Το παλιό που έρχεται με την μάσκα του «νέου»...
Το «μνημόνιο» συνεργασίας για τα αρχαία του σταθμού «Βενιζέλος» του μετρό Θεσσαλονίκης δεν υπογράφηκε σε «κενό αέρος»
Οι «πανηγυρισμοί» του υπουργείου Πολιτισμού για την χθεσινή υπογραφή «Μνημονίου Συναντίληψης και Συνεργασίας» για την «κατά χώραν ανάδειξη» των σημαντικών αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν κατά τις εργασίες κατασκευής του σταθμού «Βενιζέλου» του μετρό Θεσσαλονίκης φέρουν «λανθάνοντα» ερωτηματικά.
Το Μνημόνιο, το οποίο συνυπέγραψαν, παρουσία του υπουργού Πολιτισμού, Α. Μπαλτά, η γενική γραμματέας του ΥΠΠΟ, Μ. Ανδρεαδάκη – Βλαζάκη, ο γγ του υπουργείου Υποδομών, Γ. Δέδες, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Γ. Μπουτάρης και ο πρόεδρος της Αττικό Μετρό Α.Ε., Γ. Μυλόπουλος, προβλέπει «ομάδα εργασίας, η οποία θα υποστηρίξει τους μελετητές της κατασκευής του σταθμού δίνοντας τις κατευθύνσεις για την κατά χώραν ανάδειξη των αρχαιοτήτων και την ένταξη των νέων κατασκευών στα μνημεία καθώς και τις προδιαγραφές από τη σκοπιά της φυσιογνωμίας και των αναγκών λειτουργίας της πόλης.
»Οι ομάδες θα βρίσκονται σε συνεχή συνεργασία και θα συμβάλουν στην αντιμετώπιση των ζητημάτων που τυχόν ανακύψουν κατά την εκπόνηση των απαιτούμενων μελετών».
Το υπουργείο εκτιμά ότι «με την υπογραφή του μνημονίου εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος στο έργο της κατασκευής του σταθμού Βενιζέλου». «Εξασφαλίζονται συνθήκες γόνιμης συνεργασίας των εμπλεκομένων φορέων στην κατεύθυνση αρμονικής συνύπαρξης των μνημείων με τα σύγχρονα έργα, προσφέροντας προοπτική για τη συνολική ανάπλαση μιας σημαντικής περιοχής της Θεσσαλονίκης με ιστορικές αναφορές».
Προσθέτει, ότι «με τις κατάλληλες τεχνικές λύσεις που θα προβλέπουν οι νέες μελέτες του έργου θα επιτευχθεί η κατασκευή και λειτουργία του σταθμού και παράλληλα θα διατηρηθεί κατά χώραν και θα αναδειχθεί αυτό το σημαντικό μνημειακό σύνολο ως μοναδικό αυθεντικό τοπόσημο της πόλης».
Τον περασμένο Μάρτη, με αφορμή την «επανεκκίνηση» των εργασιών κατασκευής του μετρό, η εταιρεία ανακοίνωνε, ότι στις 19 Φεβρουαρίου υπογράφηκε «η 2η Συμπληρωματική Σύμβαση για το αρχαιολογικό έργο ύψους 25.000.000 ευρώ και οι αρχαιολογικές εργασίες ξεκινούν εκ νέου». «Με δεδομένο ότι το 82% του ανασκαφικού έργου έχει ήδη εκτελεστεί, οι αρχαιολογικές εργασίες που απομένουν αφορούν στον σταθμό “Βενιζέλου”, στη νότια πρόσβαση του σταθμού “Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός”, στη βόρεια και νότια πρόσβαση του σταθμού “Δημοκρατίας”, στη βόρεια και νότια πρόσβαση του σταθμού «Αγίας Σοφίας», στη νότια πρόσβαση του σταθμού “Σιντριβάνι” και στο κτίριο ΙΙΙ και τον περιβάλλοντα χώρο του Αμαξοστάσιου».
