Μάγια Πλισέτσκαγια:

Η τελευταία «υπόκλιση» του «κύκνου»...

| 05/05/2015

Λένε ότι «εν αρχή ην ο λόγος». Ας μη χαλάσουμε τις καρδιές μας. Ας πούμε ότι αυτό ισχύει για όλο το σύμπαν. Για όλο; Η Μάγια Πλισέτσκαγια είχε κάποιες αντιρρήσεις. Πίστευε ακράδαντα ότι «εν αρχή ην η κίνηση». «Διότι», εξηγούσε, «τις λέξεις μπορεί και να μην τις καταλαβαίνουν όλοι». «Αλλά αυτό», πρόσθετε απλώνοντας τα μαγικά της χέρια, «δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην το καταλαβαίνει».

Τέτοιου είδους επιχειρήματα είναι, συνήθως, συντριπτικά. Διότι ο ορθολογισμός ενίοτε «σηκώνει τα χέρια ψηλά» μπροστά σε φυσικά φαινόμενα όπως αυτό της Πλισέτσκαγια. Όχι. Δεν υπάρχει καμία μεταφυσική. Σίγουρα παίζει ρόλο η εκπαίδευση και η παιδεία. Οι ατελείωτες ώρες «βάρβαρης» προετοιμασίας και καταπόνησης του σώματος και του μυαλού. Η δύναμη της ψυχής όταν οι μύες και τα κόκαλα «φωνάζουν» με κάθε τρόπο «σταμάτα, μας σκοτώνεις!». Αλλά αυτό συμβαίνει σε πλήθος καλλιτεχνών που παίρνουν σοβαρά την τέχνη τους. Αφορά πολλούς από αυτούς που ξεχωρίζουν για την τεχνική και την αρμονία τους. Αλλά υπάρχουν στιγμές που ανάμεσα σε αυτούς ανθίζει ένας ή μία που θέτουν νέα δεδομένα στην τέχνη. Την προχωρούν μπροστά. Επεκτείνουν τα όριά της και καλούν τους ομότεχνους και τον κόσμο να τα ανακαλύψουν. Και όταν αναρωτιέσαι τί είναι αυτό που τους κάνει ξεχωριστούς, ανακαλύπτεις ότι, ενώ το αισθάνεσαι, δεν σου φτάνουν οι λέξεις να το εξηγήσεις. Απλά κοιτάς την Μάγια να απλώνει τα χέρια της.

Αυτός ο «κύκνος» που «πέθανε» άπειρες φορές στις σκηνές των μεγαλύτερων θεάτρων του κόσμου, όπως δεν το έκανε κανείς ποτέ πριν από αυτή και που οι στατιστικές πιθανότητες να επαναληφθεί είναι ελάχιστες, έπαψε να αναπνέει το περασμένο Σάββατο, στη Γερμανία, από καρδιακή προσβολή. Το ότι ήταν 90 ετών είναι μια πληροφορία που δεν έχει κανένα νόημα για την Πλισέτσκαγια. Ήταν η απόλυτη μπαλαρίνα μέχρι το τέλος.

«Σήμερα έφυγε μια ολόκληρη εποχή, η εποχή του Μεγάλου μπαλέτου…» έγραψε στη σελίδα της στο fb η πρίμα μπαλαρίνα του θεάτρου Μαρίνσκι, Ντιάνα Βίσνιεβα, σε ένα ευφυές λεκτικό «παιχνίδι» που ταυτίζει την έννοια της λέξης «μεγάλο» με το θέατρο «Μπολσόι» που στα ρωσικά σημαίνει ακριβώς αυτό. Και έχει απόλυτο δίκιο. Όχι μόνο επειδή η Πλισέτσκαγια ήταν όντως η εμβληματική προσωποποίηση του μεγάλου μπαλέτου, αλλά και διότι ταυτίστηκε με το «Μπολσόι» έτσι όπως πολλοί λίγοι καλλιτέχνες μπορούν να περηφανευτούν ότι έχουν τέτοιου είδους σχέση με το σημαντικότερο, ίσως, λυρικό θέατρο του πλανήτη. Η ίδια έλεγε ότι, ενώ έχει χορέψει σε όλες τις σημαντικές σκηνές του κόσμου, άρτιες όλες τους, «καμία δεν είναι σαν του Μπολσόι». Μόνο εκεί ένιωθε πραγματικά ελεύθερη.

plis2

Η Πλισέτσκαγια γεννήθηκε στην Μόσχα, σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με έντονη την παρουσία της τέχνης. Η μητέρα της, Ραχήλ Μέσσερερ, ήταν ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου, ενώ ο θείος της ήταν ο χορευτής μπαλέτου Ασάφ Μέσσερερ και η θεία της ήταν η μπαλαρίνα, σολίστ του Μπολσόι, Σουλαμίφ Μέσσερερ. Ο πατέρας της, Μιχαήλ Πλισέτσκι, ήταν ανώτερος κρατικός παράγοντας της ΕΣΣΔ. Ωστόσο, συλλαμβάνεται και εκτελείται για «προδοσία» το 1938. Για την ιστορία, αποκαταστάθηκε πολιτικά τη δεκαετία του ’50. Η μητέρα της στάλθηκε στο Καζαχστάν μέχρι τις αρχές του πολέμου. Η μικρή Μάγια έμεινε με τη θεία της η οποία θα τη μυήσει στην τέχνη του κλασικού χορού.

