Μακρόνησος. Όταν η «τρέλα» απόκτησε τοπικό προσδιορισμό
Σημειώσεις για τον επόμενο πολιτικό πόλεμο – Νο 8, με αφορμή το βιβλίο τού Δημήτρη Υφαντή, εκδ. Άγρα

Το βιβλίο του Δημήτρη Υφαντή Μακρόνησος, όταν η «τρέλα» απόκτησε τοπικό προσδιορισμό, εκδ. ΑΓΡΑ 2023, αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά στην προσπάθεια τόσο του να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη όσο και σε ένα βαθύτερο και πιο μακροπρόθεσμο πεδίο. Στο πεδίο της προσέγγισης του αγώνα των ανθρώπων της Μακρονήσου αλλά και κάθε κοινωνικού και πολιτικού αγώνα για την αλλαγή του κόσμου, από μια σκοπιά η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι παραμελημένη και συσκοτισμένη, τόσο από τους ίδιους του δρώντες όσο και από την Αριστερά. Αναφέρομαι στο θέμα των ψυχικών επιπτώσεων, και ευρύτερα, των ψυχικών παραμέτρων που υπεισέρχονται στην πολιτική δράση.
Όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο, πρόκειται για μια «έρευνα-μελέτη γύρω από τις συνθήκες στις οποίες εμφανίστηκε και εξελίχθηκε το φαινόμενο της ‘μακρονησιώτικης τρέλας’, κατά την περίοδο που στο νησί ‘φιλοξενήθηκαν’ πολιτικοί εξόριστοι. Χωρίς δραματοποιήσεις ή στερεοτυπικές αντιλήψεις, αναζητούνται τα χαρακτηριστικά των προσώπων. Ποιοί ήταν οι ‘τρελοί’ της Μακρονήσου, οι προσωπικές τους ιστορίες, η ‘τρέλα’ που τους βασάνισε και η ‘μετα-αναμορφωτική’ τους ζωή. Διερευνώνται ακόμη οι πολιτικές, κοινωνικές, ψυχολογικές, κλινικές συνθήκες που όρισαν την αντιμετώπισή τους, όπως και οι αναπαραστάσεις της ‘μακρονησιώτικης τρέλας’ στην καλλιτεχνική δημιουργία. Η έκδοση περιλαμβάνει επίσης: κατάλογο ‘τρελών’ Μακρονησιωτών, σχετικό δημοσίευμα του ποιητή Γιώργου Μυλωνογιάννη, έως πρόσφατα άγνωστα στοιχεία για τον ‘ψυχίατρο της Μακρονήσου’ Αντώνη Παλαιολόγο και αδημοσίευτο πρωτογενές φωτογραφικό υλικό».
Όσο το διάβαζα, σκεφτόμουν ότι το γράψιμο αυτού του βιβλίου, ψυχικά, πρέπει να ήταν μια δύσκολη και ίσως επώδυνη εμπειρία. Ίσως να προβάλlω τη δική μου εμπειρία στον συγγραφέα, μιας και για μένα η ανάγνωση του βιβλίου του προχώρησε μετ’ εμποδίων. Συνέλαβα τον εαυτό μου να διαβάζει 10-15 σελίδες και στη συνέχεια να το αφήνω και να επανέρχομαι την επομένη ή και μεθεπόμενη. Δυσκολευόμουν να το διαβάσω με μια συναισθηματική αποστασιοποίηση. Ίσως, θα πει κάποιος, ότι έτσι συμβαίνει σε όλους και όλες μας. Με την Απανθρωπιά και το Κακό δεν είναι εύκολο να πάρει κανείς αποστάσεις.
Ίσως όμως έχει να κάνει και με τον τρόπο που είναι γραμμένη η «Μακρόνησος».
Το βιβλίο είναι γραμμένο με έναν επιστημονικό λόγο, χωρίς τους κλασσικούς συναισθηματισμούς. Αναφέρομαι σε συναισθηματισμούς και όχι σε συναίσθημα. Το συναίσθημα φυσικά και υπάρχει, αρμονικά συνταιριαγμένο με τον ορθό λόγο στο βιβλίο. Όταν αναφέρομαι σε συναισθηματισμούς, οι οποίοι, δυστυχώς, βρίθουν στην αριστερή βιβλιογραφία, εννοώ την ηρωοποίηση, την αγιοποίηση, την οσιομαρτυρική προσέγγιση, το ατέρμονο μοιρολόι, με δύο λόγια ένα ξανά-ξύσιμο και ξαναγλείψιμο των πληγών. Μια τέτοιου είδους προσέγγιση δεν συμβάλλει στην επεξεργασία της εμπειρίας και στη διεργασία του πένθους, ενός πένθους ωφέλιμου, απαρτιωτικού, τόσο προσωπικά όσο και συλλογικά. Ένα επεξεργασμένο πένθος, το οποίο θα οδηγήσει τους ανθρώπους σε ένα επόμενο βήμα, σε ένα βήμα κριτικής αποτίμησης και αφομοίωσης του παρελθόντος και μιας δημιουργικής προοπτικής.