Η εταιρεία συμπλήρωνε, ότι «μετά τη διαμάχη που ξέσπασε με αφορμή τα αρχαιολογικά ευρήματα στο Σταθμό “Βενιζέλου”, επιτεύχθηκε για πρώτη φορά συμφωνία της Αττικό Μετρό με το Υπουργείο Πολιτισμού και το Δήμο Θεσσαλονίκης επί τεχνικής λύσης, που εξετάζει η Αττικό Μετρό, σύμφωνα με την οποία στη Βενιζέλου θα συνυπάρξουν τα αρχαιολογικά ευρήματα και ο σταθμός του Μετρό. Η λύση αυτή είναι σύμφωνη με την τελευταία απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και προβλέπει την κατασκευή του σταθμού στην ίδια θέση, με παράλληλη διατήρηση και ανάδειξη των αρχαιολογικών ευρημάτων κατά χώραν. Η τεχνική εφικτότητα της λύσης, που έχει συμφωνηθεί, διερευνάται και τα μέχρι τώρα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τη δυνατότητα κατασκευής του σταθμού σύμφωνα με αυτή.
»Με αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζεται κατά τρόπο αποδεκτό από όλες τις πλευρές, και κυρίως προς όφελος της πόλης, ένα μεγάλο πρόβλημα που εμπόδιζε την κατασκευή του σταθμού και είχε διχάσει τη Θεσσαλονίκη. Με την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης για τον σταθμό της Βενιζέλου, ανοίγει ο δρόμος για την ολοκλήρωση πλέον του συνόλου του έργου».
Σύμφωνα με τον προγραμματισμό, το μετρό θα εξακολουθεί να κατασκευάζεται με βάση τα χρονοδιαγράμματα, με τον σταθμό «Βενιζέλου» να παραμένει κλειστός για όσο χρειαστεί ακόμη και μετά την έναρξη της λειτουργίας του μετρό, μέχρι την εκπόνηση και την εφαρμογή της μελέτης «συνύπαρξης» σταθμού και αρχαιοτήτων.
Θυμίζουμε, ότι η αρχαιολογική κοινότητα είχε χαιρετήσει την γνωμοδότηση του ΚΑΣ του περσινού Σεπτέμβρη με την οποία, για πρώτη φορά από την «εμπλοκή» του έργου λόγω των σημαντικών αρχαιοτήτων στο σταθμό «Βενιζέλου», δεχόταν, σε αντίθεση με την πάγια θέση της εταιρείας, την μη μεταφορά των ευρημάτων, αλλά καλούσε τον δήμο Θεσσαλονίκης να προχωρήσει σε συγκεκριμένη πρόταση ανάδειξης.
Δεν «πανηγυρίζουν» όλοι…
Ωστόσο, μακράν δεν είναι όλα «ρόδινα». Τον περασμένο Απρίλη, αμέσως μετά τις επίσης «πανηγυρικές» ανακοινώσεις κυβέρνησης – εταιρείας για την επανέναρξη των εργασιών του μετρό, ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων, των επιστημόνων, δηλαδή, που σηκώνουν το μεγάλο βάρος των σωστικών ανασκαφών και στο έργο αυτό, εξέδωσε μια ανακοίνωση η οποία κάθε άλλο παρά «γιορτινό» χαρακτήρα είχε.
Συγκεκριμένα ανέφερε, ότι «οι όροι υπό τους οποίους οι έκτακτοι αρχαιολόγοι καλούνται να επανέλθουν ή να εργαστούν για πρώτη φορά στο Μετρό, αποτελούν συμπυκνωμένη έκφραση της υποτίμησης, από την πλευρά των υπευθύνων, της αρχαιολογικής εργασίας όσο και της σχετικής νομοθεσίας. Ταυτόχρονα, η ίδια η Αρχαιολογική Υπηρεσία παρακάμπτεται, και η υπόδειξη των εκτάκτων αρχαιολόγων που θα έχουν συμμετοχή στις νέες εργασίες του Μετρό γίνεται ουσιαστικά υπόθεση της Κοινοπραξίας.
»Παρά τις διαβεβαιώσεις της ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού, παρά τις δεσμεύσεις της ηγεσίας του υπουργείου Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων, παρά τις διαδοχικές συναντήσεις μας με τους υπευθύνους του έργου και τις συζητήσεις μας για την επανέναρξη των εργασιών, φαίνεται ότι πολιτική ηγεσία και εμπλεκόμενες κατασκευαστικές εταιρείες, προμαχούντος του ΑΚΤΩΡΑ (που ορίστηκε υπεύθυνος για τις αρχαιολογικές εργασίες στο Μετρό), έχουν μετατρέψει σε τέχνη την μετάθεση των δεσμεύσεων και υποχρεώσεών τους:
»Την ίδια ώρα που πετάνε το μπαλάκι της ευθύνης ο ένας στον άλλον, δρομολογούν αυθαίρετα την επιλογή του προσωπικού που θα εργαστεί στο Μετρό παραβιάζοντας τον ρόλο της αρχαιολογικής υπηρεσίας, συντάσσουν αυθαίρετες συμβάσεις, ετοιμάζουν αυθαίρετο καθεστώς και όρους εργασίας.
»Ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων, όπως ακριβώς σημειώθηκε με έμφαση και στην Τοπική Συνέλευση της 10ης Απριλίου στη Θεσσαλονίκη, θα σταθεί ενάντια σε κάθε όρο υποβάθμισης της αρχαιολογικής εργασίας, υποτίμησης των συναδέλφων, παράκαμψης της δεοντολογίας όσο και της κείμενης νομοθεσίας».
Ενημέρωναν επιπλέον, ότι μετά από συνάντηση με εκπρόσωπο του «ΑΚΤΩΡ» προέκυψε, ότι σε ό,τι αφορά στους μισθούς «η εταιρεία “ΑΚΤΩΡ” εφαρμόζει εντολή της Αττικό Μετρό – κοινώς “σύστημα μπαλάκι”». Το αίτημα των αρχαιολόγων «για την επίδειξη του σχετικού εγγράφου της εντολής δεν έγινε δεκτό και ζήτησε να απευθυνθούμε στην Αττικό Μετρό».
Σε ό,τι αφορά στις προσλήψεις, οι αρχαιολόγοι σημείωναν, ότι «η εταιρεία δεν προτίθεται ούτε να επαναπροσλάβει ούτε να διαπραγματευτεί με τους συναδέλφους που βρίσκονται σε αγωγή. Αυτό θα γίνει μόνο εάν αποσύρουν οποιαδήποτε αξίωση και δουλέψουν με τους όρους που προτείνει η εταιρεία».
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, η εταιρεία είπε επίσης ότι «η Κοινοπραξία προτείνει τους αρχαιολόγους όχι η εφορεία, η τελευταία απλά βάζει την υπογραφή της». Ωστόσο, στο σημείο αυτό οι αρχαιολόγοι επικαλέστηκαν τον αρχαιολογικό νόμο και το «μνημόνιο συναντίληψης και συνεργασίας για τα μεγάλα έργα».
Μια απαραίτητη «προϊστορία»
Ωστόσο, το «Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας για τα Μεγάλα Εργα» που υπογράφτηκε το 2010 μεταξύ του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού (τότε) και του υπουργείου Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων, στο πλαίσιο των σχετικών αποφάσεων που λήφθηκαν κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής μεγάλων έργων τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, στοχεύει ακριβώς στην εξυπηρέτηση των εργολάβων και όχι των αρχαιολογικών αναγκών.
Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν τρόπο, ώστε τα «μεγάλα έργα» – όπως το μετρό καλή ώρα – να «απελευθερωθούν» από το «βραχνά» των αρχαιοτήτων που «ξεφυτρώνουν»… σε «λάθος» μέρος τη «λάθος» στιγμή.
Ακόμη και αν δεν υπήρχαν άλλα επιχειρήματα υπέρ της παραπάνω διαπίστωσης, θα αρκούσαν μόνο κάποιες απλές, ρητορικές ερωτήσεις: Πώς θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος; Με τις τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας; Με τους συμβασιούχους που «αυξομειώνονται» σχεδόν… εποχιακά;
Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι έκτακτοι αρχαιολόγοι δηλαδή, προχώρησαν, τότε, σε μια αναλυτική προσέγγιση του «μνημονίου» στην οποία σημειωνόταν εξαρχής, ότι «με πρόφαση την οικονομική κρίση, όπως αντίστοιχα συνέβη πριν το 2004 με πρόφαση τους Ολυμπιακούς Αγώνες, γίνεται προσπάθεια για “επίσπευση” των αρχαιολογικών εργασιών. Η ανασκαφική διαδικασία όμως είναι μη αναστρέψιμη και όποια στοιχεία χαθούν εξ αιτίας της επίσπευσης που προγραμματίζεται δεν ανακτώνται (…) Η Αρχαιολογική Υπηρεσία οφείλει να διενεργεί μόνη της, αυτοτελώς και ανεξάρτητα, τις σωστικές ανασκαφές και τις υπόλοιπες αρχαιολογικές εργασίες, με επαρκές μόνιμο προσωπικό, χωρίς να εξαναγκάζεται σε παραχωρήσεις και συμβιβασμούς, όπως είναι το “Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας “, βασική μέριμνα του οποίου είναι να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των κατασκευαστών».
Απαντώντας στο «βασικό ερώτημα», «ποια βαθύτερη ανάγκη επέβαλε τη σύνταξη του μνημονίου;», οι έκτακτοι αρχαιολόγοι αναφέρουν: «Οσοι θα μπουν στον κόπο να βρουν και να διαβάσουν τα άρθρα του Μνημονίου, θα διαπιστώσουν την προσπάθεια να “μετρηθεί” και να “ζυγιστεί” το αρχαιολογικό έργο με όρους τεχνοκρατικούς, να μπει σε καλούπια, προκειμένου να μπορούν οι μεγαλοεργολάβοι να προγραμματίζουν τις εργασίες τους με αριθμούς. Γεγονός όμως είναι ότι δεν είναι εφικτό να προγραμματιστούν και να οριστούν χρονικά οι ανασκαφικές εργασίες όπως γίνεται με ένα κατασκευαστικό έργο, καθώς είναι απρόβλεπτες. Οσο και να γνωρίζει κάποιος τις αρχαιολογικές θέσεις μιας περιοχής, είναι σχεδόν αδύνατο να προβλέψει τα ευρήματα που θα συναντήσει κατά τη διενέργεια μιας ανασκαφής».
Εκτιμούσαν, ότι «το μνημόνιο μεταβάλλει επίσης και τον χαρακτήρα της εργασίας του αρχαιολόγου, μετατοπίζοντας τις ευθύνες του προς έναν γραφειοκρατικό σχεδιασμό και απολογισμό των εργασιών. Ταυτόχρονα, υπογραμμίζονται εκείνες οι αρμοδιότητες των προϊστάμενων αρχαιολόγων οι οποίες λίγη σχέση έχουν με το καθαυτό επιστημονικό αρχαιολογικό έργο, ενώ μάλλον εξυπηρετούν τα οργανογράμματα των εργολάβων. Ο ερευνητής και ερμηνευτής του παρελθόντος μέσα από τα υλικά κατάλοιπα που κληρονομήσαμε, μετατρέπεται σε απλό γραφειοκράτη και διεκπεραιωτή του σύγχρονου τεχνικού έργου».
Οι αρχαιολόγοι αναδεικνύουν και κάποιες επίφοβες «λεπτομέρειες». Ετσι, στο μνημόνιο ορίζεται ότι «οι εντεταλμένοι αντιπρόσωποι του ΥΠΠΟΤ θα παρακολουθούν όλες τις χωματουργικές εργασίες», χωρίς να ξεκαθαρίζεται «αν μία εκσκαφή σε χώρο με αρχαιολογικό ενδιαφέρον μπορεί να πραγματοποιείται, και επισήμως, χωρίς αρχαιολόγο, με απλή παρουσία αρχαιοφύλακα ή τεχνίτη».
Επίσης, προβλέπεται ότι «το αρχαιολογικό ανασκαφικό έργο, καθώς και τα έργα προστασίας, συντήρησης και ανάδειξης ανήκουν στην αρμοδιότητα και διαχείριση των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠΠΟΤ (…) χωρίς καμία ανάμειξη του Κύριου του έργου ή του Αναδόχου στα επιστημονικά – αρχαιολογικά στοιχεία ή στην αξιοποίηση του ανασκαφικού υλικού, εκτός από ειδικές περιπτώσεις».
Ορθά οι αρχαιολόγοι σχολιάζουν: «Καθώς οι “ειδικές περιπτώσεις” δεν προσδιορίζονται περισσότερο, το μνημόνιο ανοίγει την πόρτα, και επισήμως, σε “Αναδόχους”, να αναμειχθούν σε εργασίες που άλλοτε διεξάγονταν αποκλειστικά από την Αρχαιολογική Υπηρεσία».
Υποστήριζαν, επίσης, ότι προβλέπεται «επιπλέον ψαλίδισμα στις αρχαιολογικές δαπάνες, περιορίζοντάς τις από το 10% στο 5% του προϋπολογισμού του έργου. Με πρόσχημα την κρίση και την ανάγκη μείωσης των δαπανών, η προστασία της πολιτισμικής μας κληρονομιάς περνάει σε δεύτερη μοίρα. Το ερώτημα είναι αν μειώνονται αντιστοίχως στο μισό και τα εργολαβικά κέρδη. Φοβόμαστε, όμως, πως σκοπός είναι να μειωθούν οι αρχαιολογικές δαπάνες, ώστε να παραμείνει υψηλό το ποσοστό κέρδους των κυρίων και κατασκευαστών των έργων».