Από το ’41 μέχρι το ’42 η οικογένεια ζει στο Σβερντλόφσκ όπου η Μάγια θα χορέψει για πρώτη φορά τον «Κύκνο» του Σαιν Σανς. Το 1943 αποφοιτά από την Κρατική Ακαδημία Χορού της Μόσχας και γίνεται δεκτή στο μπαλέτο του Μπολσόι. Η άνοδος είναι αστραπιαία. Πολύ γρήγορα ερμηνεύει σόλο ρόλους και κατακτά τη θέση της πρίμα μπαλαρίνας. Με το «Μπολσόι» θα θριαμβεύσει σε έργα  – σταθμούς όπως ο «Δον Κιχώτης», η «Λίμνη των Κύκνων», «Ρομέο και Ιουλιέττα», «Ωραία κοιμωμένη», «Σπάρτακος», «Κάρμεν» κλπ.

Το 1958 συναντά και παντρεύεται τον σπουδαίο Σοβιετικό συνθέτη, Ροντιόν Σεντρίν, με τον οποίο θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής της, χτίζοντας μια σχέση βαθειά ανθρώπινη και καλλιτεχνικά ευεργετική και για τους δύο.

plis3

Για χάρη της γράφτηκαν εξαρχής μουσικά θέματα, ενώ η ακτινοβολία της έντονης προσωπικότητάς της την κατέστησαν «μούσα» όχι μόνο συνθετών και χορογράφων, αλλά, αν έχει σημασία, και ανθρώπων όπως ο Ιβ Σαιν Λοράν και ο Πιέρ Γκαρντέν. Η χώρα της την τίμησε με κάθε ανώτατο μετάλλιο και βραβείο που διέθετε. Αλλά για την ίδια, το μεγαλύτερο βραβείο ήταν το συγκλονισμένο κοινό να την χειροκροτεί όρθιο με πάθος.

Μια «μυθιστορηματική» ζωή όπως της Πλισέτσκαγια βρίθει γεγονότων αλλά και μυθοπλασίας. Εμείς δεν πρόκειται να αποτίσουμε φόρο τιμής με όρους «κουτσομπολιού». Είναι άδικο για την ίδια. Το πώς θα ήθελε να τη θυμούνται προκύπτει έμμεσα, από το τί επέλεξε να προβάλλει στα τηλεοπτικά αφιερώματα στο πρόσωπό της, όπως συμβουλές σε μικρές μπαλαρίνες που κρέμονται από τα χείλη της και το τι σημαίνει γι’ αυτήν χορός, με λήψεις στα παρασκήνια του «Μπολσόι». Είναι ο τρόπος που ένιωθε την τέχνη της. Έλεγε ότι λίγο πριν τη σκηνή έκανε τα «ζεστάματά» της και φερόταν όπως κάθε «κανονικός» – έτσι το έθετε – άνθρωπος. Όμως, με τις πρώτες νότες από την ορχήστρα και με τα πρώτα βήματα στη σκηνή, «είσαι πια κύκνος». Και τίποτα, ούτε καν ένα ατύχημα όπως το να λυθεί η μία πουέντ την ώρα της παράστασης – όπως της συνέβη – δεν είναι ικανό να χαλάσει τη μαγεία του κοινού. Το οποίο, ακριβώς λόγω του «φαινομένου» Πλισέτσκαγια, δεν το πήρε καν χαμπάρι…

«Το βασικό δεν είναι να χορεύεις με τη μουσική. Το βασικό είναι να χορεύεις μέσα στη μουσική. Αν μια νότα του βιολιού κρατήσει περισσότερο χρόνο, τόσο χρόνο πρέπει να κρατήσει και η κίνηση. Η μουσική είναι το “κείμενο” του ρόλου μου. Όταν χορεύω τη “Λίμνη των Κύκνων” ακούω κάθε “λέξη” της παρτιτούρας του Τσαϊκόφσκι» έλεγε.

Την Μάγια θα αποχαιρετήσουν λίγοι άνθρωποι στην Γερμανία όπου θα αποτεφρωθεί. Επιθυμία της ίδιας και του συζύγου της είναι, όταν «φύγει» και ο Σεντρίν, να αποτεφρωθεί και εκείνος και οι στάχτες τους να «πετάξουν» πάνω από τη Ρωσία…

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.