Οι μέντορες μιας σπουδαίας και σε κοινωνική εγρήγορση, λογοτεχνικής φωνής

Η Μάρω Δούκα εξηγεί γιατί «τίποτα δεν χαρίζεται»...

| 03/11/2016

Με την συλλογή κειμένων, «Τίποτα δεν Χαρίζεται» (Εκδ. Πατάκη) η Μάρω Δούκα ξαναπιάνει το χρονικό κουβάρι που είχε αφήσει με τον «Πεζογράφο και το Πιθάρι του» (Εκδ. Πατάκη, 1992) και το μεταφέρει έως το 2005 ενώ ακολουθεί τον ίδιο στιλ καταγραφής: ανάμεσα στο ημερολόγιο, την βιωματική μαρτυρία, το χρονογράφημα, κρίκοι συνδετικοί του κυρίως σώματος του βιβλίου που είναι οι δημοσιευμένες παρουσιάσεις γνωστών μορφών της λογοτεχνίας, οι οποίες σημάδεψαν την εφηβεία της και κατ’ επέκταση την γραφή της. Μιλήσαμε μαζί της για διάφορα αλλά και για την εξαιρετική ικανότητά της στο να προσεγγίζει τους εν λόγω συγγραφείς ως αφοσιωμένη αναγνώστρια – αυτή μια πεζογράφος με μεγάλη πορεία στα ελληνικά γράμματα – και να γράφει βαθιά και περιεκτικά γι’ αυτούς.

Μιλήστε μας για το  τελευταίο σας βιβλίο, «Τίποτα δεν χαρίζεται», για τα πρόσωπα που γράφετε και για τα αυτοβιογραφικά ιντερμέδια που παρεμβάλλετε.

Το κυρίως σώμα του βιβλίου αποτελείται από δεκαεννέα κείμενα, τοποθετημένα κατά χρονολογική σειρά συγγραφής (1993 – 2005). Είναι όλα τους κείμενα που γράφτηκαν επειδή μου ζητήθηκαν, προκειμένου να συμμετάσχω σε τιμητικά αφιερώματα ή εκδηλώσεις μνήμης για ανθρώπους που αγάπησα, εκτίμησα και θαύμασα, χωρίς ποτέ να παραιτηθώ από το δικαίωμα να προσεγγίζω με κριτική ματιά και ανασυνθετική διάθεση το έργο τους. Και αυτά τα κείμενα, ακολουθώντας τη δομή ενός «συγγενικού» προηγούμενου βιβλίου μου («Ο πεζογράφος και το πιθάρι του») αισθάνθηκα την ανάγκη να τα «υποστηρίξω», εμπλουτίζοντάς τα, με ένθετα κομμάτια ημερολογιακής – εξομολογητικής υφής. Έτσι, είτε με την τεχνική της μπάμπουσκας, ενσωματώνοντας τη μια ιστορία μέσα στην άλλη, είτε με την τέχνη της υφαντικής, καθώς τα κείμενα – στημόνι συνταιριάζονται με τα κομμάτια – υφάδι χρωματίζοντας το βαθύτερο νόημα της αφήγησης, έχουμε ένα βιβλίο όπου το ατομικό συμπλέκεται με το συλλογικό σε μια ενιαία σύνθεση: Από τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Αλέξανδρο Κοτζιά, τον Στρατή Τσίρκα, τον Βασίλη Βασιλικό, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Γιάννη Τσαρούχη έως τον Διονύσιο Σολωμό, τον Κώστα Ταχτσή, την Διδώ Σωτηρίου, τον Παύλο Ζάννα, τον Μ. Καραγάτση, τον Γιάννη Κοντό, τον Αντρέα Φραγκιά, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Γεώργιο Βιζυηνό. Και ανάμεσά τους μια ομιλία μου σε μαθητές: Γιατί διαβάζουμε λογοτεχνία;

%ce%b4%ce%bf%cf%85%ce%ba%ce%b14

Γιατί, λοιπόν, διαβάζουμε λογοτεχνία;

Κατά τη γνώμη μου, όπως είχα πει και πριν από λίγο καιρό στην Μικέλα Χαρτουλάρη, (και δεν υπάρχει λόγος να επαναλάβω τα ίδια με διαφορετικά λόγια) διαβάζουμε λογοτεχνία, πρωτίστως, από ανάγκη. Για να παρηγορηθούμε κάπως, να ακυρώσουμε τη μοναξιά μας, να φωτίσουμε την καθημερινότητά μας, να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, να επικοινωνήσουμε με διαφορετικούς πολιτισμούς, άλλους λαούς, να ταξιδέψουμε στον χρόνο, να οραματιστούμε τον καλύτερο κόσμο που δικαιούμαστε. Διαβάζουμε όμως και για να μάθουμε, να διδαχτούμε, να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Και πάνω απ’ όλα, πιστεύω, διαβάζουμε για την απόλαυση του κειμένου, τη χαρά της λέξης, την έκπληξη του απρόβλεπτου…

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σας σημειώνετε πως όλα αυτά τα χρόνια γράφετε ουσιαστικά για εσάς.

Από τον εαυτό μας πάντα ξεκινούμε και, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, στον εαυτό μας πάντα επιστρέφουμε. Το ερώτημα επομένως είναι, γιατί γράφουμε; Κι εγώ σ’ αυτό το ερώτημα, για δικό μου λογαριασμό, αντιγράφοντας από το οπισθόφυλλο του βιβλίου ολόκληρη την παράγραφο, απαντώ: Γράφω για να μπορώ να ρίχνω μπρος πίσω τις ματιές μου. Να αυξομειώνω την ένταση. Να συνομιλώ με τα επίμονα, τα αόρατα, τα άπιαστα. Να περιθάλπω τα πεταμένα, τα άχρηστα, τα πονεμένα. Να ανυψώνω τα εφήμερα, τα αδιόρθωτα, τα άρρωστα. Να περιποιούμαι τα αδέσποτα, τα άστεγα, τα αδιάλυτα! Όπως και τότε, στα πρώτα μου συγγραφικά βήματα, έτσι και σήμερα, έπειτα από σαράντα και βάλε χρόνια, κινητήρια δύναμη στο γράψιμο υπήρξε πάντα η ανάγκη μου να σκεφτώ, να αντισταθώ, να υπάρξω, να συνυπάρξω…

Το μεγαλύτερο μέρος του  «Τίποτα δεν χαρίζεται» αφιερώνει ένα μεγάλο κομμάτι του, μάλλον, το μεγαλύτερο, στον Γεώργιο Βιζυηνό. Γιατί αυτή, η, ας πούμε, διάκριση;

Απαντώ έμμεσα σε αυτό το ερώτημα, και με πολλές αφορμές, στο ίδιο το βιβλίο. Εδώ απλώς ανακεφαλαιώνω: Αν και από τα χρόνια του δημοτικού σχολείου αγαπούσα ξεχωριστά τον Βιζυηνό (για τα γλαφυρά παιδικά ποιήματά του και «Το αμάρτημα της μητρός μου»), αν και αργότερα στην εφηβεία είχα βαθιά συγκινηθεί με τα συνταρακτικής πλοκής και υψηλής αφηγηματικής τέχνης διηγήματά του, ίσως και να μην είχα βγει ποτέ προς αναζήτησή του, εάν δεν μου είχε προτείνει πριν από χρόνια η καλή πεζογράφος και μεταφράστρια Κλαίρη Μιτσοτάκη να ανθολογήσω όποιον συγγραφέα ήθελα για τη σειρά «Μικρή Κιβωτός» που ετοίμαζε συνεργαζόμενη τότε με τις εκδόσεις Μπάστας Πλέσσας. Και τότε, εντελώς ασυναίσθητα, τον θυμήθηκα και τον επέλεξα σαν έναν παλιό αγαπημένο… Αρχικά, επομένως, η ενασχόλησή μου μαζί του θα μπορούσε να θεωρηθεί «συγκυριακή». Έπειτα όμως με συνεπήρε. Ώρες στην Εθνική Βιβλιοθήκη ψάχνοντας. Με οδηγούς τους πανεπιστημιακούς Π. Μουλλά («Νεοελληνικά διηγήματα») και Β. Αθανασόπουλο («Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού») τον ανακάλυπτα εκ νέου και τον τοποθετούσα αλλιώς μέσα μου. Δεν ήταν μόνο ο εμβληματικός διηγηματογράφος, ο ανανεωτής, ο ένας από τους δυο τρεις κορυφαίους της γενιάς του 1880, ήταν και ο προικισμένος ποιητής, ο πολυπράγμων κοσμοπολίτης, ο πρωτοπόρος παιδαγωγός, ο επίμονος λαογράφος, ο ακάματος μελετητής, ο ραγισμένος ορφανός, ο ευφάνταστος, ο άτυχος, ο παιδεμένος, ο αδιέξοδος στοχαστής. Πέρα από τον θαυμασμό και την αγάπη, με έδεσε μαζί του και η συμπόνια, ένας βαθύς θυμός για τις ατυχίες του, ένα διαρκές βούρκωμα…

