην επιμέλεια του Μπλε Κομήτη, του οποίου την αρχισυνταξία είχε αναλάβει ο Γούσης. Στις σελίδες του Μπλε Κομήτη μάλιστα γνωρίσαμε τους Ληστές, της ιστορίας των οποίων φιλοξενήθηκαν τα πρώτα κεφάλαια. Τελικά, μετά και το απρόσμενο κλείσιμο του περιοδικού, οι Ληστές ακολούθησαν το δικό τους αυτόνομο δρόμο, κυκλοφορώντας τον πρώτο τόμο (από τους δύο) της ιστορίας τους από τις εκδόσεις Polaris.
Η πλοκή των «Ληστών» εκτυλίσσεται στην Ήπειρο των αρχών του 20ου αιώνα και αφορά δύο αδέρφια, τους Ντοβαίους, οι οποίοι, με σκοπό να εκδικηθούν για το φόνο του πατέρα τους, βγαίνουν στην παρανομία και κρύβονται στα βουνά της Ηπείρου. Εκεί θα σχηματίσουν μία ληστρική συμμορία και το όνομα τους θα γίνει ξακουστό στην Ήπειρο, ενώ η χρόνια αδυναμία των αρχών να τους εντοπίσουν και να τους σταματήσουν θα ταξιδέψει τη φήμη τους μέχρι και στην Αθήνα.
Οι δημιουργοί του comic ασχολούνται με το φαινόμενο της ληστείας, ένα ιστορικό φαινόμενο που είχε σημαντική παρουσία γενικώς στα Βαλκάνια αλλά και στην ελληνική επαρχία. Πρόκειται για ένα περιφερειακό θέμα της ελληνικής ιστορίας όμως με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και είναι πολύ εύστοχη η επιλογή του για μία comic ιστορία που συνδυάζει ηθογραφία, δράση, σκοτεινή ατμόσφαιρα και μία ελληνικού τύπου γουέστερν αισθητική. Επίσης δεν είναι κι ένα θέμα με το οποίο δεν έχει ασχοληθεί αρκετά η ελληνική μυθοπλασία σε όλες τις μορφές της και πόσο μάλλον τα ελληνικά comics. Διαβάζοντάς το πάντως μου θύμισε μία εξαιρετική θεατρική παράσταση, το MUTE, με θέμα κάποιους ληστές των βουνών του Ολύμπου στις αρχές του 20ου αιώνα με παρόμοια χαρακτηριστικά με τους Ντοβαίους.
Οι αδερφοί Ντόβα αποτελούν μεν μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, όμως η ιστορία τους είναι εμπνευσμένη απ’ τους αδερφούς Ρέντζου (Ρεντζαίους), δύο ξακουστούς ληστές της Ηπείρου εκείνης της εποχής. Οι δημιουργοί του comics άλλαξαν τα ονόματα των πρωταγωνιστών προκειμένου να αποκτήσουν μεγαλύτερη δημιουργική ελευθερία στην πλοκή της υπόθεσής τους, όμως διατήρησαν στην αφήγησή τους τον πυρήνα της αληθινής ιστορίας των Ρεντζαίων. Τις πληροφορίες τους για την εποχή τις άντλησαν από μία ενδελεχή έρευνα ιστορικών μελετών αλλά και πρωτογενών πηγών της περιόδου που έδρασαν οι Ρεντζαίοι στην Ήπειρο. Έτσι απέκτησαν το απαραίτητο υλικό προκειμένου να διηγηθούν μία παρόμοια -μυθοπλαστικού χαρακτήρα- ιστορία και να την εντάξουν αυτή στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής με ιστορική ακρίβεια.
Πέραν των τεκμηρίων της εποχής όμως, οι δημιουργοί μελέτησαν ευρύτερα και το φαινόμενο της ληστοκρατίας και ιδιαίτερα της «κοινωνικής ληστείας» όπως το έχει αναδείξει στο ομότιτλο έργο του ο εμβληματικός σύγχρονος ιστορικός Eric Hobsbawm. Η έρευνα και η ερμηνεία του Hobsbawm αναδεικνύουν τα δαιδαλώδη μονοπάτια ανάπτυξης της ληστείας σε αγροτικές κοινωνίες, η οποία άκμασε παράλληλα με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, συγκροτώντας πυρήνες εξουσίας αντίπαλους της κεντρικής κρατικής εξουσίας, οι οποίοι διαμορφώνονταν σε βουνά και γενικώς δύσβατες περιοχές, στις οποίες το κεντρικό κράτος αδυνατούσε να ασκεί συνεχή έλεγχο και να επιβάλλει το νόμο του. Η κάλυψη αυτού του κενού εξουσίας έδινε στους ληστές τη δυνατότητα να αναπτύσσουν ισχυρούς δεσμούς με τις τοπικές κοινωνίες, να κερδίζουν τη στήριξή τους (αφού πολλές φορές προέρχονταν κι απ’ το ίδιο χωριό στο οποίο δρούσαν) και να χτίζουν τελικά μεγάλη τοπική ισχύ. Πρόκειται για κοινωνικά φαινόμενα απ’ τα οποία απουσιάζουν τα μανιχαϊστικά δίπολα του «καλού» και του «κακού», αφού ο ληστής, που από τους άρχοντες χαρακτηριζόταν «κακούργος» και «εγκληματίας», στα μάτια των συγχωριανών του φάνταζε ήρωας, προστάτης ή ακόμα και αγωνιστής της δικαιοσύνης. Το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας γέννησε ισχυρά σύμβολα (όπως ο θρύλος του Ρομπέν των Δασών, του -κατά Hobsbawm- «ευγενή ληστή») τα οποία μέσω της προφορικής παράδοσης των αγροτικών κοινωνιών σχημάτισαν τοπικούς μύθους που τελικά απέκτησαν οικουμενικό χαρακτήρα.
Στοιχεία του φαινομένου της κοινωνικής ληστείας εντοπίζονται και στην ιστορία των αδερφών Ντόβα, όπως τη διαπλάθουν οι Γούσης και Ράγκος, χωρίς βέβαια να παρουσιάζονται ως Ρομπέν των Δασών. Τα δύο αδέρφια έγιναν ληστές ακολουθώντας έναν ευγενή ηθικό κώδικα, ο οποίος τους δημιούργησε το συνειδησιακό χρέος να εκδικηθούν για την δολοφονία του πατέρα τους. Και παρ’ όλο που έζησαν στην παρανομία και ζούσαν απ’ το έγκλημα, ποτέ τους δεν διέρρηξαν τους δεσμούς τους με την τοπική κοινωνία, η οποία τους υποστήριζε (κρυφά ή φανερά). Αυτό το χρωστούν και στον αυστηρό ηθικό κώδικα που ανέπτυξαν στα βουνά, ο οποίος δεν τους απέτρεπε μεν απ’ τη διάπραξη εγκλημάτων με σκοπό την εξασφάλιση χρημάτων, όμως τους απαγόρευε την κατάχρηση της εξουσία τους απέναντι στα θύματά τους και ιδιαίτερα απέναντι στις γυναίκες. Παρατηρώντας αυτό το φαινόμενο ο Hobsbawm σχολιάζει ότι «η κακοποίηση των γυναικών είναι ένας σίγουρος τρόπος να γίνεις αντιδημοτικός» και ακόμα και γι’ αυτό το λόγο «οι ληστές που στηρίζονται στη λαϊκή υποστήριξη ή συναίνεση πρέπει να συγκρατούν τα ένστικτά τους». Πάντως οι Ντοβαίοι γενικώς, ακόμα και όταν είχαν υπό την εξουσία τους πολύ πλούσιους ομήρους, προσπαθούσαν να ολοκληρώσουν την αποστολή τους όσο το δυνατόν πιο αναίμακτα και τηρώντας το λόγο τους στα θύματά τους, στο βαθμό τουλάχιστον που ήταν στο χέρι τους αυτό. Παρ’ όλα αυτά όμως θα ήταν λάθος η εξιδανίκευσή τους. Απ’ την παραβατική ζωή τους στα βουνά δεν λείπουν και οι σκοτεινές πτυχές στην ιστορία τους, τα βίαια ξεσπάσματα, οι δολοπλοκίες, ακόμα και η συνεργασία με πλούσιους παράγοντες της τοπικής κοινωνίας. Τίποτα στη ζωή των Ληστών δεν είναι άσπρο – μαύρο κι αυτό καθιστά ακόμα πιο ελκυστική την ιστορία τους.