Εάν λοιπόν το βιβλίο του Δ. Υφαντή ήταν γραμμένο με το «κλασσικό» στυλ του συναισθηματισμού, η ανάγνωσή του, προσωπικά τουλάχιστον, θα μου ήταν πολύ πιο εύκολη. Όμως ο τρόπος γραφής τού Δ. Υφαντή, καθιστά την περιγραφή σαν «απρόσωπη», σαν να είναι μια «τεχνική» περιγραφή των γεγονότων. Λέω «απρόσωπη» και «τεχνική» εντός εισαγωγικών, γιατί κάθε άλλο παρά αυτό είναι. Λείπει, λοιπόν, ο συναισθηματισμός π.χ. των διθυράμβων ή των μοιρολογιών, συναισθηματισμός ο οποίος, όσο και εάν ακούγεται παράδοξο, θα καθιστούσαν την ανάγνωση πιο βατή.
Θεωρώ ότι αυτός ο τρόπος γραφής είναι μια αρετή του βιβλίου διότι οδηγεί τον αναγνώστη στο να επικεντρωθεί στην ουσία «του βιοπολιτικού πειράματος» (όπως, σωστά, το ονομάζει ο συγγραφέας) της «Μακρονήσου», να κατανοήσει και να εμβαθύνει στο φαινόμενο αυτό και στις επιπτώσεις του, τόσο τις προσωπικές όσο και τις συλλογικές, τόσο τις άμεσες όσο και τις μακροπρόθεσμες.
Κάποιες σκέψεις που μου γέννησε η ανάγνωση αυτού του βιβλίου
Σημείο 1.
Το πένθος και η επεξεργασία της πολιτικής εμπειρίας ή, αλλιώς, μπορεί να υπάρξει μια δημιουργική και χαμογελαστή Αριστερά;
Πώς αξίζει, πώς αρμόζει να στεκόμαστε απέναντι σε βιβλία σαν αυτό. Και γενικότερα πώς αξίζει, πώς αρμόζει να στεκόμαστε απέναντι στα ιστορικά γεγονότα, ιδιαίτερα απέναντι σε συμβάντα όπως ο πολιτικός πόλεμος 1943-1949 και, ως εκ τούτου, το πείραμα της Μακρονήσου και γενικότερα της τρομοκρατίας και των διώξεων μετά το 1944.
Εδώ επιτρέψτε μου μια παρένθεση. Δεν θα αναφέρω καθόλου τον όρο «Εμφύλιος Πόλεμος»*, διότι ο όρος, κατά τη γνώμη μου, είναι εσφαλμένος, επιστημονικά και πολιτικά, αλλά και παραπλανητικός. Θα αναφέρομαι λοιπόν, σε «πολιτικό πόλεμο».
Ένας τρόπος αντιμετώπισης είναι η προσκόλληση στο παρελθόν. Δηλαδή, η εμμονική αναπόληση, η οσιομαρτυρική θεώρηση, η εξιδανίκευση, εν ολίγοις η μουμιοποίηση και η αγιοποίησή του, η μετατροπή της μνήμης και της αναφοράς στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες σε ένα μαυσωλείο ή εικονοστάσι της Επανάστασης, χωρίς πραγματική επαφή με το παρόν και το μέλλον.
Ένας άλλος τρόπος είναι η λήθη, η διαγραφή, η αποποίηση. Η αντιμετώπιση του παρελθόντος ως κάτι το οποίο, είτε δεν μας αφορά πλέον, είτε ως κάτι το οποίο «δεν χρειάζεται, δεν αξίζει, δεν έχει νόημα να το σκεφτόμαστε γιατί είναι κάτι που τελείωσε και δεν ξαναγίνεται».
Το εάν κάποιον «δεν τον αφορά» πλέον η Αντίσταση, ο πολιτικός πόλεμος 43-49, η Μακρόνησος και γενικότερα η κοινωνική αλλαγή, είναι μια στάση κατανοητή, όσο και εάν αυτό στεναχωρεί ή και θυμώνει όσους και όσες συνεχίζουν να ενδιαφέρονται γι’ αυτή την αλλαγή και βλέπουν παλιούς συντρόφους να περνούν απέναντι. Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να περάσει στην άλλη πλευρά. (Βέβαια, δεν θα πρέπει να περιμένει ή και να απαιτεί, να μείνει στο απυρόβλητο).
Όμως το «δεν έχει νόημα γιατί δεν ξαναγίνεται» αποτελεί προβληματική στάση. Εάν κάποιος προεξοφλεί, ότι η προσπάθεια για κοινωνική αλλαγή, όπως αυτή του ΕΑΜ, δεν μπορεί να ξαναγίνει, ίσως είναι καλύτερο για τον ίδιο να περάσει στην πλευρά του συστήματος και να πορευθεί εν ειρήνη. Εάν όχι, τότε πρόκειται για ένα πένθος το οποίο δεν επιλύεται.
Εφόσον η κοινωνική αλλαγή παραμένει ζητούμενο για κάποιον, εάν δεν κατανοήσει και δεν εμβαθύνει στο παρελθόν, δεν θα μπορέσει, ποτέ, να συμβάλει στο να υπάρξει κάτι καινούργιο, κάτι πιο στιβαρό και εν τέλει πιο αποτελεσματικό για το παρόν και το μέλλον.
H, εν γένει, πορεία της Αριστεράς μετά το 1949, μαζί και παρά τα όσα και πολλά, αδιαμφισβήτητα, θετικά πράγματα συνεισέφερε, αποτελεί, λίγο έως πολύ, κατά τη γνώμη μου, ένα κακό παράδειγμα πένθους. Τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα. Βιβλία όπως το παρόν ή όπως η «τριλογία» του Μενέλαου Χαραλαμπίδη (την αναφέρω ενδεικτικά αδικώντας πολλούς άλλους και άλλες συγγραφείς και μελετητές/ριες), συμβάλλουν σε μια δημιουργική κατανόηση του παρελθόντος και στην επιτέλεση, επιτέλους, ενός πένθους που έχει χρονίσει (και κακοφορμίσει).
Αυτό (το «κακό παράδειγμα») συνέβη διότι, κατά τη γνώμη μου πάντα, δεν υπήρξε έγκαιρα επαρκής εμβάθυνση στην εμπειρία του παρελθόντος. Προφανώς και υπήρξαν οργανώσεις και άτομα τα οποία προχώρησαν σε βαθιές και επώδυνες αναλύσεις. Αναφέρομαι, όμως, στον κυρίαρχο λόγο μεταξύ των αριστερών όπως και στις οργανώσεις της Αριστεράς, οι οποίες είχαν ένα μεγαλύτερο ειδικό βάρος και επόμενα ο λόγος τους μέτραγε περισσότερο στις ψυχές των ανθρώπων. Αναφέρομαι, επίσης, και στους «απλούς» αριστερούς ανθρώπους. Δηλαδή στο κατά πόσον μπορούσαν, άντεχαν, ήθελαν να αφουγκραστούν, να προσεγγίσουν πιο δύσκολες ερμηνείες.
Σίγουρα, το φαινόμενο σε ό,τι αφορά τον πολύ κόσμο είναι πολύ περίπλοκο. Από τη μία πλευρά, η συνθλιπτική ήττα και η τρομοκρατία που συνεχίστηκε από την πλευρά του συστήματος και, από την άλλη, η ανικανότητα και η έλλειψη θέλησης των ηγεσιών της Αριστεράς για ουσιαστική επεξεργασία της ήττας, άφησαν, σε μεγάλο βαθμό, τον κόσμο αυτό έρμαιο της τρομοκρατίας και του συμβιβασμού, αφού έλειπαν η πολιτική και συναισθηματική ασφάλεια και σιγουριά, τις οποίες οφείλει να παρέχει μια πολιτική πρωτοπορία, άξια αυτού του τίτλου.
Ένας τρίτος τρόπος, λοιπόν, όπως ίσως ήδη διαφαίνεται από τα παραπάνω, είναι το να αντιμετωπίσουμε το παρελθόν άφοβα, χωρίς την ενοχή της «βλασφημίας» και της «ιεροσυλίας» απέναντι στα Φετίχ: του Κόμματος, της Ηγεσίας, του εξιδανικευμένου Ήρωα Λαού κ.ο.κ. Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της προσωπικής ανάλυσης, να έχουμε το θάρρος και την αντοχή να «βάλουμε το μαχαίρι ως στο κόκκαλο». Μια τέτοια προσέγγιση, πέραν του ότι είναι αποτελεσματική και δημιουργική, είναι και ζωντανή, έχει τη χαρά της δημιουργίας αντί για την κλάψα του «αιώνια ηττημένου» και τη μοιρολατρική αναπόληση ενός « νδοξου παρελθόντος». Νομίζω ότι η Χιλιανή ταινία Νο -βασισμένη στην πραγματική ιστορία- αποτελεί ένα δείγμα μιας άλλου τύπου προσέγγισης της πολιτικής δράσης. Το ίδιο και οι Πλατείες του 2011.
Σημείο 2.
Αλλάζει ο κόσμος με «στόματα ή στόμια»;
Δανείζομαι ως τίτλο τον στίχο του τραγουδιού «Η μπαλάντα του οπερατέρ» του Θ. Μικρούτσικου, σε στίχους Wolf Biermann και απόδοση του Δημοσθένη Κούρτοβικ, για την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή.
Ο συγγραφέας της «Μακρονήσου» υπογραμμίζει πως το πείραμα της Μακρονήσου είχε δύο στόχους: έναν άμεσο, δηλαδή, το τσάκισμα, την τρομοκράτηση, την παράλυση ή και την προσχώρηση στο κυρίαρχο στρατόπεδο των εξόριστων, και έναν στόχο μακροπρόθεσμο και βαθύτερο. Να αφήσει στο «ψυχικό σώμα» του πληθυσμού ένα μήνυμα, ένα βίωμα, ότι η οποιαδήποτε απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος προς όφελος της πλειοψηφίας, θα αντιμετωπίζεται πάντα αμείλικτα
Γνωρίζουμε τη φωτογραφία από τη διαδήλωση στις 4/12/1944, την επομένη του μακελειού στη διαδήλωση του ΕΑΜ, με το πανώ που κρατούν τρεις μαυροφορεμένες κοπέλες και όπου γράφει «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα». Λοιπόν, υπάρχει και ένα άλλο πανώ, άγραφο, άρρητο, αόρατο, το οποίο δεν θα το δούμε σε καμία φωτογραφία. Είναι το πανώ της άρχουσας τάξης, των κάθε είδους καταπιεστών, εξουσιαστών και γραφειοκρατών: «Όταν η εξουσία βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της λαϊκής επανάστασης, διαλέγει, ή τα όπλα ή τα όπλα».
Οι δημοκρατικοί και αριστεροί άνθρωποι ξανασήκωσαν το κεφάλι τους. Ήδη, στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950, έδωσαν 9,7 % στη Δημοκρατική Παράταξη και στη συνέχεια, ανέδειξαν την ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση το 1958. Παρόλα αυτά, και μαζί με όλα αυτά, δηλαδή το 9,7% της ΔΠ, την ΕΔΑ και τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη αλλά και μετά το 1974, τη μεταπολιτευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία και τις δυνατότητες που παρείχε, έπρεπε να φθάσουμε 59 χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, για να ακουστεί, έστω και δειλά το «Βάρκιζα τέλος» και να υπάρξουν μαζικές επιθέσεις, με νεράντζια, νερομπούκαλα και πέτρες, σε αστυνομικά τμήματα: τον Δεκέμβρη του 2008. Έπρεπε να έρθει μια γενιά που δεν είχε στο πετσί και την ψυχή της ούτε βιώματα, ούτε απόηχους βιωμάτων «μακρονησιώτικων». Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο, ότι ο Δεκέμβρης του 2008, όπως και το «Κίνημα των Πλατειών» του Μαΐου – Ιουλίου 2011, το οποίο θεωρώ ότι πρέπει να εξετάζεται ως συμπληρωματικό προς τον Δεκέμβρη του ’08 αλλά και ως υπέρβαση και μετεξέλιξή του, δέχθηκαν τεράστια επίθεση από την εξουσία και τα ΜΜΕ. Η στήριξη της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008 και των Πλατειών το 2011 από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά, τον αναρχικό χώρο και τον ΣΥΡΙΖΑ –με τις παλινωδίες του– ήταν σημαντικό στοιχείο, αλλά, εν τέλει, η Αριστερά και η Αναρχία έμειναν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αμήχανες και μετέωρες. Στη συνέχεια, αυτές οι δύο θεμελιακές στιγμές του σύγχρονου κοινωνικού κινήματος στη χώρας μας, έχουν πέσει στη σιωπή, δεν αποτελούν σημεία αναφοράς και, κυρίως, σκέψης, από αυτούς που ομνύουν με άφθονα λόγια … στην κοινωνική επανάσταση.
Αυτό το οποίο ήθελα να αναδείξω με τις παραπάνω σκέψεις είναι το γεγονός, ότι οποιαδήποτε απόπειρα ριζικής κοινωνικής αλλαγής θα αντιμετωπιστεί από την άρχουσα τάξη αμείλικτα, χωρίς κανένα σεβασμό της δημοκρατίας και της λαϊκής θέλησης, εν ολίγοις το θέμα της εξουσίας δεν αντιμετωπίζεται με «ιπποτικό» τρόπο. Ας αναλογιστούμε τις αντιδράσεις της άρχουσας τάξης, τόσο της ελληνικής όσο και της παγκόσμιας, μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012, όπως και στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται ειδική ανάλυση για να καταδειχτεί η ένταση, η προσπάθεια τρομοκράτησης του λαού της Ελλάδας, είτε εάν ψήφιζε τον ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνιο του 2012, είτε για το ΟΧΙ το 2015. Επιστρατεύτηκαν όλα τα δυνατά μέσα για να αναχαιτιστεί, μέσω του φόβου ενός εμπορικού και οικονομικού πολέμου και μιας πολιτικής αποσταθεροποίησης –γιατί όχι και ενός πιθανού πολεμικού επεισοδίου– η λαϊκή θέληση.
