«Λόλα Καραμπόλα», της Ερωφίλης Κόκκαλη

Οι ζωές μας λιώνουν και δεν τελειώνουν

| 09/04/2025

Κάθε καλοκαίρι η ίδια, σχεδόν, σκηνή. Ο θείος, ο νονός, παππούς, θα δώσουν χαρτζιλίκι στο παιδί να πάει να πάρει παγωτό. «Άντε, πάρε αυτό και πήγαινε στην ΕΒΓΑ του Σάκη και πάρε δύο κυπελάκια. Ένα για σένα και ένα για την αδερφή σου». Ο πιτσιρίκος φτάνει στο μαγαζί γωνία της γειτονιάς και κρατά σφιχτά στο χέρι το χαρτονόμισμα. Σκύβει πάνω από το ψυγείο. Κοιτά προσεκτικά το περιεχόμενό του και διαπιστώνει ότι έχουν μείνει μόνο τα ροζ κυπελάκια. Κοντοστέκεται. Δυσανασχετεί. Χρονοτριβεί. Ο κυρ Σάκης, που διαβάζει στην εφημερίδα πόσα γκολ έβαλε ο θρύλος, τον βλέπει με την άκρη του ματιού. Ξεφυσά και αφήνει το άρθρο στη μέση. Βγαίνει και κάπως βαριεστημένα πλησιάζει τον μικρό. Ο ήλιος είναι ακόμα ψηλά και «βαράει» αλύπητα το τσιμέντο, τους τσίγκους και τα σώματα. «Τι έγινε ρε Λουκά; Γιατί στέκεσαι τόση ώρα πάνω από το ψυγείο;». Ακούει τα κάπως αγχωμένα λόγια και το αδιέξοδο του πιτσιρίκου. «Καλά, και γι’ αυτό σκας; Πάρε μωρέ και τα δύο ροζ! Σίγα το πράγμα». Και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η αγορά των παγωτών. Ο θείος, νονός, παππούς, ικανοποίησαν τον καλό τους εαυτό και ο μικρός Λουκάς έμαθε ότι η ζωή είναι διαρκής συμβιβασμός. Κάποιος το έχει γράψει αυτό. Ξέχασε, όμως, κάτι: Η ζωή, για κάποιους, είναι ένας μονόπλευρος συμβιβασμός. Από δω ξεκινάει το βύθισμα στο απολαυστικό βιβλίο που λέγεται «Λόλα Καραμπόλα» (Εκδόσεις Έρμα).

Το βιβλίο της Ερωφίλης Κόκκαλη είναι το λιωμένο παγωτό που δεν τελειώνει ποτέ. Έτσι είναι και οι ζωές μας: Λιώνουν, λιώνουν, λιώνουν και ποτέ δεν τελειώνουν. Και κάτω από τέντες λουλουδάτες μας βάζουν για να προστατευθούμε. Σε ψυγεία μας ρίχνουν για να δροσιστούμε, παπάδες μας διαβάζουν για να βρούμε τον δρόμο μας και όλοι μας θυμίζουν «δυο φορές Έλληνας να γίνεις παιδί μου, δυο φορές!». Ποιοι είμαστε εμείς; Οι προηγούμενοι. Και ποιοι είναι οι σημερινοί; Αυτοί που θέλουμε να είναι προηγούμενοι. Η Ελλάδα του προηγούμενου αιώνα συμπυκνώνεται στο «τίνος είσαι εσύ;» και στο «στοιχεία ταυτότητας παρακαλώ». Και εκεί ανάμεσα στριμώχνεται η Λόλα Καραμπόλα. Και ενώ έχει βρει το φύλο της, ρούχο ανδρικό της έβαλαν και γραβάτα στρατιωτική, υπεραγία, μεροκαματιάρικη την «πνίγει». Κάπου εδώ έρχεται απρόσκλητη (;) και βίαιη η φωνή της μάνας του Ταχτσή. «Εγώ γιο γέννησα, όχι…». Και αυτός, μες το μυαλό του και μες τους χρόνους και χώρους του, να λέει «αχ ρε μάνα, ποτέ δεν με κατάλαβες, ποτέ…».