Το σχέδιο του Γιώργου Γούση κερδίζει την προσοχή του αναγνώστη απ’ την πρώτη ματιά. Ξεχωρίζει για τη ρεαλιστική του απεικόνιση, τη σκοτεινή ατμόσφαιρα, την εστίαση στα πρόσωπα, τα παιχνίδια του φωτισμού και των σκιάσεων στο ασπρόμαυρο σχέδιο αλλά και για τη λεπτομέρεια στις ενδυμασίες, στα αντικείμενα και στα τοπία προκειμένου να εικονογραφηθεί με ιστορική ακρίβεια η εποχή. Η επιλογή του ασπρόμαυρου μοιάζει περισσότερο συνειδητή παρά λύση (οικονομικής) ανάγκης, καθώς η σκοτεινή ατμόσφαιρα που ευνοεί το ασπρόμαυρο σχέδιο δένει αρμονικά με την ιστορία εκδίκησης και με την δράση των Ντοβαίων στα δύσβατα βουνά της Ηπείρου.
Το έργο ως σύνολο (ή μάλλον ως κομμάτι του συνόλου που θα ολοκληρωθεί με το β’ τόμο της ιστορίας) αποτελεί μία απ’ τις πιο αξιόλογες δουλειές comic που έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια. Είναι μία πρωτότυπη ιστορία, αναμετράται με ένα σχετικά άγνωστο σημείο του ελληνικού παρελθόντος, διαθέτει ηθογραφικό χαρακτήρα αλλά και αφήγηση με σασπένς και τέλος ξεχωρίζει για το όμορφο και προσεγμένο σχέδιό του. Είναι ένα απ’ αυτά τα comics που έχει όλα τα προσόντα για να μεταφραστεί και να κυκλοφορήσει και στο εξωτερικό, έτσι ώστε να μην περιορίζεται στα (δυστυχώς) στενά περιθώρια του ελληνικού αναγνωστικού κοινού.
Κλείνοντας όμως, ας προβληματιστούμε με μία λίγο πιο απαισιόδοξη σκέψη: οι Ληστές παρουσιάστηκαν στο κοινό μέσα από τις σελίδες του Μπλε Κομήτη (όπως και άλλα έργα που έχουν μείνει μέχρι στιγμής ημιτελή όπως τα Γυμνά Οστά και η Άρπη). Όμως τώρα που δεν κυκλοφορεί πια ο Μπλε Κομήτης και η ελληνική comic σκηνή έχει μείνει και πάλι χωρίς περιοδικό υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου (και budget) θα μπορούν με την ίδια δυναμική να ξεκινούν οι καλλιτέχνες μας τέτοια μεγάλα projects με πρωτότυπες ιστορίες που χρειάζονται χρόνο, κόπο και εκδοτικούς οίκους πρόθυμους να τολμήσουν να τα πληρώσουν και να τα τυπώσουν; Δυστυχώς η απώλεια του Μπλε Κομήτη δεν μας στέρησε μόνο την ευκαιρία να έχουμε ένα τακτικά εκδιδόμενο περιοδικό comics, αλλά και την προοπτική για πολλαπλάσιες δουλειές τέτοιου υψηλού επιπέδου. Το ταλέντο δεν λείπει καθόλου απ’ την ελληνική comic σκηνή, αλλά απ’ την άλλη το ταλέντο από μόνο του δεν μπορεί να συντηρεί τους καλλιτέχνες.