Επόμενα, τίθενται δύο ερωτήματα για όσες και όσους επιθυμούν ειλικρινά την κοινωνική αλλαγή. ‘Ένα: το πρόβλημα δεν είναι τι θα κάνει το σύστημα ή ακόμη χειρότερα αν θα σεβαστεί τον λαό, αλλά εάν είμαστε διατεθειμένοι να αναλάβουμε το ρίσκο, συλλογικό αλλά και προσωπικό, μιας τέτοιας αλλαγής. Δύο: πώς προετοιμάζεται αυτή.
(Βλ. τους προβληματισμούς διατυπώνει ο βουλευτής της Ανυπότακτης Γαλλίας Hendrik Davi)
Σημείο 3.
Ζωή και Δημιουργία ή Θάνατος και Μοιρολόι;
Αναφέρθηκα προηγουμένως σε τρεις τρόπους αντιμετώπισης του παρελθόντος, σε τρεις τρόπους πένθους και επεξεργασίας του. Μέρος αυτής της διεργασίας είναι και το σε ποια στοιχεία των ιστορικών γεγονότων δίνουμε προτεραιότητα και αναδεικνύουμε.
Το κυρίαρχο και μαζικό αφήγημα για την Αντίσταση και τον Πολιτικό Πόλεμο του 43-49 επικεντρώνεται κυρίως, υπερβολικά και μονόπλευρα θα έλεγα, στις καταστροφές, στις εκτελέσεις, στα πολεμικά κατορθώματα, στις διώξεις, στην τρομοκρατία κ.ο.κ. Να το πω με δυο κουβέντες: στο μερίδιο του Θανάτου. Όμως το ΕΑΜ και στη συνέχεια η ΕΔΑ και η ΔΝΛ, αλλά και η μεταπολιτευτικές Αριστερά και Αναρχία και, γιατί όχι, το ΠΑΣΟΚ, έχουν να παρουσιάσουν ένα τεράστιο κομμάτι δημιουργίας. Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, εκπαίδευση και θέατρο στο βουνό, θέατρο και ομάδες αυτομόρφωσης στα νησιά της εξορίας, η πολιτιστική άνθιση και άνοιξη της δεκαετίας του 60, μεταπολιτευτικά ο συνδικαλισμός, οι πολιτιστικές και γυναικείες ομάδες, το έργο δημοτικών αρχών, οι πολιτικές οργανώσεις. Με δύο κουβέντες: το μερίδιο της Ζωής, της Χαράς, της Δημιουργίας.
Θεωρώ ότι αυτό το μερίδιο, του Θετικού Έργου, αναφέρεται ελάχιστα, εάν δεν αποσιωπάται.
Σημείο 4.
Η Ιστορία ως «εάν».
Είναι γνωστό το κλασσικό: «Η Ιστορία δε γράφεται με τα αν».
Προφανώς αλλά…
…αλλά προς το παρόν σας προσκαλώ να ξεχάσουμε τους αφορισμούς και τα τσιτάτα, να ξεχάσουμε την Ιστορία και να σας πω ένα πολιτικό παραμύθι (δημοσίευση στην ιστοσελίδα Controversy) .
« Έκτακτη Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, Δεκέμβριος 1949: «Σύντροφοι υπογράψτε…»
Στις 29/8/1949 έπεφτε το τελευταίο οχυρό στο Γράμμο…
… Μετά από μερικές εβδομάδες, αφότου οι ηττημένοι μαχητές του ΔΣΕ βρέθηκαν σε ασφαλές μέρος στις χώρες του νεοσχηματιζόμενου ανατολικού μπλοκ και είχαν μια πρώτη ανάπαυλα, ένα υπόγειο κύμα άρχισε να φουσκώνει, αντίθετα με αυτό που θα περίμενε κανείς μετά από μια τέτοια ήττα. Το αναμενόμενο θα ήταν να κλειστεί ο καθένας στο καβούκι του, να μαζέψει κακήν-κακώς τις δυνάμεις και το κουράγιο του, να ξεκινήσει όπως-όπως μια νέα ζωή, με τους ώμους σκυφτούς και την καρδιά φαρμακωμένη. Και όμως, σε αντίθεση με τα αναμενόμενα, ανάμεσα στα μέλη του ΚΚΕ, ξεκίνησε μια πρωτόγνωρη συζήτηση. Οι άνθρωποι αυτοί, για κακή τύχη της ηγεσίας του ΚΚΕ, είχαν βιώσει ή έστω είχαν ακούσει για την εμπειρία της λαϊκής αυτοδιοίκησης στα χωριά της ελεύθερης Ελλάδας και γνώριζαν τις διαφωνίες του πρωτοκαπετάνιου Άρη. Επίσης, όσο και εάν ακολούθησαν τη γραμμή του Κόμματος έως τότε, μέσα τους έβραζαν οι αμφιβολίες και ο θυμός για όσα είχαν προηγηθεί.
