Μαρίκα Παπάζογλου
Χτύποι 140 ανά λεπτό, σε μέτρο 4/4
Η Μαρίκα Παπάζογλου, ανερχόμενη δύναμη στην αγγλόφωνη ποπ σκηνή, μιλάει στο «Περιοδικό» για το συγκρότημά της Positive Red, το δίσκο «The Way your Heart Beats», τη θεία της Λένα Πλάτωνος και τις ταξιδιωτικές και αισθητικές της αναζητήσεις
Positive Red. Τι σας προσφέρει η εμπειρία της μπάντας που δεν μπορεί να σας δώσει η μοναχική διαδρομή;
Οι Positive Red σχηματίστηκαν με δική μου πρωτοβουλία. Παρόλο που στην μπάντα εγώ είμαι αυτή που τραγουδάει και γράφει τη μουσική και το στίχο, δεν ήθελα να βγω προς τα έξω σόλο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα συμμετάσχω σαν σόλο σε άλλες συνεργασίες. Απλώς, ως καλλιτέχνης λειτουργώ πιο δημιουργικά και άνετα μέσα στο πλαίσιο μιας ομάδας που τη νιώθω σαν τη μουσική μου οικογένεια. Με τον ντράμερ Καλλίστρατο Δρακόπουλο και τον μπασίστα Νίκο Μαυρομμάτη έχουμε προϊστορία από τα χρόνια του Λος Άντζελες. Εκτός του ότι έχουμε και οι τρείς μας αποφοιτήσει από την ίδια μουσική σχολή, (LA Music Academy), έχουμε συνεργαστεί και στο παρελθόν, έχουμε συγκατοικήσει, και πλέον τους θεωρώ πολύ στενούς φίλους εκτός από πολύτιμους συνεργάτες. Τον κιθαρίστα της μπάντας Γιώργο Καλοδούκα τον γνώρισα αφότου επέστρεψα στην Ελλάδα και δέσαμε μουσικά και σαν άτομα αμέσως. Το γεγονός ότι οι τέσσερεις μας είμαστε ομάδα, μού δίνει άλλη δύναμη και ψυχολογική στήριξη, απ’ ότι αν ήμουνα μόνη μου σε όλη αυτήν την διαδρομή. Έτσι, έχουμε δημιουργήσει τον δικό μας προσωπικό ήχο και στυλ που χαρακτηρίζει τους Positive Red.
Στο πρόσφατο παρελθόν συστηθήκατε ως Neraida στην πρώτη σας δισκογραφική δουλειά, «Outside the Box». Γιατί η μετονομασία;
Το 2010 επέστρεψα στην Ελλάδα μετά από έξι χρόνια διαμονής μου στο Λος Άντζελες, έχοντας ένα άλμπουμ στα χέρια μου με την μπάντα Neraida και τίτλο «Outside the Box». Οι μουσικοί που αποτελούσαν την μπάντα Neraida ήταν μόνιμοι κάτοικοι του LA, οπότε αναγκαστικά έπρεπε εδώ να ψάξω από την αρχή για μέλη της μπάντας. Μου πήρε χρόνο να προσαρμοστώ στα δεδομένα της ελληνικής αγοράς και στις ανάγκες της. Στην αρχή προσπάθησα να συνεχίσω με το όνομα Neraida, όμως το συγκεκριμένο όνομα δεν αγκαλιάστηκε από τους Έλληνες παραγωγούς, τους μάνατζερ και τις δισκογραφικές, στις οποίες έδειξα τη δουλειά μου. Τελικά, βρήκα ένα νέο «σπίτι» στην εταιρία Voca Records με διανομή από την MINOS-EMI, αλλά αναγκάστηκα να αλλάξω το όνομα της μπάντας σε Positive Red. Η νέα σύνθεση των Positive Red με ικανοποιεί ακόμη περισσότερο απ’ αυτήν που είχα στην Αμερική, διότι τα παιδιά είναι εξίσου ταλαντούχοι μουσικοί και, επιπλέον, καλοί μου φίλοι με κοινά βιώματα και κοινό κώδικα επικοινωνίας.
«Τhe Way Your Heart Beats», λοιπόν, ο νέος σας δίσκος. Τι θα συναντήσει εκεί κάποιος, που έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά με τη μουσική και τα τραγούδια σας;
Θα συναντήσει τη ψυχή μου να ξεδιπλώνεται άλλοτε πάνω σε μελωδικά ριφάκια στα απρόμαυρα πλήκτρα του πιάνου και άλλοτε σε ατμοσφαιρικές κιθάρες. Αυτός ο δίσκος κινείται σε πολλά επίπεδα και ακροβατεί ανάμεσα στο φώς και στο σκοτάδι, χρησιμοποιώντας στην παλέτα του όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις. Υπάρχουν φωτεινά και αισιόδοξα κομμάτια όπως π.χ. το The end of the world που είναι μια θετική αντίδραση στο άσχημο τελείωμα μια σχέσης, το The way your heart beats ιδιαίτερα χαρούμενο κομμάτι σε ποπ χρωματισμούς, ενώ από την άλλη κομμάτια με ποιό σκοτεινή διάθεση που εκφράζουν θυμό (This Butterfly), επαναστατικό πνεύμα και ξεσηκωμό (Until you touch the sky), απογοήτευση για μια πόλη που είναι διαφορετική απ’ ότι την φαντάζεσαι όταν την ζήσεις (City of Angels), λύπη (You didn’t even say goodbye). Αυτό που θα ήθελα να γνωρίσει ο κόσμος είναι ένα κομμάτι της ψυχής μου όπως αυτό αποτυπώνεται μέσα από αυτόν το δίσκο.
Επιλέξατε ο δίσκος να κυκλοφορήσει μόνο ψηφιακά, και όχι και ως cd. Γιατί;
Όπως γνωρίζετε, οι περισσότερες εταιρίες πια βγάζουν ψηφιακά άλμπουμ για τους καλλιτέχνες τους λόγω του ότι ο κόσμος δεν αγοράζει, πλέον, cd, τα δισκάδικα κλείνουν το ένα μετά το άλλο και τα περισσότερα cd πωλούνται μαζί με εφημερίδες και περιοδικά. Οπότε θεώρησα ότι είναι καλύτερο η δουλειά μου να υπάρχει σε ψηφιακή μορφή στα itunes παρά να κάθεται σε ένα ράφι κάποιου από τα εναπομείναντα δισκάδικα και να πιάνει σκόνη. Στο μέλλον μπορεί, αν κόψουμε κάποια αντίτυπα για να τα πουλάμε στις συναυλίες μας.
Πώς είναι η αίσθηση να αναγκάζεσαι να τρέχεις για χίλια δυο εξω-καλλιτεχνικά ζητήματα, δεδομένου ότι οι δισκογραφικές εταιρείες είναι «κλινικά» νεκρές;
Γενικά είναι δύσκολος ο δρόμος, γιατί οι μουσικοί δεν έχουμε όλοι τις ικανότητες ή δεξιότητες για να προωθούμε τον εαυτό μας. Αυτό πρέπει να το κάνει ένας τρίτος που γνωρίζει τη δουλειά και έχει τις απαραίτητες διασυνδέσεις ώστε να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Δυστυχώς, στη σημερινή πραγματικότητα με τις εταιρίες να κλείνουν η μια πίσω από την άλλη και τα cd να μην πουλάνε πια, ακόμη κι αν έχεις συμβόλαιο με δισκογραφική, πάλι την περισσότερη δουλειά καταλήγεις να την κάνεις μόνος σου. Απλά, στην περίπτωσή μου έτυχε και άρεσε το κομμάτι μου The end of the world στην υπεύθυνη προώθησης της MINOS και κατάφερε να το βάλει στον ραδιοφωνικό σταθμό Pepper και στο MTV, όπως επίσης άρεσε πολύ στην παραγωγή του Ράδιο Αρβύλα και μας καλέσανε τον Δεκέμβριο του 2013 να κάνουμε μια παρουσίαση. Όσες συναυλίες όμως έχουμε κάνει με την μπάντα, μόνοι μας τις έχουμε κλείσει.
Ο ρόλος του μάνατζερ, του παραγωγού και του διακινητή ταιριάζει, πιστεύετε, στον δημιουργό;
Κανονικά ο καλλιτέχνης θα έπρεπε να ασχολείται μόνο με την μελέτη του, με την δημιουργία των τραγουδιών του, με στούντιο και ό,τι άλλο καλλιτεχνικό συνεπάγεται από τη δουλειά του. Όταν όμως αναγκάζεται να κάνει και όλα όσα κανονικά θα έπρεπε να κάνει η εταιρία που τον εκπροσωπεί, τότε χάνει πολύτιμο χρόνο από το να εξελίξει την τέχνη του, κι αυτό θα έπρεπε να είναι το κυρίως μέλημά του.
Ζήσατε στο Λος Άντζελες για πάνω από μια πενταετία. Τι αποκομίσατε από την αμερικανική εμπειρία, καλλιτεχνικά και όχι μόνο;
Καταρχήν, και μόνο το γεγονός ότι κάποιος αποφασίζει να ανοίξει τα φτερά του και να περάσει x χρόνια από τη ζωή του σε μιαν άλλη ήπειρο, τόσο μακριά από την πατρίδα του, τον ωριμάζει. Είναι εμπειρία ζωής. Σε αλλάζει, σε δυναμώνει, διευρύνει τους ορίζοντές σου, μουσικά και όχι μόνο. Σε ξεβολεύει από την άνεση και τη σιγουριά του σπιτιού σου που ξέρεις ότι αν συμβεί κάτι, θα έχεις την οικογένειά σου να στραφείς. Εκεί νιώθεις εκτεθειμένος, οπότε αναγκάζεσαι θέλεις- δε θέλεις, να σταθείς στα πόδια σου και να προσαρμοστείς σε έναν τρόπο ζωής εντελώς διαφορετικό από τον δικό σου. Ειδικά στο Λος Άντζελες έρχεσαι σε επαφή με πολλές διαφορετικές κουλτούρες. Είναι μια πρόκληση και μια ανανέωση γιατί βλέπεις και βιώνεις νέα πράγματα και καταστάσεις.
Όπως; Πείτε μου να ζηλέψω!
Ο πρώτος μου χρόνος στην Μουσική Ακαδημία του LA ήταν ό,τι καλύτερο έχω ζήσει από πλευράς μάθησης πάνω στο αντικείμενο μου. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα να κάνεις π.χ. μαθήματα φωνητικών με τον άνθρωπο που ήταν ο Vocal Director της ομάδας φωνητικών του Michael Jackson (Dorian Holley), να σου διδάσκει performance η τραγουδίστρια που κάνει φωνητικά στον Stevie Wonder και να παίζεις κάθε βδομάδα με την μπάντα των καλύτερων session μουσικών στην εγχώρια σκηνή της Αμερικής. Τα υπόλοιπα πέντε χρόνια ήταν η πρακτική εξάσκηση όλων αυτών των γνώσεων που πήρα τον πρώτο χρόνο στη σχολή. Εκεί είχα την ευκαιρία να δουλέψω και να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου, να εξελιχθώ σαν τραγουδίστρια και σαν συνθέτρια. Να δουλέψω τραγουδώντας σε εκκλησία στο Hollywood με μουσικούς που έκαναν tour με μεγάλα ονόματα της διεθνούς ποπ σκηνής (Pink). Να δουλέψω με τοπ μουσικούς και παραγωγούς και να δημιουργήσω το πρώτο μου άλμπουμ «Outside the box».
Η οικογενειακή διασύνδεση με τη μουσική, μέσω του πιανίστα παππού Γεωργίου Πλάτωνα και της συνθέτριας, θείας, Λένας Πλάτωνος, υπήρξε πηγή ελευθερίας ή παγίδα;
Το να έχει κανείς την Λένα θεία και τον Γεώργιο Πλάτωνα παππού είναι τίποτα λιγότερο από ευλογία, και μουσικά και προσωπικά. Η Λένα είναι από τις μεγαλύτερες μορφές της γενιάς της και από τα μεγαλύτερα ταλέντα που διαθέτουμε στη χώρα. Θεωρώ ότι η Ελλάδα είναι πολύ μικρή (γεωγραφικά) για εκείνη και ότι θα έπρεπε να έχει διεθνή αναγνώριση. Για μένα η Λένα είναι έμπνευση μουσικά και την θαυμάζω και την αγαπώ ιδιαιτέρως. Μπορεί η μουσική που γράφω να είναι σε άλλο στυλ, αλλά επειδή λόγω της μουσικής κληρονομιάς μου βρέθηκα από πολύ μικρή ηλικία να κάνω τα πρώτα μου βήματα στο κλασσικό πιάνο, με την καθοδήγηση του παππού μου, έχω ρίζες στην κλασική μουσική και έτσι ακόμα και η ποπ μουσική που γράφω τώρα κρύβει από πίσω της κλασική παιδεία. Για μένα λοιπόν, το γεγονός ότι υπάρχει από πίσω μου μια τέτοια μουσική κληρονομιά δεν είναι ούτε πηγή άγχους ούτε παγίδα, είναι αντίθετα πηγή έμπνευσης και ελευθερίας.
Σας γεννήθηκε ποτέ η πίεση ότι «έπρεπε» σώνει και καλά να σταθείτε αντάξια μιας τέτοιας κληρονομιάς;
Το να σταθώ αντάξια μιας τέτοιας κληρονομιάς για μένα δεν σημαίνει ότι είμαι υποχρεωμένη να συνεχίσω στα χνάρια της Λένας ή του παππού μου μουσικά. Ο κάθε καλλιτέχνης είναι ξεχωριστός και έχει έρθει πάνω στη γη για να κάνει κάτι άλλο. Ο δικός μου δρόμος μπορεί να είναι διαφορετικός, αλλά αυτό που έχει σημασία πάνω απ’ όλα για μένα είναι να είναι κανείς αληθινός και να υπηρετεί το κάθε μουσικό είδος που διαλέγει με ήθος και τιμιότητα, και να εκφράζεται μέσα από την καρδιά του. Αν λοιπόν καταφέρνω κάθε μέρα να γίνομαι καλύτερη σε αυτό που κάνω, να εξελίσσομαι μουσικά, να γράφω καλύτερα τραγούδια και να τα τραγουδάω με απόλυτη σύνδεση με τη ψυχή μου, τότε θεωρώ ότι θα έχω και εγώ βάλει το δικό μου λιθαράκι στο γενεαλογικό μου δέντρο.
Γιατί επιλέξατε την αγγλική γλώσσα ως μέσο στιχουργικής σας έκφρασης;
Προσωπική επιλογή και μόνο. Θεωρώ ότι η γλώσσα μας είναι πανέμορφη και η πλουσιότερη στον κόσμο. Όμως, δυστυχώς, στην ποπ μουσική η ελληνική γλώσσα δεν αναδεικνύει την φωνή με τον ίδιο τρόπο όπως η αγγλική. Αυτό, θέλοντας και μη, δεν μπορεί να το διαψεύσει κανείς. Φυσικά αν δεν είχα φύγει στο εξωτερικό, κατά πάσα πιθανότητα το πρώτο μου άλμπουμ θα ήταν στα ελληνικά, αλλά δεν θα είχε σε καμία περίπτωση τον ήχο του τωρινού άλμπουμ, ούτε θα ακουγόταν σαν να είναι δουλειά Αμερικής. Το τίμημα είναι ότι ακόμη δεν προωθείται στην Ελλάδα το αγγλόφωνο υλικό όσο το ελληνόφωνο, όχι γιατί ο κόσμος δεν το αποζητά – γιατί εγώ βλέπω τη νέα γενιά να ακούει κυρίως ξένα – αλλά μάλλον γιατί κανείς δεν θέλει να πάρει το ρίσκο και να μπει στην διαδικασία να προωθήσει ένα πολύ καλό εγχώριο προϊόν με προδιαγραφές εξωτερικού, ούτε στην χώρα του ούτε προς τα έξω, όπως κάνουν επιτυχώς οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Όμως, επειδή δεν επαναπαύομαι μόνο στην αγορά της Ελλάδος και επειδή εξακολουθώ να έχω διασυνδέσεις μουσικά με την Αμερική και σκοπεύω να προωθήσω τη δουλειά μου εκτός συνόρων, επέλεξα συνειδητά την αγγλική γλώσσα.
The way your heart beats – εν τέλει, πώς χτυπά η δική σας καρδιά; Τι σας συγκινεί;
Η καρδιά μου χτυπάει στους 140 χτύπους ανά λεπτό, σε μέτρο 4/4 (!). Γενικά είμαι πάρα πολύ ευαίσθητη ως άνθρωπος, πράγμα που είναι καλό για την τέχνη αλλά πολλές φορές επώδυνο για τη ζωή. Με συγκινούν πράγματα απλά, καθημερινά, αλλά για μένα μοναδικά. Ευτυχώς, αυτό που δεν έχω χάσει με την πάροδο των χρόνων είναι να κοιτάω τον κόσμο με αισιοδοξία, σαν μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Ακόμη και τώρα καταφέρνουν να με αγγίζουν λεπτομέρειες, όπως ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα, η θάλασσα, τα λουλούδια σε όλα τους τα χρώματα, η ομορφιά που υπάρχει στη φύση. Στους ανθρώπους με αγγίζει η απλότητα, η ειλικρίνεια και το ήθος. Επίσης η οικογένειά μου, οι αληθινοί φίλοι που είναι δίπλα σου όταν τους χρειάζεσαι, ο αγαπημένος μου σκύλος και οι έξι γάτες μου, η μουσική όταν είναι σε απόλυτη αρμονία με τη ψυχή, τα παραμύθια, οι ανθρώπινοι αφανείς ήρωες και το θαύμα και το μυστήριο της ζωής.
Και τι αντιλαμβάνεστε ως επιτυχία;
Επιτυχία για μένα είναι να έχεις την πίστη, επιμονή και δύναμη ώστε να πάρεις τον ένα, δύο, τρείς ή δέκα «σπόρους» που σου χάρισε ο Δημιουργός και αντί να τον πετάξεις επειδή ο διπλανός έχει περισσότερους από σένα, να πάρεις αυτό τον ένα σπόρο, να βρεις το κατάλληλο έδαφος ακόμη και αν πρέπει να αλλάξεις χωράφι και να καταφέρεις, παρ’ όλες τις αντιξοότητες που θα συναντήσεις στην πορεία, να φυτρώσεις το πιο μεγάλο, όμορφο και δυνατό δέντρο.