Σε ό,τι αφορά στα χρονοδιαγράμματα, οι αρχαιολόγοι σημειώνουν ότι «ανεξάρτητα από τη σπουδαιότητα, την έκταση, τον αριθμό, την κατάσταση των αποκαλυφθέντων αρχαίων μνημείων και ευρημάτων, το μνημόνιο παραχωρεί ως μέγιστη προθεσμία(!) το χρονικό διάστημα των 6 μηνών από το πέρας της ανασκαφής για την παράδοση της τελικής ανασκαφικής έκθεσης και του καταλόγου των ευρημάτων, αφήνοντας ασαφές αν στους 6 μήνες περιορίζεται και ο χρόνος ολοκλήρωσης της καταγραφής και μελέτης των αρχαιολογικών ευρημάτων. Ο χρονικός αυτός περιορισμός αντιβαίνει στην παρ. 3, του άρθρου 1 και στο άρθρο 11, όπου προβλέπεται η τεκμηρίωση, μελέτη των ευρημάτων, όπως και ορίζει ο Αρχαιολογικός Νόμος».
«Στην πράξη, η πίεση του χρόνου θα οδηγήσει μοιραία στη σύνταξη πρόχειρων ανασκαφικών εκθέσεων, με βιαστική τεκμηρίωση και περιγραφή των σταθερών καταλοίπων και κινητών ευρημάτων, καθώς και ελλιπών καταλόγων με ..ασυντήρητα ευρήματα. Μπαλώματα και προχειροδουλειές, προκειμένου να μην καθυστερήσουν, και, το κυριότερο, να μην επιβαρυνθούν περαιτέρω οικονομικά οι διαχειριστές των κονδυλίων».
Και η εκτίμηση των εκτάκτων αρχαιολόγων για το μνημόνιο καταλήγει: «Πέρα από το γεγονός ότι το “Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας ” έρχεται να σταθεί δίπλα στους αρχαιολογικούς νόμους μάλλον ανταγωνιστικά, και όχι επικουρικά, πολύ σοβαρό είναι το γεγονός ότι προβλέπει τη δυνατότητα σύνταξης εξατομικευμένων μνημονίων για κάθε ένα Μεγάλο Δημόσιο Εργο (άρθρο 12). Το “Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας ” ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για “διαπραγματεύσεις” ανάμεσα στο ΥΠΠΟΤ και το ΥΠΥΠΟΜΕΔΙ κάθε φορά που θα προετοιμάζεται κάποιο Μεγάλο Δημόσιο Εργο, προετοιμάζει το έδαφος για “αναγκαίες υπαναχωρήσεις” του Πολιτισμού, υπό το βάρος της ανάγκης πραγματοποίησης μεγάλων έργων σε περίοδο οικονομικής δυσπραγίας (…) σε καμία περίπτωση δεν πρέπει “συναντίληψη ” και η “συνεργασία” να οργανωθούν σε βάρος της αρχαιολογίας και του Πολιτισμού. Είναι απαράδεκτο να κρύβεται η απαξίωση των μνημείων και η υποτίμηση του έργου των εργαζομένων στο χώρο του Πολιτισμού πίσω από τις διαπραγματεύσεις και συμφωνίες των Υπουργείων.
»Οφείλουμε να προστατεύσουμε, να διατηρήσουμε και να αναδείξουμε τα προϊόντα πολιτισμού που έχει να επιδείξει η χώρα, τα οποία αποτελούν κτήμα του ελληνικού λαού και τα οποία, σε καμία περίπτωση, δεν θα επιτρέψουμε να θυσιαστούν στο βωμό της ανάπτυξης και του γρήγορου κέρδους εργολάβων και εταιρειών».
Τα αρχαία δεν «ξεφύτρωσαν», προϋπήρχαν…
Οι αρχαιολογικές εργασίες… «που απομένουν», δηλαδή, σύμφωνα με την εταιρεία, στον σταθμό «Βενιζέλου», στη νότια πρόσβαση του σταθμού «Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός», στη βόρεια και νότια πρόσβαση του σταθμού «Δημοκρατίας», στη βόρεια και νότια πρόσβαση του σταθμού «Αγίας Σοφίας», στη νότια πρόσβαση του σταθμού «Σιντριβάνι» και στο κτίριο ΙΙΙ και τον περιβάλλοντα χώρο του Αμαξοστάσιου», δεν είναι και λίγες. Μάλιστα, οι παραπάνω χώροι απασχολούν κυρίως την Αρχαιολογική Υπηρεσία τα τελευταία χρόνια.