Κι έτσι, αντί να βολευτούν φτιάχνοντας όπως-όπως τη ζωή τους στις ανατολικές χώρες, σιωπαίνοντας όπως απαιτούσαν τα κομματικά ήθη και έθιμα και μηρυκάζοντας την ήττα, μαζί και με τοΝ φόβο της καταστολής από την πλευρά των ΚΚ που κυβερνούσαν και που θα υποστήριζαν την ηγεσία του ΚΚΕ, άρχισαν συζητήσεις , έβαλαν το μαχαίρι μέχρι το κόκκαλο, απαίτησαν και προκάλεσαν συνελεύσεις των ΚΟΒ, με συμμετοχή συχνά και εξωκομματικών φίλων, που είχαν να πουν και αυτοί πολλά. Η ηγεσία μπροστά σε αυτό το μαζικό κύμα αμφισβήτησης και τη σταθερότητά του, τροποποίησε την αρχική σκληρή στάση της και υποσχέθηκε Συνέδριο μέσα στο 1950 («να έχουμε χρόνο να προετοιμαστούμε σύντροφοι», όπως έλεγε με τη γνωστή θυμοσοφία του ο καπετάν Γιώτης, προσπαθώντας να διασκεδάσει και να κατευνάσει τοΝ θυμό με τις κλασσικές ατάκες και παροιμίες του) και ταυτόχρονα η ηγεσία «έδωσε» κάποια δευτεροκλασάτα στελέχη, ελπίζοντας ότι αυτό το καρότο θα αρκούσε στη «βάση» και θα προστάτευε τοΝ σκληρό πυρήνα της ηγεσίας.
Όμως η «βάση» δεν τσίμπησε το δόλωμα και έτσι οι ΚΟΒ με πλειοψηφία 65% αποφάσισαν τη σύγκλειση Έκτακτης Συνδιάσκεψης για τον Δεκέμβρη του 1949!
Η ηγεσία πίστεψε ότι θα τελείωνε το θέμα στην Έκτακτη Συνδιάσκεψη, υπολογίζοντας ότι θα έλεγχε το σώμα. Πλην όμως το νερό είχε μπει στο αυλάκι και είχε γίνει ορμητικός ποταμός. Το 75 % των αντιπροσώπων ήταν «αντικομματικοί». Το Προεδρείο της στελεχώθηκε μόνο από αυτούς, κάνοντας εξαίρεση μόνο για τον Ν. Ζαχαριάδη. Κίνηση που βραχυκύκλωσε τελείως τους «κομματικούς» και έφερε με το μέρος της πλειοψηφίας ακόμα ένα 10% των συνέδρων. Η Συνδιάσκεψη αυτοανακηρύχθηκε σε αποφασιστικό σώμα και προχώρησε σε ανανέωση της ΚΕ, σε αυτοκριτικές αποφάσεις για τον χειρισμό της πολιτικής σύγκρουσης στην Κατοχή και την παράδοση της εξουσίας, και αποκατέστησε τον Άρη.
Η πιο σημαντική, όμως, απόφαση ήταν η παρακάτω:
«Καλούμε όλα τα μέλη του ΚΚΕ, τους φίλους του Κόμματος, τους ΕΑΜίτες καθώς και τους αριστερούς και δημοκρατικούς πολίτες, που βρίσκονται στα κάτεργα των φυλακών και της εξορίας, να μη συνεχίσουν να σπαταλούν την ενέργεια, το χρόνο και τις δυνάμεις τους σε μια στενοκέφαλη, ανώφελη και στείρα στάση. Στάση για την οποία, φυσικά, δεν είναι με κανένα τρόπο υπεύθυνοι αυτοί. Η σκέψη και η ενέργεια των μελών του Κόμματος και του Λαού πρέπει να κατευθυνθεί στη ζωή, στη δημιουργική ανασυγκρότηση αλλά και στην νηφάλια εκτίμηση για τις ευθύνες της ηγεσίας. Ο Λαός δεν έχει ανάγκη περισσότερους μάρτυρες και Ήρωες από όσους δημιουργεί από μόνο του το εκμεταλλευτικό μοναρχοφασιστικό καθεστώς και οι αγγλο-αμερικάνοι ιμπεριαλιστές, από όσους δημιούργησαν οι Ναζί και οι συνεργάτες τους. Η Πατρίδα, ο Λαός, το Κόμμα χρειάζονται όλους τους ανθρώπους τους στη ζωή, μέσα στα εργοστάσια και τους αγρούς, κοντά στις οικογένειες και τους γείτονές τους.
