Με αφορμή μια κλασική χριστουγεννιάτικη ιστορία
Σκέψεις για τις πολλαπλές δυνατότητες της πραγματικότητας

«Όταν η ίδια η ζωή είναι τόσο παράλογη, ποιος μπορεί να πει τι είναι τρέλα και τι είναι λογική; Ίσως τρέλα μπορεί να είναι, το να εγκαταλείπουμε τα όνειρά μας. Να γινόμαστε πρακτικοί, νομίζοντας ότι μπορούμε να δούμε την “πραγματικότητα”. Ίσως αυτό να είναι τρέλα. Να ψάχνουμε θησαυρούς εκεί που σωρεύονται σκουπίδια. Ίσως η πολλή λογική να είναι τρέλα. Και τι μεγαλύτερη τρέλα απ’ όλες, να βλέπεις τη ζωή όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι.» (Δον Κιχώτης)
Όλοι και όλες έχουμε τις μικρές ή μεγαλύτερες τελετουργίες μας, ιδιαίτερα σε περιόδους που είναι συμβολικά φορτισμένες. Από τις πιο χαρακτηριστικές τέτοιες περιόδους είναι οι γιορτές των Χριστουγέννων και κυρίως της Πρωτοχρονιάς. Κάθε τέλος φαίνεται να μας εμπνέει, για προσωπικούς ή συλλογικούς απολογισμούς. Όταν δε το τέλος συνοδεύεται από μια νέα αρχή – μια καινούρια χρονιά, γίνεται ακόμα πιο πρόσφορο για μια πιο συναισθηματική προσέγγιση του κλεισίματος, αλλά κυρίως για μια αισιόδοξη ματιά στο μέλλον. Στόχοι, προσδοκίες και ελπίδες, ή απλά ανανέωση της εμπιστοσύνης μας στο άγνωστο που πάντα έρχεται, είτε επιλέγουμε να ζούμε με βάση αυτό, είτε από την άλλη είμαστε από αυτούς που νομίζουν ότι έχουν πλήρως οργανωμένη τη ζωή τους.
Μια τέτοια αγαπημένη μου τελετουργία λοιπόν, είναι η παρακολούθηση της ταινίας «Μια υπέροχη ζωή» κάθε Χριστούγεννα. Μα κάθε χρόνο – και μόνο τότε. Όταν πλησιάζουν οι γιορτές, το σκέφτομαι πάντα, με μια ιδιότυπη αγωνία. Ούτε θυμάμαι πότε ξεκίνησε, ήμουν σίγουρα πολύ μικρή, και άκουσα τον πατέρα μου να μιλάει γι’ αυτή την ταινία, λέγοντας με μια περίεργη νοσταλγία ότι είχε χρόνια να τη δει. Αυτό ήταν το κίνητρο – έψαξα να τη βρω γι’ αυτόν και τελικά καθιερώθηκε ως η δική μου περίεργη συνήθεια. Για κάποια χρόνια παιζόταν όντως στην τηλεόραση, μετά θυμάμαι να ψάχνω στα βιντεοκλάμπ και αργότερα στο ίντερνετ. Νομίζω ότι δεν έχει περάσει χρονιά που να μην την είδα.
Η ταινία, του 1946 σε σκηνοθεσία του Φρανκ Κάπρα, είναι μεταφορά από το βιβλίο «Το μεγαλύτερο δώρο» του Φίλιπ βαν Ντόρεν Στερν. Θεωρείται πλέον κλασική χριστουγεννιάτικη ταινία, αν και δεν πραγματεύεται αυστηρά τα Χριστούγεννα. Πραγματεύεται όμως τη ζωή, την αξία και τους συμβολισμούς της, και όπως λέγαμε πριν, η περίοδος αυτή είναι πρόσφορη για τέτοιες σκέψεις. Στην ταινία, ο Τζορτζ Μπέιλι, κάτοικος μιας μικρής, φανταστικής πόλης, του Μπέντφορντ Φολς, είναι έτοιμος να αυτοκτονήσει, κι έτσι ο Κλάρενς, φύλακας άγγελος του, κατεβαίνει στη γη για να τον πείσει να ζήσει. Μόνο που ο Κλάρενς δεν είναι παρά άγγελος δεύτερης τάξης, χωρίς φτερά δηλαδή, και λίγο ατζαμής, οπότε θα κατορθώσει να πάρει τα φτερά του μετά από 200 χρόνια προσπαθειών μόνο αν φέρει την αποστολή του σε πέρας. «Ένας άνθρωπος χρειάζεται τη βοήθειά μας», λέει ο θεός στον Κλάρενς. «Είναι άρρωστος;», ρωτάει αυτός, για να πάρει την απάντηση «Όχι, χειρότερα, είναι απογοητευμένος». Χειρότερα, λοιπόν – το να μην ζεις τη ζωή αξιοβίωτα είναι χειρότερο από το ίδιο το τέλος της.
Τι σημαίνει όμως να ζεις τη ζωή; Ο Τζορτζ έχει δυο βασικά χαρακτηριστικά: βοηθάει πάντα τους άλλους, και ονειρεύεται από μικρός να φύγει από το Μπέντφορντ Φολς, να σπουδάσει και να ταξιδέψει. Το δεύτερο, όπως θα φαντάζεστε, δε θα το καταφέρει ποτέ. Κυρίως εξαιτίας του πρώτου. Κι ας λέει ότι δεν μπορεί να χωθεί σε ένα γραφειάκι για την υπόλοιπη ζωή του, κι ας επαναλαμβάνει συχνά πως «θα φύγω να εξερευνήσω τον κόσμο μια μέρα, θα δεις». Μένει για να κρατήσει τη δουλειά του πατέρα του (μια μικρή επιχείρηση κατασκευών και στεγαστικών δανείων) όταν εκείνος πεθαίνει, μένει όταν το Δ.Σ. της εταιρείας θέτει την παραμονή του ως όρο για να μην κλείσει, μένει για να σπουδάσει ο μικρός αδερφός του, μένει όταν ο τελευταίος βρίσκει καλή δουλειά σε άλλη πόλη, μένει όταν ο τραπεζίτης της πόλης επιτίθεται στην εταιρία του για να την κλείσει, μένει, μένει… Και κάποια στιγμή, κοιτάει τα φυλλάδια από τα ταξιδιωτικά πρακτορεία και το βλέμμα του μαρτυρά πως καταλαβαίνει ότι δε θα φύγει ποτέ, και νιώθει ότι του γλιστράει η ζωή μέσα από τα χέρια του.
Ερωτεύεται όμως, τη Μαίρη, με αυτόν τον έρωτα που σε κάνει να θες να περπατήσετε ξυπόλυτοι στο γρασίδι, να κολυμπήσετε στους καταρράκτες κάτω από το φως του φεγγαριού, να σκαρφαλώσετε στο βουνό και να δείτε την ανατολή, όπως λέει. Και συγκρούεται και πάλι, καθώς από τη μια βιώνει τον έρωτα ως καταπίεση («θέλω να κάνω αυτό που θέλω εγώ» – δηλαδή, θέλω να φύγω), και από την άλλη αυτός ο έρωτας δεν είναι σαν τους άλλους, δεν είναι συμβατικός ή καταπιεστικός, αλλά αντίθετα, απελευθερωτικός, χαρούμενος, από αυτούς που σε κάνουν να θέλεις να συνεχίσεις να χορεύεις μέσα στο νερό κι ας έπεσες κατά λάθος στην πισίνα. Κι έτσι διστάζει, όπως διστάζει πάντα να αρπάξει τη ζωή. Μέχρι που ένας γείτονας του φωνάζει «Γιατί δεν τη φιλάς; Αχ, η νιότη χαραμίζεται στους λάθος ανθρώπους», και συνειδητοποιεί ότι αυτό που θέλει είναι απλά να τη φιλήσει. Έτσι, μένει μεν στο Μπέντφορντ Φολς, αλλά είναι με τη Μαίρη, που δεν είναι σαν τις άλλες, κοκέτα σαν τη Βάιολετ για παράδειγμα, αλλά χαίρεται με το πιο μικρό, δεν τη νοιάζουν τα λεφτά, καταλαβαίνει και σέβεται τους ανθρώπους, και το μόνο που θέλει είναι να της πιάσει ο Τζωρτζ το φεγγάρι μ’ ένα λάσο. Κι ο Τζωρτζ, με το λάσο του, παραμένει πάντα μετέωρος μεταξύ ευτυχίας και ανεκπλήρωτου.
Όταν λοιπόν, μετά από ένα λάθος του θείου του, η εταιρία χρεοκοπεί, πιστεύει πως για τους γύρω του αξίζει περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός, και ετοιμάζεται να πέσει στο ποτάμι. Τότε είναι που εμφανίζεται ο Κλάρενς, και προσπαθεί να τον πείσει να μην αυτοκτονήσει. Του έρχεται λοιπόν μια φαεινή ιδέα: μα βέβαια, θα δείξει στον Τζωρτζ πώς θα ήταν η ζωή στην πόλη αν δεν υπήρχε. Ο ίδιος πιστεύει ότι όλοι θα ήταν καλύτερα, αν δεν είχε γεννηθεί ποτέ – θα πραγματοποιήσει λοιπόν την ευχή του!
Στη νέα ζωή, η πόλη έχει το όνομα του κακού τραπεζίτη, που χωρίς τον Τζορτζ και την εταιρία του που βοηθούσε όλους τους κατοίκους, έχει πια κυριεύσει τα πάντα. Το παλιό του αφεντικό, είναι αλκοολικός αφού δηλητηρίασε κατά λάθος ένα παιδί που στην πραγματική ζωή είχε σώσει ο Τζωρτζ. Ο αδερφός του, που του είχε σώσει τη ζωή, δε ζει φυσικά, ούτε εκατοντάδες άνθρωποι που εκείνος είχε σώσει ως πιλότος. Η μητέρα του είναι σε κακά χάλια, ενώ ο θείος του είναι σε ψυχιατρείο αφού έχασε την εταιρία μετά το θάνατο του πατέρα του. Η πόλη είναι αλλοτριωμένη, ακραία καταναλωτική, και οι άνθρωποι, μίζεροι και κατεστραμμένοι. Στη θέση των σπιτιών που χτίζονταν για τους κατοίκους, ένα νεκροταφείο. Το σπίτι του φυσικά δεν υπάρχει, και η Μαίρη είναι μόνη και δυστυχισμένη.
«Περίεργο, ε; Η ζωή κάθε ανθρώπου επηρεάζει τόσες άλλες ζωές, και όταν δεν είναι εκεί, αφήνει μεγάλο κενό, έτσι;» Μια αρχικά απίστευτη και στη συνέχεια πανικόβλητη βόλτα στη ζωή χωρίς την ύπαρξη του, αρκεί για να κάνει τον Τζορτζ να εκτιμήσει την ίδια τη ζωή. Έτσι επιστρέφει, γνήσια ευτυχισμένος, για να διαπιστώσει ότι όλη η πόλη, που τόσα χρόνια ο ίδιος βοηθούσε ανιδιοτελώς, έχει συνδράμει για να σωθεί από τα χρέη του. Βλέπει λοιπόν τη ζωή εντελώς διαφορετικά, κι αυτή, αφού εξάλλου μια όμορφη χριστουγεννιάτικη ιστορία δεν θα μπορούσε να μην έχει κι ευτυχισμένο τέλος, τον αποζημιώνει με το παραπάνω…
Η ταινία με την πάροδο του χρόνου έκανε πράγματι μεγάλη επιτυχία, αν και στην αρχή πέρασε μάλλον αδιάφορη. Εξάλλου, σε ειδικό υπόμνημα το 1947, το FBI την στιγμάτισε ως κομμουνιστική, κυρίως λόγω της απαξίωσης της αξίας του χρήματος, και της προβολής των πλουσίων και ιδιαίτερα του τραπεζίτη ως μνησίκακου, άπληστου και του πλέον μισητού στην πόλη. Και πράγματι, η εικόνα που παρουσιάζεται είναι κάπως έτσι. Είναι δε αξιομνημόνευτες τρεις σκηνές, η πρώτη όταν ο Τζωρτζ προσπαθεί να πείσει το Δ.Σ. της εταιρείας τι θα σημαίνει η πτώχευσή της και η επικράτηση του τραπεζίτη στην πόλη, η δεύτερη όταν μιλάει για το ρόλο του τραπεζίτη και την αξία της συλλογικότητας σε δεκάδες φτωχούς ανθρώπους που ανησυχούν για τα χρήματά τους – και πώς αυτοί αντιδρούν, και η τρίτη όταν συνειδητοποιεί πώς, έστω και στιγμιαία, πάει να πέσει στην παγίδα του τραπεζίτη όταν ο τελευταίος προσφέρεται να τον βγάλει από το αδιέξοδό του. Η ταινία είναι ιδιαίτερα προοδευτική και σε διάφορα άλλα σημεία. Για παράδειγμα, είναι εντυπωσιακή, ειδικά για την εποχή, η αναμέτρηση με τη σεξουαλικότητα και τους κυρίαρχους ρόλους σε διάφορα στιγμιότυπα: είναι χαρακτηριστική η συζήτηση που έχουν τα δυο κοριτσάκια στην αρχή, όπου όταν το ένα λέει ότι της αρέσει ο μικρός Τζωρτζ, η φίλη της της απαντά απαξιωμένα «Μα, σου αρέσουν όλα τα αγόρια!», για να πάρει την -πληρωμένη- απάντηση: «Και που είναι το κακό;»
Φυσικά, η ταινία έχει τις αδυναμίες της: την προφανή θεολογική διάσταση (που λειτουργεί πάντως απλά ως μέσο), ή την έκφραση ενός συντηρητισμού, κυρίως σχετικά με το ερώτημα της φυγής και του ταξιδιού. Η γενιά των Μπητ που θα ακολουθούσε για παράδειγμα, σίγουρα δε θα έβρισκε τον εαυτό της στο ηθικό δίδαγμα του έργου. Ή, λανθάνει στο τέλος μια σχετική «κοινωνική συμφιλίωση», και κυρίως, μια υποτίμηση των πραγματικών, υλικών προβλημάτων, μπροστά στην ψυχολογία, που φαίνεται να υπερκαθορίζει τα πράγματα. Ποιο είναι όμως εκείνο το στοιχείο που έκανε την ταινία τόσο θελκτική; Τι είναι αυτό που μας κάνει να τη βλέπουμε ανελλιπώς κάθε Χριστούγεννα; (ο πληθυντικός είναι ευγενείας, αλλά ας υποθέσουμε χάριν νοήματος αυτού του άρθρου ότι το ερώτημα δεν αφορά μόνο τη συγγραφέα του).
Η μαγεία και οι εναλλακτικές δυνατότητες της πραγματικότητας
Προφανής απάντηση είναι ότι πρόκειται για ένα όμορφο παραμύθι, που κρύβει μέσα του πολλή μαγεία. Και ως γνωστόν, η μαγεία εκφράζει τη δυνατότητα υπέρβασης της πραγματικότητας, την κατάρρευση της υπερ-λογικής άρθρωσης των ζωών μας και έτσι μια ιδιότυπη απελευθέρωση από μια καθημερινότητα που όλο και περισσότερο αισθανόμαστε ότι δεν ορίζουμε εμείς οι ίδιοι. Πόσo μάλλον που στην συγκεκριμένη περίπτωση, η μαγεία επιστρατεύεται ακριβώς για να μας δείξει εναλλακτικές δυνατότητες της ίδιας της ζωής. Πόσες φορές δεν έχουμε σκεφτεί, τι θα γινόταν αν τα πράγματα δεν είχαν γίνει έτσι; Αν μια μικρή λεπτομέρεια ήταν διαφορετική; Εδώ λοιπόν, δε μιλάμε απλώς για μια μικρή λεπτομέρεια – το υποκείμενο μπορεί να δει τη ζωή χωρίς την ύπαρξή του ως υποκείμενο. Εδώ η ζωή δεν είναι απλώς αυτό που είναι, αλλά ταυτόχρονα κι αυτό που θα μπορούσε να είναι, υπό μια διαφορετική συνθήκη.
