«Μαζί ή Τίποτα» του Φατίχ Ακίν

Στην νέα του ταινία «οπλίζει» και στοχεύει το νεοναζισμό (και της χώρας μας)

| 23/02/2018

«Ήταν μουσουλμάνος; Κούρδος;» ρωτάνε οι αστυνομικοί την Katja αναφερόμενοι στον άντρα της Nuri. Έχει μόλις δολοφονηθεί μαζί με τον γιο τους από έκρηξη βόμβας έξω από τη δουλειά του. Η Katja προσπαθεί να διαχειριστεί τον θρήνο της και η αστυνομία την ίδια ακριβώς στιγμή τον… ρατσισμό της. Με μια τέτοια ερώτηση, προσβλητική εκ φύσεως, κάθε έρευνα για την δολοφονία μοιάζει ανώφελη. Κάθε απόδοση δικαιοσύνης, λειψή. Η ταινία ξεκινά λοιπόν με μια αίσθηση σκοτεινιάς. Σε αντιδιαστολή, λίγο φως. Στην εικόνα ενός γάμου πίσω από τα κάγκελα της φυλακής όπου ο Nuri είναι κρατούμενος, της μετέπειτα αποφυλάκισης του, της νεοσύστατης και χαρούμενης σχετικά οικογενειακής ασφάλειας και της νέας εργασίας. Στην εικόνα μιας ζωής εν πάση περιπτώσει με έστω αυτούς τους απλούς στόχους. Το φως ωστόσο δεν κρατάει και πολύ. Λίγα μονάχα λεπτά ταινίας. Το σκοτάδι κυριαρχεί πολύ σύντομα. Μάλλον το γνωρίζουμε πως έτσι θα γινόταν. Έτσι κατάντησε άλλωστε η τωρινή Ευρώπη με τους ναζιστές να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Και γνωρίζουμε επίσης τον Fatih Akin. Οι γνωστοί χαρακτήρες του είναι και πάλι παρόντες: αυτοί που σε κάθε τους προσπάθεια βρίσκουν τα μεγαλύτερα εμπόδια. Αυτοί που δεν καταφέρνουν ποτέ να στεριώσουν ούτε μια στιγμή ανεμελιάς, ησυχίας και ελευθερίας. Αυτοί που προσπαθούν μονάχα. Αυτοί οι μόνιμοι outsiders. Οι μόνιμοι στόχοι.

Τα μεταφυσικά ερωτήματα της ζωής, της αγάπης και της εκδίκησης είναι παρόντα –λογικό όταν υπάρχει σκληρός και αναίτιος θάνατος- μα εμπεριέχουν μια άλλη ποιότητα. Η δραματουργία, οι χαρακτήρες, οι εκφράσεις τους και η πλοκή έχουν πλέον μια ξεκάθαρη ιδεολογική και πολιτική βάση: Δεν υπάρχει άλλωστε πάντα χρόνος για ταλαντεύσεις, φλυαρίες και διστακτικότητες. Υπάρχει απειλή, αληθινή και βρίσκεται εδώ μπροστά μας. Στην Γερμανία, στην Αυστρία, στην Ελλάδα, στην Πολωνία, στην Ουκρανία και αλλού ο ναζισμός εγκληματεί. Και εφόσον το κράτος -και η κοινωνία κατ’ επέκταση- αναρωτιέται πριν από όλα αν το μουσουλμανικό θρήσκευμα ή η κουρδική εθνικότητα μετατρέπει αυτόματα κάποιον δυνητικά σε θύμα, τότε δίνεται κάθε άλλοθι για να ξεθαρρεύει και να συνεχίζει. Ο Fatih Akin, ναι, βλέπει σκοτεινά. Μα είναι πλήρως δικαιολογημένο. Δεν μένει ωστόσο με τα χέρια σταυρωμένα. Η ταινία του αμύνεται και ταυτόχρονα επιτίθεται. Κάνει τοποθέτηση. Είναι πράγματι διδακτική. Και διδάσκει ενεργητικότητα. Και δεν φοβάται να (κατα)δείξει ανοιχτά και με την δύναμη του κινηματογράφου σε ποιους συγκεκριμένα αναφέρεται.