Σύντροφοι και φίλοι, ΚΚΕέδες, ΕΑΜίτες, αριστεροί και δημοκρατικοί πολίτες, για το συμφέρον και το καλό του πολύπαθου Λαού μας, για το συμφέρον του Κόμματος: ΥΠΟΓΡΑΨΤΕ ΤΩΡΑ».
Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός και αποσυντόνισε, προς στιγμή. Ο λαός, οι δημοκρατικοί και οι αριστεροί πολίτες, είχαν γαλουχηθεί, από δημιουργίας Ελληνικού Κράτους, αλλά και από πιο πριν, στην κουλτούρα της λατρείας του Θανάτου, της άσκοπης και υπερβολικής Θυσίας, στη δημιουργία Μαρτύρων. Αυτό εξηγείται από τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες των εποχών εκείνων αλλά, ταυτόχρονα, δημιούργησε «θανατερά» αντανακλαστικά (Γιούργια, Ζάλογγο και Κούγκι» θα έλεγα συνοπτικά ) που παρεμποδίζουν μια Πράξη πιο προς τη μεριά της Ζωής, δημιουργική και χαρούμενη. Μια κουλτούρα που ήταν δυσανάλογα λιγότερο προς τη θετική πλευρά τη Ζωής και την αποφυγή των περιττών, μετωπικών και αυτοκαταστροφικών συγκρούσεων όταν δεν υπήρχε δυνατότητα νίκης.
Και ξαφνικά ερχόταν κάποιος και έλεγε σε αυτόν τον λαό, ότι τα πράγματα μπορούσαν να γίνουν και αλλιώς. Ότι η επανάσταση δεν ήταν ένα «Γιούργια, Ζάλογγο και Κούγκι». Δεν ήταν ένας Γολγοθάς, ούτε μια λιτανεία μαυροντυμένων ανθρώπων, που θα έκλαιγαν για τους Μάρτυρες και θα προετοιμαζόντουσαν για τη δική τους Θυσία. Η επανάσταση δεν ήταν, πάλι, ένα 100άρι, όπου με μια σοφή κίνηση της ακόμη πιο πάνσοφης Ηγεσίας θα καταλαμβάνονταν ως εκ Θαύματος τα Χειμερινά Ανάκτορα σε μια νύχτα. Ο αγώνας ήταν αντοχής, και συστατικό μέρος του αγώνα είναι και η αναδίπλωση, και η υποχώρηση, και η ανάπαυλα. Μαζί με τον αγώνα η ζωή συνεχιζόταν και, επίσης, η ζωή είναι και ωραία! Και δεν είναι ούτε ντροπή ούτε αίσχος να τη χαίρεσαι όταν μπορείς, και να την θυσιάζεις όταν, και μόνον όταν, δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Μετά την πρώτη έκπληξη, ένα κύμα ανακούφισης και ελπίδας, δειλό στην αρχή και πιο θαρρετό στη συνέχεια, συνέτρεξε τους αγωνιστές και τον λαό. Σε μερικές εβδομάδες, αφού πέρασε το πρώτο ξάφνιασμα, οι δισταγμοί κι οι περιττές ενοχές, οι φυλακές και τα ξερονήσια άρχισαν να αδειάζουν … επικίνδυνα. Οι διευθυντές των φυλακών και οι Διοικητές των ξερονησιών, άρχισαν να βρίσκουν προσχήματα για να μην απελευθερώσουν τους «Δηλωσίες». Καθημερινά προσπαθούσαν να πάρουν γραμμή από την Κυβέρνηση. Αλλά και το όλο σύστημα είχε βρεθεί βραχυκυκλωμένο. Κάποια στιγμή ο Υπουργός Στρατιωτικών, αρχές Μαρτίου του 1950, δήλωσε στις εφημερίδες ότι: «δεν θα έπρεπε να γίνονται δεκτές οι δηλώσεις νομιμοφροσύνης διότι ήτο ψευδείς και ο κομμουνιστοσυμμοριτισμός επεδείκνυε ακόμη μία φοράν το ύπουλο του χαρακτήρος του, φορώντας το προσωπείον της μεταμέλειας ούτως ώστε να επαναδηλητηριάσει το Εθνικόν Σώμα …».
