«Μαντείο», του George Le Nonce

Οι περίκλειστοι κόσμοι μας προχωρούν

| 30/04/2025

Σε αυτό το βιβλίο η βροχή έρχεται από κάτω. Και οι χορδές του Θανάση αρχίζουν να «σπάνε» με σεβασμό. Το παράθυρο που δεν κλείνει ποτέ, υποδέχεται το μαύρο κοράκι. Και αυτό δεν μιλά, δεν κρώζει, ούτε προσφέρει τη διάσημη φράση του. Όχι. Μόνο με το βλέμμα, το κορακίσιο, το μαύρο, το χρυσό, το πυρωμένο, ζητά μια στιγμή κρυστάλλινου λόγου. Ο λυγμός του κόσμου περιμένει και αφήνει τη θέση του στο νερό που υψώνεται, ανυψώνεται και προχωρά. Το ρευστό στοιχείο είναι το παντοτινό κινητό-ακίνητο σημείο, η ασπίδα και το φως και η ραφή στη σημαία με τα ποιητικά χρώματα. Και όταν ο κόσμος κοιμάται, και ο Θεός ανοίγει το μάτι του, το φεγγάρι, το τάληρο που έριξε στον ουρανό ο βαρκάρη, τότε φωτίζονται τα πρόσωπα, τα απρόσωπα, το πρόσωπο του ενός και όλων των κόσμων. Και στη λευκή σελίδα που έχουν για όψη, χρησμοί δίνονται-γράφονται ασταμάτητα. Ο ταπεινός, ο απόλυτα φιλόδοξος δηλαδή, ποιητής καταγράφει, γράφει, ράβει, ανάβει, σκάβει και ψαύει τα σημάδια, τις «πρώτες» λέξεις που λάμπουν και αντηχούν στο ποιητικό, αστρικό, στερέωμα. Η γραφή του γίνεται ηχείο, δοχείο, κάτοπτρο οικείο και στο τέλος ειλικρινές «Μαντείο» (Εκδόσεις Αγρα). Τώρα οι χορδές ενώνονται και ο ελάχιστος εαυτός, πάλι του Θανάση, ξεσπά.

Το βιβλίο δεν χρειάστηκε καμία ξένη παρέμβαση. Ο γράφων δεν έπιασε το μολύβι και τη γόμα. Αντιστάθηκε στην παρόρμηση να υπογραμμίσει, να «εξηγήσει», να απαντήσει στο απλό, αλλά πάντα δύσκολο, «και τι θέλει να πει ο ποιητής;». Δεν τσάκισε σελίδες και δεν ανέτρεξε σε άλλους, δεν βεβαίωσε διακειμενικές αναφορές και δεν ρίσκαρε με επιλογή λογοτεχνικών ρευμάτων, παρακλαδιών και άλλων περιοχών. Εδώ, το πρόσωπο, ο λόγος και τα πρόσωπα-προσωπεία είναι ένα! Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ενός ελευθερώνεται και φτιάχνει τον άλλο. Και ο άλλος γίνεται οι άλλοι και όλοι μαζί είναι το πρόσωπο που αγαπάμε, λατρεύουμε, ζηλεύουμε, προστρέχουμε, προσέχουμε. Ο George Le Nonce είναι ποιητής και διαλέγει τους ποιητές για να μιλήσει για τη φωνή της ποίησης και για τις ποιητικές φωνές που έχουμε μέσα μας. Επιλέγει, λοιπόν, στίχους και πρόσωπα και συνθέτει τα δικά του τάματα, τους δικούς του χρησμούς, τα δικά του ποιητικά σώματα που κάνουν τους περίκλειστους κόσμους μας να προχωρούν.

Το «Μαντείο» είναι μια διαρκής μεταμόρφωση. Πρώτα εξηγεί, μετά λατρεύει και στο τέλος «φορά» το δέρμα των άλλων και ομορφαίνει τα «ξένα» πρόσωπα. Σε αυτό το βιβλίο το μόνο που έχεις κάνεις είναι να διαβάσεις. Να μείνεις στην απόλαυση της ανάγνωσης και να αφεθείς στο καλά μελετημένο, στην τρυφερή επεξεργασία του απρόσμενου. Αυτό το βιβλίο πρέπει να το διαβάστε -έτσι ωμά το γράφω- για μάθετε τι κρύβει το ερωτηματικό της ποίησης, της δημιουργίας. Δυο αποσπάσματα και μετά η ευθύνη δική σας. Πρώτο. Ένα ποίημα μπορεί, επομένως, κάλλιστα να συγκριθεί με ένα rebus, του οποίου η επίλυση βρίσκεται στα χέρια του αναγνώστη. Η ταυτότητα του υποκειμένου αποκαλύπτεται, αν και πάντα επισφαλώς, κατά τη διαδικασία της ανάγνωσης και, φυσικά, δεν είναι ποτέ δεδομένη, όπως  δεν είναι δεδομένος ούτε ο μηχανισμός ούτε η έκβαση της κάθε ανάγνωσης. Εντούτοις, ο Άλλος είναι βεβαίως πάντα, παρά τα φαινόμενα, εγώ. [σ.37-38, «Ιδιοπροσωπία»]. Και αντιγράφω το ποίημα «ποιος είπε οι πεθαμένοι δεν πενθούν» (σ.σ ο στίχος που δίνει τον τίτλο προέρχεται από ποίημα της Κ. Γώγου). Σαν σε θεωρείο θεάτρου, συντροφιά με τη Μυρτώ, συνομήλικες πια, τόσα χρόνια στο θάνατο, κοιτάζουν κάτω – τα μαύρα πουλιά στις ταράτσες των ετοιμόρροπων πολυκατοικιών, τον Μπερλίγκουερ που συνεχίζει να πλέκει κουβέρτα με το βελονάκι, τους νοικοκυραίους στην οδό Γλάδστωνος, τη θάλασσα που ζέχνει πτώματα σε αποσύνθεση.

Όχι, ποτέ δεν ήταν ωραία εδώ κάτω.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις