Διεκδίκηση της διαφορετικότητας στην Εκπαίδευση.
Τι συνέβη με το υπόγειο δίκτυο σχολείων και πανεπιστημίων της πρώτης Ιντιφάντα;
Ο Alessandro Petti είναι αρχιτέκτονας και ερευνητής σε θέματα πολεοδομίας. Ενδιαφέρεται για την κριτική παιδαγωγική και είναι συν-ιδρυτικό μέλος της Campus in Camps, ένα πειραματικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα στον προσφυγικό καταυλισμό Dheisheh, στη Βηθλεέμ. Πριν από λίγες ημέρες αναρτήθηκε ένα άρθρο του στο περιοδικό thisweekinpalestine.com, σχετικό με τα προγράμματα εκπαίδευσης που έχουν λειτουργήσει από την πρώτη Ιντιφάντα μέχρι σήμερα στην Παλαιστίνη και την εμπλοκή των κοινοτήτων, της Παλαιστινιακής Αρχής και ΜΚΟ από το εξωτερικό. [http://thisweekinpalestine.com/reclaiming-diversity-in-education/]. Η Στεφανία Γυφτοπούλου το μετέφρασε και το Περιοδικό το αναδημοσιεύει. Κεντρική φωτογραφία: Jean-Claude Coutausse
Το 1987, σε μια προσπάθεια καταστολής της πρώτης Ιντιφάντα (οι διαμαρτυρίες της παλαιστινιακής κοινωνίας ενάντια στη στρατιωτική κατοχή), η ισραηλινή κυβέρνηση απαγόρευσε στους πολίτες τις συλλογικές συγκεντρώσεις και αποφάσισε να κλείσει όλα τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Κατά συνέπεια, η παλαιστινιακή κοινωνία των πολιτών αναπτύχθηκε μέσα από την οργάνωση ενός υπόγειου δικτύου σχολείων και πανεπιστημίων τα οποία στεγάζονται σε ιδιωτικές κατοικίες, γκαράζ και καταστήματα. Οι δάσκαλοι και οι μαθητές άρχισαν να χρησιμοποιούν διαφορετικούς χώρους εκμάθησης. Κατά αυτόν τον τρόπο, τα πανεπιστήμια δεν περιορίζονταν πλέον εντός τειχών ή πανεπιστημιουπόλεων. Οι συναθροίσεις και οι συνελεύσεις είχαν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής μεταξύ των διαφόρων παλαιστινιακών κοινοτήτων. Η μάθηση δεν περιοριζόταν στις ώρες που αφιερώνονταν μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας. Τα μαθηματικά, η φυσική, η λογοτεχνία και η γεωγραφία ήταν μαθήματα των οποίων η γνώση μεταδιδόταν μεταξύ φίλων, μελών της οικογένειας και γειτόνων.
Η κλασική δομή, κατά την οποία “οι εκπαιδευτικοί εμπειρογνωμόνες” μετάδιδουν την γνώση και οι μαθητές είναι απλοί αποδέκτες πληροφοριών, είχε αντικατασταθεί από μια θολή δομή στην οποία η διάκριση μεταξύ των δύο δεν ήταν πλέον φανερή.
Προκειμένου οι κάτοικοι να αντισταθούν στις μεγάλες περιόδους της απαγόρευσης της κυκλοφορίας που είχε επιβληθεί από τον ισραηλινό στρατό, ενσωμάτωσαν στις λειτουργίες των αυτοδιαχειριζόμενων εκπαιδευτικών χώρων και δραστηριότητες αυτονομίας, όπως η καλλιέργεια φρούτων και λαχανικών και η εκτροφή ζώων. Η θεωρητική γνώση συνδυάστηκε με τη γνώση που προέκυπτε από τη δράση και τον πειραματισμό και κατά αυτό τον τρόπο η εκμάθηση έγινε εργαλείο ζωτικής σημασίας για την κατάκτηση της ελευθερίας και της αυτονομίας. Οι άνθρωποι ανακάλυψαν ότι μπορούσαν να μοιραστούν τις γνώσεις τους και να είναι υπεύθυνοι για το τι και πώς μελετούν.
Η κλασική δομή, κατά την οποία “οι εκπαιδευτικοί εμπειρογνωμόνες” μεταδίδουν την γνώση και οι μαθητές είναι απλοί αποδέκτες πληροφοριών, είχε αντικατασταθεί από μια θολή δομή στην οποία η διάκριση μεταξύ των δύο δεν ήταν πλέον φανερή. Η δυναμική της ομάδας άνοιξε το νέο περιβάλλον εκμάθησης σε θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης, ανισότητας και δημοκρατίας.
Η πρώτη Ιντιφάντα ήταν, στην πραγματικότητα, ένα ειρηνικό κίνημα που στόχευε όχι μόνο στο να αλλάξει το σύστημα της αποικιακής κατοχής, αλλά και στη δημιουργία νέων χώρων για την προώθηση κοινωνικής αλλαγής. Για παράδειγμα, η νεολαία και οι γυναίκες είχαν την ευκαιρία να αμφισβητήσουν και να επανεξετάσουν τα παραδοσιακά και πατριαρχικά στερεότυπα της παλαιστινιακής κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών, η εκπαίδευση θεωρήθηκε ως ένα βασικό εργαλείο για την απελευθέρωση και την ανθρώπινη χειραφέτηση. Η γνώση που παραγόταν από την ομάδα δεν ήταν πλέον μακρινή και αποξενωμένη. Αντιθέτως, ήταν γειωμένη στον τότε παρόντα πολιτικό αγώνα για τη δικαιοσύνη και την ισότητα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η ύπαρξη αυτού του ανοιχτού και βασισμένου στην κοινότητα συστήματος εκμάθησης δεν αναγνωρίστηκε από την νεοσύστατη Παλαιστινιακή Αρχή. Η ύλη του παλαιστινιακού εκπαιδευτικού συστήματος συνέχισε να βασίζεται στο ιορδανικό εθνικό σύστημα, αγνοώντας τις προκλήσεις και τις πλούσιες εμπειρίες που είχε να προσφέρει το νέο «υπόγειο δίκτυο».
Ωστόσο, οι περισσότεροι από τους ηγέτες του υπόγειου δικτύου έγιναν βασικά μέλη της Παλαιστινιακής μη-κυβερνητικής κοινότητας. Πολλοί από αυτούς θεώρησαν ότι η διαδικασία οικοδόμησης του κράτους τα τελευταία χρόνια είχε καταστεί συγκεντρωτική, γραφειοκρατική και σε ορισμένες περιπτώσεις αυταρχική. Ο μη-κυβερνητικός τομέας λοιπόν, ήταν ο χώρος ανάπτυξης πειραματικών πρακτικών στην υγεία, το περιβάλλον, τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και στην ίδια την εκπαίδευση.
Οι περισσότερες ΜΚΟ στην Παλαιστίνη σήμερα, όπως γινόταν και με την Εθνική Παλαιστινιακή Αρχή, χρηματοδοτούνται από διεθνείς φορείς. Παρόλο που οι χορηγοί θεωρητικά λειτουργούν προς όφελος του τοπικού πληθυσμού, στην πραγματικότητα δεν είναι υπόλογοι στο λαό, με αποτέλεσμα να επιδιώκουν συχνά τις πολιτιστικές και πολιτικές ατζέντες των κρατών-δωρητών. Η φιλανθρωπία λοιπόν έχει γίνει ένα από τα κύρια μέσα δυτικής παρέμβασης στην πολιτική αλλά και τον πολιτισμό της Παλαιστίνης.
Έχοντας αυτούς τους κινδύνους κατά νου, το δίκτυο των ΜΚΟ φαίνεται ότι εξακολουθεί να είναι ένα σημαντικό εργαλείο για την ανάπτυξη των διαφόρων πολιτικών. Μη-κυβερνητικές ομάδες είναι σε θέση να αντιδράσουν πιο αποτελεσματικά στις ανάγκες των περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων, που δεν εκπροσωπούνται από τις κρατικές πολιτικές.
Ένα νέο είδος κοινού χώρου λοιπόν – ο οποίος δεν έχει κατανοηθεί ακόμη επαρκώς- προέκυψε μέσω της κουλτούρας των ΜΚΟ. Ενδιαφέρον παράδειγμα κοινόχρηστου εκπαιδευτικού χώρου αποτελεί το διεθνές σχολείο Le Petit Prince (Ο Μικρός Πρίγκηπας) στη Βηθλεέμ. Το σχολείο ιδρύθηκε από μια ομάδα γονέων και ακαδημαϊκών οι οποίοι ανησυχούσαν για την εκπαίδευση των παιδιών στην Παλαιστίνη. Φαντάστηκαν ένα σχολείο στο οποίο κάθε μαθητής αποτελεί όχι μόνο έναν ενεργό μαθητευόμενο αλλά και πηγή γνώσης. Ο μαθητής δηλαδή δεν είναι απλός αποδέκτης πληροφοριών. Φαντάστηκαν μια εκπαιδευτική προσέγγιση στην οποία οι εκπαιδευτικοί δεν είναι αποκλειστικά πομποί γνώσης, αλλά συν – εκπαιδευόμενοι. Όπου μαζί μαθητές και εκπαιδευτικοί, συμμετέχουν σε προγράμματα που υποστηρίζουν το παιχνίδι, την κριτική σκέψη και τις πρακτικές δημιουργικής τέχνης.