Η κατακραυγή υπήρξε άμεση και μαζική, τόσο από το εξωτερικό όσο και από μειοψηφικές μεν, ισχυρές δε μερίδες της συνταγματικής Δεξιάς και της αστικής τάξης, που αντιλαμβάνονταν μεν τον ελιγμό του ΚΚΕ αλλά διέβλεπαν ότι, πλέον, το πολιτικό κόστος από την εμμονή στο υπάρχον καθεστώς εκτροπής και τρομοκρατίας, απονομιμοποιούσε πλέον το καθεστώς στα μάτια μεγάλης μερίδας του πληθυσμού: σε όσους μπορεί μεν να είχαν πιο μετριοπαθείς ή και συντηρητικές θέσεις, αλλά δεν ήθελαν τη συνέχιση κανενός είδους πολέμου. Οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της Ευρώπης αλλά ακόμα και οι ΗΠΑ, θα δυσκολευόντουσαν πια να στηρίξουν ένα τέτοιο καθεστώς. Τέλος, το ανατολικό μπλοκ που άγγιζε τα βόρεια σύνορα ήταν, μεν, «ο από Βορράν κίνδυνος» αλλά ταυτόχρονα ήταν μια εν δυνάμει αγορά. Ο υπουργός αποπέμφθηκε, οι δηλώσεις ολοκληρώθηκαν, και μέχρι τα τέλη του 1950, είχε σταματήσει «δια νόμου και ροπάλου» η τρομοκρατία.
Αυτή η τομή της νέας ηγεσίας του ΚΚΕ, τόσο σε επίπεδο πολιτικής τακτικής όσο και σε επίπεδο κουλτούρας, χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό υπόδειγμα από τους Χιλιανούς δημοκράτες στο δημοψήφισμα της 5ης Οκτωβρίου 1988 (πολιτικό συμβάν το οποίο περιγράφει η ταινία «ΝΟ» του Πάμπλο Λαραΐν)».
Τέλος του παραμυθιού.
(Όπως καταλαβαίνουμε δεν υπήρξε καμιά τέτοια Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ και, ακόμη λιγότερο, τέτοιες αποφάσεις.)
Ο μύθος δηλοί…
… το επιχείρημα των εξουσιαστών και των γραφειοκρατών αλλά και των ραγιάδων είναι ότι η Ιστορία δεν γράφεται με ΑΝ. Κι έτσι δικαιολογούν, οι μεν εξουσιαστές την προσκόλληση στις καρέκλες τους και τα λάθη τους, οι δε ραγιάδες την υποταγή τους και την οκνηρία τους να αναστοχαστούν.
Προφανώς η Ιστορία συμβαίνει άπαξ και δεν ξαναγράφεται αλλά μπορούμε να σκεφτούμε πάνω σε αυτήν, να την καταλάβουμε, για να κάνουμε κάτι καλύτερο. Τα να ενεργοποιούμε τη φαντασία μας με τα «αν», συμβάλλει στο να αντιληφθούμε το ότι υπήρχαν και άλλες δυνατότητες, επόμενα να αναλύσουμε τις αδυναμίες, τις αστοχίες, τα λάθη και να αναπτύξουμε έναν τρόπο σκέψης πιο πλούσιο και πολυδιάστατο ως προς το μέλλον. Να σκεφτούμε επίσης και πάνω στις επιτυχίες. Να κάνουμε κάτι καλύτερο, σίγουρα και με λάθη, αλλά να πρόκειται, τουλάχιστον, για … καινούργια λάθη.
(το κείμενο είναι η ομιλία μου, εμπλουτισμένη με κάποια στοιχεία, στη βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Υφαντή, το Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024, στο βιβλιοπωλείο Sofianos pen-paper στη Λαμία)
*Σε όλες τις γλώσσες εκτός των ελληνικών (εμφύλιος πόλεμος) και των σερβοκροατικών (ενδοοικογενειακός ή πόλεμος μεταξύ αδελφών), η πολιτική σύγκρουση των κοινωνικών τάξεων λέγεται «πολιτικός», «εσωτερικός» πόλεμος ή άλλοι ανάλογοι όροι (βλ. σελ. 66-67 «Εμφύλιος, πολιτισμικό τραύμα» επιμ. Ν. Δεμερτζής, Ε. Πασχαλούνη, Γ.Αντωνίου, εκδ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, 2013).
Τοποθετώ τον Πολιτικό Πόλεμο στο 1943-49, υπό την έννοια ότι επί της ουσίας το 1943 ξεκινά η προετοιμασία των Βρετανών και της άρχουσας τάξης για την αντιμετώπιση του ΕΑΜ.