«Αναζητούμε μια ανατολικοευρωπαία» συνεχίζουν λίγο παρακάτω οι αστυνομικοί. «Γερμανίδα ήταν. Γερμανίδα όσο εγώ!» απαντάει και πάλι η Katya. Η αστυνομία εκεί στο τροπάρι της. Και η Katya ακόμα σε στάση παθητική. Μέσα στο σπίτι της δέχεται την μια μετά την άλλη τις προσβολές. Πως να σταθεί όρθια; Μα αργά ή γρήγορα οι δολοφόνοι βρίσκονται και η δικαιοσύνη οφείλει πλέον να μιλήσει. Η Katya καθιστή τώρα στα έδρανα. Μεταξύ των συνηγόρων, των δικαστών, των κατηγόρων, των μαρτύρων και των δολοφόνων, ζει και ξαναζεί την δολοφονία των αγαπημένων της. Οι κατηγορούμενοι νεοναζί απέναντι. Ξανθοί Γερμανοί –ένα αποστεωμένο κοινωνικά και συναισθηματικά ζευγάρι- κοιτάζονται περήφανα για την πράξη τους. Η σχέση τους –με βλέμματα αναμεταξύ τους σχεδόν ερωτικά…- είναι συγκροτημένη στο αίμα που έχουν χύσει. Ακούμε ξαφνικά ελληνικά. Μια απολογία που εμείς σαν θεατές και σαν άνθρωποι έχουμε ακούσει και ξανακούσει. Ζούμε και ξαναζούμε όπως η Katya ανήμποροι τον βιασμό της συνείδησης μας: «Είναι κόμμα της Ελληνικής βουλής. Έχει ψηφιστεί από τον ελληνικό λαό» δηλώνει εκείνη την στιγμή κάποιος έλληνας φασίστας που τους υπερασπίζεται. Κάποιος που μοιάζει με κάθε Ρουπακιά. Που έχει προφανώς και επιχείρηση. Ένα κιτς ξενοδοχείο στην μέση του πουθενά. Λούμπεν. Μικροαστός. Το λοστάρι του λείπει. Ή μάλλον το έχει. Το δικαστήριο συνεχίζει. Ψεύδη, αλήθειες, μαρτυρίες, κατηγορίες, συνηγορίες, νομικά τερτίπια. Η δίκη μοιάζει ατέλειωτη και ανολοκλήρωτη -προφανώς, όμοια όπως και η πραγματική, εδώ η δική μας: η δίκη της Χρυσής Αυγής-. Η Katya παραμένει σιωπηλή. Μα ήδη πλέον μπορεί και στέκεται όρθια. Έχει ομορφύνει ξανά. Το βλέμμα της δεν είναι βουρκωμένο. Είναι σταθερό. Ευθυτενές. Κοιτάζει τους δολοφόνους στα μάτια. Έθεσε τον στόχο της.

Ο Fatih Akin είναι αγαπητός στην χώρα μας. Και θα παραμείνει. Πλέον ο λόγος μοιάζει οριστικός: Βάζει πρώτος -και πριν από όλους τους Έλληνες σκηνοθέτες-, στο στόχαστρο και στο εδώλιο (και για πρώτη φορά σε ταινία μυθοπλασίας) την Χρυσή Αυγή, τον ναζισμό της, την εγκληματική φύση και ιδεολογία της και τις διασυνδέσεις της σε μια Ευρώπη που εξαθλιώνεται. Ο Fatih Akin υποδεικνύει δράση εναντίον τους. O Fatih Akin δικάζει τους Χρυσαυγίτες όπως δικάζει και τους Γερμανούς νεοναζιστές. Δεν υπαινίσσεται. Παίρνει σαφή θέση. Δεν αποκρύπτει τις προθέσεις του και ούτε στιγμή το ζητούμενο: Ο αγώνας ενάντια στον ναζισμό δεν είναι υπόθεση (μονάχα και κυρίως) δικαιοσύνης αλλά ζήτημα δικαίου (ηθικού, ανθρώπινου, πραγματικού). Είναι πριν από όλα ζήτημα ζωής και όπως κάθε ζήτημα ζωής οφείλει αποφασιστικότητα και μαχητικότητα. Ο Fatih Akin έχει και τις δυο αυτές ιδιότητες και αρετές. Και μιας και αγαπάει την ζωή –όπως γνωρίζουμε από το σύνολο του έργου του- μισεί τον φασισμό. Και βάζει στόχο να τον καταδικάσει.

Προβλήματα κινηματογραφικού και μεθοδολογικού ύφους υπάρχουν. Προβλήματα πολιτικού ύφους επίσης. Απλοποιήσεις και μη εμβαθύνσεις προφανώς. Η ταινία μοιάζει να φτιάχτηκε εν θερμώ. Και ό,τι φτιάχνεται εν θερμώ αδυνατεί πολλές φορές να περιφρουρήσει τον εαυτό του και να συγκροτήσει πιο στοχευμένα τις αναζητήσεις και τις θεματικές του. Να τις εξαντλήσει και να τις καταστήσει απόρθητες. Ίσως γίνει προσπάθεια να αμφισβητηθεί. Να αποτελέσει στόχο. Αλλά το θεωρούμε προφανές: οτιδήποτε τολμάει να μιλάει ξεκάθαρα για το τωρινά άμεσο, για το επίκαιρα υπαρκτό, για το επίκαιρα επικίνδυνο γίνεται στόχος και αυτό είναι λογική συνέπεια και ταυτόχρονα ουσιαστικό κατόρθωμα.

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.