Τον Γενάρη του 2012, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Επιτροπής Οινκονομικών Υποθέσεων της Βουλής, όπου συζητήθηκε το θέμα συμπληρωματικής σύμβασης για το αρχαιολογικό κομμάτι της κατασκευής του μετρό Θεσσαλονίκης , προέκυψε ότι η αρχαιολογική έρευνα στο έργο φέρνει στην επιφάνεια έναν από τους μεγαλύτερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας… και έπεται συνέχεια!
Ο αρχαιολογικός πλούτος, όπως παρουσιάστηκε στην επιτροπή, ήταν ήδη τεράστιος. Με τα τότε στοιχεία, το συνολικό εμβαδό των ανασκαφών στο μετρό ανερχόταν σε 28.000 τ.μ. Τα κινητά ευρήματα, που πρέπει να συντηρηθούν και να καταγραφούν, ανέρχονταν στα 28.225. Ανάμεσά τους: 5.000 αγγεία, πάνω από 5.000 γυάλινα ευρήματα, περισσότερα από 1.500 κοσμήματα, περισσότερες από 130 επιγραφές, περισσότερα από 400 ειδώλια.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι έχουν βρεθεί και εννέα χρυσά στεφάνια από την έναρξη των ανασκαφών.
Τα εντυπωσιακότερα είναι τα ευρήματα στο σταθμό «Βενιζέλος», τα οποία αποτελούνται απόι δύο τεμνόμενους βυζαντινούς δρόμους, ο λιθόστρωτος Cardo και ο μαρμαροστρωμένος Decumanus, με περισσότερα από 75 μέτρα μήκος, με ορατά τα αρχαία επισκευαστικά έργα που έγιναν με πλάκες από λατομείο του Χορτιάτη, αλλά και ίχνη αμαξοτροχιών. Βρέθηκε επίσης και τετράπυλο στη συμβολή των παραπάνω οδών, με οκτώ πεσσούς που το στήριζαν, καθώς και άλλους έξι, πεσμένους, που όριζαν στεγασμένα πεζοδρόμια, κτίριο με μνημειώδη είσοδο και επιστρωμένες μαρμάρινες πλάκες, κεραμοσκεπής αποχετευτικός αγωγός, ίχνη από επιτραπέζια παιχνίδια πάνω στις μαρμάρινες πλάκες και γενικά όλα τα κατάλοιπα των οικοδομημάτων, που χρονολογούνται μεταξύ του τέλους του 6ου και τις αρχές του 7ου αιώνα.
Είναι προφανές, ότι όχι μόνο δεν «φταίνε» οι αρχαιολόγοι που βρέθηκε ουσιαστικά μια αρχαία πόλη κάτω από την σύγχρονη – εκτός αν θεωρείται «καθυστέρηση» η διάσωση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς – από η Αρχαιολογική Υπηρεσία προειδοποιούσε από το 1999, ότι η χάραξη του μετρό Θεσσαλονίκης θα «πέσει» πάνω σε πολλές και σημαντικές αρχαιότητες. Φυσικά, ουδείς την άκουσε. Κι ενώ αρχαιολόγοι και εξειδικευμένο εργατοτεχνικό προσωπικό δίνουν μάχες για τη σωτηρία των αρχαιοτήτων στα εργοτάξια του Μετρό… εγκαλούνταν από διάφορες πλευρές ως «υπεύθυνοι» για την καθυστέρηση του έργου!
Ολα αυτά τα θυμίζουμε διότι είναι κομβικής σημασίας το πολιτικό, θεσμικό και, τελικά, ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα «τρέξει» το «μνημόνιο» μεταξύ ΥΠΠΟ, δήμου Θεσσαλονίκης και «ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ».
Γι’ αυτό, αν μη τί άλλο, η επιστημονική κοινότητα, οι πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς και κινήματα που πρωτοστάτησαν για να μην μεταφερθούν τα ευρήματα από τον σταθμό «Βενιζέλου», όπως απαιτούσε η εταιρεία, πρέπει να επαγρυπνούν για τον προσανατολισμό των μελετών και την εφαρμογή τους. Αλλά και να σταθούν στο πλάι των έκτακτων αρχαιολόγων, οι οποίοι θα εργαστούν, για πολλοστή φορά, με όρους εργασιακής «γαλέρας».