%ce%b4%ce%bf%cf%85%ce%ba%ce%b12

Μιλήστε μας, αν θέλετε, για τη «χρυσή» δωδεκαετία 1993 – 2005, για το πνεύμα των καιρών της, την αίσθηση μιας κοινωνίας που έπρεπε με βιάση να εκσυγχρονιστεί.

Ως μυθιστοριογράφος, εκτός από το «Εις τον πάτο της εικόνας» (1990), έχω αποτυπώσει με τον τρόπο μου εκείνη την καθοριστική για τη χώρα δωδεκαετία και σε ένα άλλο μυθιστόρημα, «Ουράνια μηχανική» (1999). Σήμερα, δεκαέξι χρόνια μετά, τα λόγια, πιστεύω, περισσεύουν. Αρκεί να ανακαλέσουμε στη μνήμη τις υπουργικές εξαγγελίες που υπέθαλπαν και προκαλούσαν εκμαυλιστικά τη χρηματιστηριακή φρενίτιδα. Να αναλογιστούμε την αμεριμνησία, την αφέλεια, τον ωχαδερφισμό όλων μας απέναντι στην ασυδοσία των τραπεζών και των παντός καιρού διαπλεκομένων. Να θυμηθούμε την υποκρισία, τη βλακεία, τη χυδαιότητα της πολιτικής, δημόσιας και ιδιωτικής, καθημερινότητάς μας. Και να προβληματιστούμε, επιτέλους, για την εντός και εκτός μας Λερναία Ύδρα και τους ανακυκλώσιμους… Ηρακλείς.

Πόσο εύκολο είναι για μια συγγραφέα που κάνει μεγάλη πορεία στην ελληνική λογοτεχνία, με πολλά και δημοφιλή βιβλία, να επιστρέφει στα διαβάσματα της νεότητας και να γράφει με πάθος συνεπούς αναγνώστριας γι’ αυτά;

Δεν είναι θέμα ευκολίας ή δυσκολίας, είναι απλώς η στοιχειώδης ενσυναίσθηση της όποιας διαδρομής μας, η επίγνωση ότι από κάποιους άλλους πάντα πριν από μας, ακόμη και εν αγνοία μας, παραλάβαμε τη σκυτάλη, ότι, με άλλα λόγια, στη λογοτεχνία, όπως και σε όλες τις τέχνες, παρθενογένεση δεν υπάρχει… Η επιστροφή επομένως στα νεανικά διαβάσματα ισοδυναμεί με την επιστροφή στις πηγές, φιλοδοξώντας να επαναδιατυπώσουμε τις βασικές επιλογές και αξίες μας, να ανανεώσουμε για άλλη μια φορά τη διαθήκη-συμφωνία μας με τον κόσμο…

Στο κείμενο, «Ψέλλισμα αγάπης για τον Στρατή Τσίρκα», στη δεύτερη παράγραφο αναφορά κάνετε, στο δικό σας θα έλεγα cv, των χρόνων της ενηλικίωσης και  της συνειδητοποίησης.

Ακριβώς όπως το λέτε… Και κυριολεκτικά και μεταφορικά το δικό μου Curriculum vitae, το βιογραφικό μου σημείωμα δηλαδή, η όποια διαδρομή μου στη ζωή και στο γράψιμο, έχει να κάνει με την πρωταρχική συνομιλία μου με την Αριστερά. Την αριστερά θέλω να πω που με βοήθησε να δω αλλιώς τον κόσμο, να μάθω από την αρχή την άλφα -βήτα της ζωής, αναλύπτοντας παρηγορημένη, με καιρό και με κόπο, όπως το έχω πει πολλές φορές, τη δυνατότητά μου να αφηγηθώ μια ιστορία. Και σε όλη αυτή την προσπάθεια ο Στρατής Τσίρκας, με τη ζωή και το έργο του, με το παράδειγμά του, προπαντός, συνέβαλε καθοριστικά.

Θεωρείτε  εαυτόν  αριστερή συγγραφέα ή συγγραφέα της αριστεράς;

Πώς θα μπορούσα να θεωρήσω εαυτόν συγγραφέα της Αριστεράς, εφόσον ουδέποτε θέλησα να οργανωθώ στην Αριστερά; Να ενταχθώ σε ένα κόμμα, να αποδεχτώ τους όρους και το καταστατικό του; Κανείς όμως πάλι δεν θα μπορούσε να μου στερήσει το δικαίωμα να αισθάνομαι αριστερή συγγραφέας σε ό,τι αφορά τη σχέση μου με τον κόσμο, τη ματιά μου απέναντι στην Ιστορία και την πολιτική, τον τρόπο της ζωής και την ευθύνη της καθημερινότητάς μου.

Αν αναφερθούμε στους τίτλους των τελευταίων σας βιβλίων όλοι δείχνουν μια συγγραφέα που βρίσκεται σε εγρήγορση, σε δημιουργικό  άγχος.

Σε εγρήγορση ίσως, όχι όμως σε άγχος… Το άγχος είναι συνήθως κακός σύμβουλος. Κι εδώ θα ήθελα να διευκρινίσω ότι από τα πρώτα μου βήματα στο γράψιμο, αν και άπειρη, δεν μ’ ενδιέφερε να αφηγηθώ απλώς μια ιστορία. Ταυτόχρονα αναρωτιόμουν και για τη βαθύτερη αιτία αυτής της ιστορίας σε σύμπλευση πάντα με την αναζήτηση της φόρμας που θα την αποτύπωνε…

%ce%b4%ce%bf%cf%85%ce%ba%ce%b13

Τι είναι αυτό που σας γοήτευσε περισσότερο στον Στρατή Τσίρκα  και στον Αντρέα Φραγκιά;

Και οι δυο ήταν συνομιλητές της εποχής τους και της Ιστορίας. Και οι δυο είχαν σηκώσει το χέρι ψηλά φωνάζοντας «παρών» στο κάλεσμα του καιρού τους. Και οι δυο υπηρέτησαν με υπευθυνότητα και αφοσίωση την πεζογραφία. Εμπνευσμένοι, αναζητητές, πρωτοπόροι. Καθένας με τον τρόπο και την ιδιοσυγκρασία του. Εξωστρεφής, κοσμοπολίτης, ανυποχώρητος περιπατητής ο Τσίρκας, εσωστρεφής, στοχαστικός, αθόρυβος «σκαπανεύς» ο Φραγκιάς.

Υποθέτουμε πως θα υπάρξει και συνέχεια αυτής της άτυπης και ιδιόμορφης αυτοβιογραφίας καθώς ήδη απέχουμε ένδεκα χρόνια από την τελευταία περίοδό της;

Να πω πρώτα ότι, έστω κι αν έχω πάντα στο πλευρό μου το δίστιχο του Ρίτσου («μιλώντας για τον εαυτό μου και για σας μίλησα, μιλώντας αποκλειστικά για σας δεν θα μιλούσα για κανέναν»), οι όποιες αυτοβιογραφικές αναφορές στο «Τίποτα δεν χαρίζεται» δεν έχουν να κάνουν με μένα αλλά με την εποχή στην οποία αναφέρονται, δεν ξεκίνησα, θέλω να πω, ούτε άτυπα ούτε ιδιόμορφα, να μιλήσω για τη ζωή μου, ξεκίνησα, όταν μου ζητήθηκε, «με τη ζωή μου όχημα» να μιλήσω για το έργο και την προσφορά, όπως είπα και στην αρχή, ανθρώπων που πολύ εκτίμησα και αγάπησα και που άφησαν βαθιά τα ίχνη τους στον τόπο. Παρόμοια κείμενα δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες υπάρχουν πολλά ακόμη. Το θέμα είναι πότε θα αισθανθώ την ανάγκη να τα βάλω κι αυτά στη σειρά, να τα τοποθετήσω στην εποχή τους και να τα αναδείξω, προβάλλοντάς τα σ’ εκείνο το άλλο, το μακρινό… σήμερα!

%ce%b4%ce%bf%cf%85%ce%ba%ce%b15

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.