Το μυθιστόρημα της Ερωφίλης Κόκκαλη είναι βαθιά ανθρώπινο και αυτό αρκεί για να το δεχτείς και να το κρίνεις αξιανάγνωστο. Και ξέρετε γιατί είναι ανθρώπινο; Γιατί καταλαβαίνει τον πόνο των ανθρώπων και θαυμάζει την αντοχή τους να επιβιώνουν. Γι’ αυτό και στην ουσία δεν υπάρχει τίποτα περίεργο εδώ. Ένας «Happy Day» παραλογισμός ξετυλίγεται εδώ και σε αυτόν όλοι κατοικούν, ανεξαρτήτως φύλου.

Η Ερωφίλη Κόκκαλη μας μεταφέρει στα υπερβολικά 80’s και στα δήθεν καταξιωμένα 90’s. Εκείνη η Ελλάδα είναι προσφυγικά διαμερίσματα, εγκαταλειμμένα κτίρια, πλατείες, εφηβικά πάρτι, μοδιστράδικα και είδη δώρων, «σκοτωμένα» μεροκάματα, κουτσομπολιά, μπάνια στις δημοτικές πλαζ, κηρύγματα, αγιαστούρες, εξομολογήσεις, κούρεμα με την ψιλή, λούγκρα πάρτι, κραξίματα, ενδοοικογενειακή βία, αναμνήσεις από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, πόκα, τοκογλύφοι, φραπεδιές, χωρισμοί, bulling στο σχολείο, υποκρισία, τσακωμοί για γκομενικά, γκλίτερ, καλιαρντά και Λόλες που παλεύουν να ζήσουν, να ποχωρήσουν όπως αυτές θέλουν, με το φύλο που αυτές που διάλεξαν.

Η Ερωφίλη Κόκκαλη με χιούμορ, θαυμαστή ευαισθησία, καλοδουλεμένη, σφιχτή πλοκή, γρήγορο ρυθμό και ύφος που κινείται ανάμεσα στην ανεμελιά της «Φρουτοπίας» και στον κόσμο του Μένη Κουμανταρέα, μας αφηγείται τη ζωή και την πορεία της Λόλας Καραμπόλας. Η γλώσσα της Κόκκαλη είναι γάργαρη, παιχνιδιάρικη, δυναμική. Συλλαμβάνει τις άβολες στιγμές και τις αναδεικνύει καθαρά και δίκαια. Ο εκφραστικός τρόπος της  υπογραμμίζει το πόσο δύσκολη είναι η ζωή για ένα άτομο που έχει εγκλωβιστεί στο λάθος σώμα και την ίδια στιγμή τονίζει τη δύναμή του και τη θέλησή του να απελευθερωθεί. Το βιβλίο αυτό είναι για το τώρα, το χθες και ίσως για το μετά. Συγκινητικό, χαρούμενο και λυπημένο την ίδια στιγμή. Μυθιστόρημα που με τον λυρισμό του τσακίζει αστικά κέντρα και εξουσίες. Πώς να μην αγαπήσεις τη Λόλα Καραμπόλα όταν διαβάζεις αυτό:

Ο παπάς, η καντηλανάφτισσα, ο ψάλτης κι ο φωτογράφος ήταν οι μοναδικοί καλεσμένοι. Εκεί την έγδυσαν παρά τη θέλησή της, τη φωτογράφισαν, την ξαναέπλυναν, της κούρεψαν τη φράντζα, συμβολικά μεν αλλά τα έμπηξε τα κλάματα, την ξαναέντυσαν, την ξαναστόλισαν, την ξαναφωτογράφισαν, και σε μία ώρα είχε λύθει το ζήτημα. Βαφίστηκε κι αυτός ο δούλος του Θεού… [σ.65]

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις