Μανόλης Αναγνωστάκης: Ποια «ήττα»;
Εκτός από το τί νομίζει η λογοτεχνική κριτική για τους ποιητές... υπάρχουν και οι ίδιοι

Οι πλέον διαδεδομένες παραδοχές για τον Μανόλη Αναγνωστάκη είναι τρεις: Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς. Είναι ο ποιητής της «ήττας». «Σιώπησε», ποιητικά, επί 15 χρόνια.
Ολες οι παραπάνω παραδοχές ανήκουν στην ιστορία και την κριτική της λογοτεχνίας. Δηλαδή, αφορούν ελάχιστα ή καθόλου τον φυσικό αποδέκτη της ποίησης, που είναι η κοινωνία. Αλλωστε και για τις τρεις υπάρχουν ενστάσεις.
Καταρχήν, ο Αναγνωστάκης δεν ανήκει ακριβώς στην μεταπολεμική γενιά με την τυπική έννοια του όρου, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητεί στο παραμικρό την καταλυτική σημασία του στην λογοτεχνία. Αντίθετα, υπογραμμίζει την δημιουργική του πορεία μέσα στην κατοχή, γεγονός το οποίο, ίσως, να μην «ταιριάζει» στην επικρατούσα άποψη περί ποιητή της «ήττας».
Ο ίδιος λοιπόν εμφανίστηκε σαν ποιητής μέσα στην κατοχή, όταν, μαθητής, ακόμα, του Γυμνασίου, το 1942, δημοσίευσε δουλειά του στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα», που εξέδιδαν ΕΑΜίτες και άλλοι προοδευτικοί λογοτέχνες του Πειραιά, και το 1944 στο ΕΠΟΝίτικο φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα», του οποίου ήταν αρχισυντάκτης*.
Για το ζήτημα της λογοτεχνίας της «ήττας» τα πράγματα είναι πιο σύνθετα και εξίσου προβληματικά με άλλους, αντίστοιχους όρους που βασανίζουν την τέχνη εν γένει, όπως, «στράτευση» και «πολιτική». Διότι, πίσω από το «ξόρκισμα» της «στρατευμένης» ή «πολιτικής» ποίησης από τους αστούς θεωρητικούς, κρύβεται η αγωνία τους να «διαμεσολαβήσουν» μεταξύ της επικίνδυνης, για το σύστημα που υπηρετούν, τέχνης και του φυσικού αποδέκτη της, του αγωνιούντος και αγωνιζόμενου ανθρώπου. Με στόχο να παροπλίσουν κάθε ευεργετική επίδρασή της στην συνείδηση.
Ο Αναγνωστάκης, κάθε άλλο παρά συμμεριζόταν τις κυρίαρχες απόψεις της λογοτεχνικής κριτικής: «Κατά καιρούς μ’ έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Συνδυάζονται αυτά τα δύο. Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο. Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη. Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα από μια ερωτική κατάσταση όμως. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε αυτό το πράγμα εύκολα. Γι’ αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί “ποίησης της ήττας’ και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή, τελειώνει κι η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει»**.
Αλλά και εδώ: «Δεν παραδέχομαι την ταμπέλα “Ποίηση της ήττας” ή όπως αλλιώς, που αβασάνιστα έχει πολιτογραφηθεί κι έχει σφραγίσει έναν μόνιμο τρόπο κριτικής συμπεριφοράς. Θα προκαλούσα να αντιπαραθέσουμε μια άλλη ποίηση της εποχής που θα την βαφτίζαμε “ποίηση της νίκης” ή έστω “ποίηση της μη ήττας”. Εγώ τέτοια ποίηση δεν βλέπω. […] Από ιστορική και γραμματολογική άποψη, όλοι οι ποιητές της γενιάς αυτής, αν ψάξεις κάτω από την επιφάνεια, θα βρεις ότι άλλος υπαινικτικά, άλλος πιο ανοιχτά, άλλος ΄ενσυνείδητα’, άλλος διαισθητικά, εξέφρασαν ―θέλοντας και μη θέλοντας- οδυνηρά βιώματα και καταστάσεις που υπήρχαν ή διαμορφώνονταν αλλά που είτε ήταν ακόμα πρόωρα προς γενική παραδοχή, είτε από πολιτική άποψη θεωρούνταν ασύμφορο να ομολογηθούν και που παρερμηνεύτηκαν εσκεμμένα ή μη, από καλή πίστη ή στυγνή σκοπιμότητα, σαν μορφές ηττοπάθειας, έλλειψης πίστης, συμβιβασμών και αντιδραστικότητας ακόμα. Υπάρχουν ποιητές που εξέφρασαν τις επιπτώσεις μιας ήττας (που δεν ήταν βέβαια απλά ‘στρατιωτική’), που συνειδητοποίησαν πρώιμα μια πραγματικότητα, που ‘προφήτεψαν’ ακόμη ό,τι έμελλε να συμβεί- αλλά που οι ίδιοι δεν υπήρξαν “ηττημένοι”, ούτε πολύ περισσότερο εγκατέλειψαν τον αγώνα (στην πιο πλατιά και ανθρώπινη ουσία του).
(«Σε β’ πρόσωπο. Μια συνομιλία του Μανόλη Αναγνωστάκη με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο», Η Λέξη 11 (Γενάρης 1982), 56)***.
Σχετικά με την ποιητική «σιωπή» του η κατάσταση φαντάζει πιο ξεκάθαρη, αφού υπάρχει η γνωστή δήλωσή του: «Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δε θα ξαναγράψω. Το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή».
Ωστόσο, κάθε άλλο παρά «σιωπηλός» προέκυψε. Από το 1975 ξεκινά η εντατική αρθρογραφία του στην «Αυγή», η δημοσίευση δοκιμίων, αλλά και η έντονη πολιτική δράση.
Διότι ο Αναγνωστάκης ήταν «παιδί» μιας γενιάς η οποία με το ένα χέρι κρατούσε την πένα και με το άλλο, το όπλο. Μια γενιά η οποία, παρά και ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, επιβιώνοντας από τον θάνατο – σωματικό και ψυχικό – που την απειλούσε σε κάθε βήμα της, δεν πρόδωσε ούτε την πένα, ούτε το όπλο.
Αλλωστε, χρειαζόταν κάτι πολύ περισσότερο από την λογοτεχνική κριτική… για να «τρομάξει» – ή, πολύ περισσότερο, να «φιμώσει» – έναν άνθρωπο ο οποίος αγωνίστηκε ενάντια στον φασισμό μέσα από την ΕΠΟΝ, πιάστηκε το 1948, βασανίστηκε, καταδικάστηκε για την αγωνιστική του δράση από έκτακτο στρατοδικείο σε θάνατο.
Χρειάζεται, τελικά, κάτι πολύ περισσότερο από την «θρηνούσα» εκδοχή της ιστορίας της λογοτεχνίας για να «μαντρώσει» έναν όρθιο άνθρωπο που γράφει στίχους όπως αυτός: «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ/ Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα/ Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω/ Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες./ Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους/ Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία/ Καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα/ Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις./ Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,/ Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο/ Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω/ Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω/ Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω./ Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.».
* «Ριζοσπάστης» 24 Ιούνη 2005, σελ.31
** http://www.greek-language.gr
*** http://www.greek-language.gr