Το σχολείο αυτό βασίζεται σε ορισμένες αρχές.
Οι μαθητές έχουν τρεις συγκεκριμένους παιδαγωγικούς πυλώνες : την οικογένεια, τους δασκάλους και το χώρο του σχολείου, που σχεδιάστηκε για να εμπνεύσει τη δημιουργικότητα και την ανεξαρτησία στη μάθηση. Στο περιβάλλον αυτό, μαθητές, εκπαιδευτικοί και γονείς έχουν μαζί ενεργό ρόλο στην πορεία και διαμόρφωση του σχολείου.
Επιπλέον, οι δραστηριότητες του σχολείου δεν εισβάλλουν στις δραστηριότητες και τις σχέσεις που έχουν οι μαθητές με τα μέλη της οικογένειάς τους. Τα πρώτα χρόνια δεν δίνεται στα παιδιά υποχρεωτική εργασία για το σπίτι. Ωστόσο, συνιστώνται κάποια θεμελιώδη βιβλία σε συνδυασμό με συμπληρωματικές δραστηριότητες για τους μαθητές και τις οικογένειές τους.
Ο περιορισμένος αριθμός των μαθητών ανά τάξη κάνει το μαθησιακό περιβάλλον διαδραστικό και οικείο. Οι μαθητές καλούνται να μάθουν ο ένας από τον άλλο και δίνεται ιδιαίτερη σημασία στις ομαδικές εργασίες. Η γνώση δεν διαχωρίζεται από τη δράση· οι μαθητές μαθαίνουν από τον πειραματισμό και το παιχνίδι θεωρείται μέσο εκμάθησης. Το Πρόγραμμα Σπουδών προσαρμόζεται στη δυναμική των παιδιών από την παιδαγωγική ομάδα και βασίζεται σε θεμελιώδη βιβλία που εκπαιδευτικοί και μαθητές διαβάζουν μαζί και συζητούν.
Αντί να ακολουθήσουν ένα τυποποιημένο σύστημα που κατηγοριοποιεί το επίπεδο του κάθε μαθητή, οι εκπαιδευτικοί συντάσσουν δύο φορές το χρόνο μια λεπτομερή έκθεση αξιολόγησης που περιλαμβάνει την πρόοδο του κάθε μαθητή για να συζητηθεί με τους γονείς του.
Το πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον του σχολείου είναι πολυπολιτισμικό, σέβεται όλες τις θρησκείες και η σχέση φύλου-δύναμης αναγνωρίζεται, ωστόσο αμφισβητείται.
Παρά τον ενθουσιασμό των εκπαιδευτικών, των γονέων και κυρίως των μαθητών του σχολείου, ένα θεμελιώδες ερώτημα παραμένει: Πώς μπορεί να δημιουργηθεί μια διαλεκτική σχέση μεταξύ αυτής της μη-κυβερνητικής, πειραματικής και δυναμικής, αλλά ακόμη εύθραυστης, μεταβατικής παιδαγωγικής πρακτικής με το πιο σταθερό και επίσημο, με το πιο στατικό και κλειστό υπάρχον σύστημα; Ή μάλλον, πώς μπορεί να δημιουργηθεί μια σχέση μεταξύ αυτών των δύο διαφορετικών αλλά και συμπληρωματικών συστημάτων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εμπειρία του Le Petit Prince δεν θα παραμείνει απλώς ένα ενδιαφέρον αλλά απομονωμένο πείραμα;
Αυτές οι εμπειρίες είναι μια πρόσκληση για την επανενεργοποίηση του κριτικού και κοινόχρηστου περιβάλλοντος εκμάθησης, προκειμένου αυτό με τη σειρά του να επηρεάσει τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και να συμβάλλει στον τρόπο με τον οποιο τα πανεπιστήμια και τα σχολεία καθορίζουν το ρόλο τους. Στόχος είναι να ξεπεράσει τα συμβατικά μοντέλα έτσι ώστε το περιβάλλον εκμάθησης να μην περιορίζεται εντός των παραδοσιακών τειχών της ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά να διασχίζει διαφορετικές μορφές γνώσης με σκοπό να ενσωματώσει τις πτυχές της καθημερινότητας και του διαλόγου με την ευρύτερη κοινότητα.
Ο σκοπός αυτών των πειραμάτων είναι ουσιαστικά η διεκδίκηση του πλουραλισμού στην εκπαίδευση και της ποικιλομορφίας στον τρόπο εκμάθησης.