Κι ακόμα περισσότερο, η ζωή εξελίσσεται με τρόπους που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Κι έτσι, δεν έχει νόημα να προσπαθούμε να ορίσουμε τα πάντα, αλλά να ζούμε απολαμβάνοντας τη ζωή. Όχι όμως ασύδοτα και σαν να μην υπάρχει αύριο · αντίθετα, με την έννοια που ο Καμύ έλεγε ότι η πραγματική γενναιοδωρία προς το μέλλον έγκειται να τα δίνουμε όλα στο παρόν. Κι αυτό, προϋποθέτει καταρχήν την επιστροφή στη συλλογικότητα. Ποιος είναι όμως εδώ ο ρόλος και η θέση του κάθε ενός ατόμου; Τι σημασία έχει αν ένας άνθρωπος πεθάνει – ή αν δεν υπήρξε ποτέ; Αυτό το κεφαλαιώδες υπαρξιακό ερώτημα είναι στον πυρήνα της ταινίας, κι είναι μάλλον αυτό που την κάνει ιδιαίτερη. Στην ταινία, υπάρχει πρώτα-πρώτα ρόλος του καθενός μας στις δικές μας, μικρές προσωπικές ιστορίες. Μέσα από αυτό όμως, μέσα από πολύπλοκες διαμεσολαβήσεις καθόλου προφανείς καταρχήν, υπάρχει ρόλος στη μεγάλη, κοινή ιστορία. Η ζωή δεν είναι παρά πραγματική κίνηση πραγματικών ανθρώπων, όχι απλώς καλογυαλισμένων γραναζιών μιας μηχανής που δουλεύει παρά τη θέλησή τους. Κι από την άλλη, όπως έλεγε ο Ένγκελς, η ιστορία είναι αυτό που δεν το θέλησε ποτέ κανείς, όχι λοιπόν ένα απλό άθροισμα ατομικών βουλήσεων, αλλά η πολύπλοκη συνάρθρωσή τους μέσα από αμέτρητες διασταυρούμενες ενέργειες λόγω των διαφορετικών ειδικών συνθηκών της ζωής.
Μιλάμε λοιπόν για την εγωπαθή ανάγκη να πιστέψουμε στη μοναδικότητα της ύπαρξής μας; Αυτό που υποκρύπτεται δεν είναι παρά η αναμέτρησή μας με το θάνατο. Εδώ, μπροστά στο αναπόφευκτο του θανάτου, δεν αναδύεται η ματαιότητα αλλά αντίθετα, τίθεται το αμείλικτο ερώτημα «πόσο άξια ζήσαμε». Ο ορίζοντας των μικρών και του μεγάλου τέλους είναι αυτό τελικά που κάνει κάτι να έχει υπάρξει. Σκεφτείτε, πόσο μοναδική θα ήταν μια φωτεινή και ηλιόλουστη μέρα στα μέσα του Δεκέμβρη, που μπορείς ξαφνικά να κάνεις από το πρωί όμορφες βόλτες με παρέα στην πόλη, αν κάθε μέρα του χειμώνα ήταν έτσι; Πόσο σημαντική θα ήταν η έκπληξη του απροσδόκητου στη ζωή μας αν εκείνη ήταν αιώνια και χωρούσε όλα τα απροσδόκητα; Πόση σημασία τελικά έχει να μην αφήνουμε τη ζωή απλά να περνάει, βυθισμένοι στο σύμπαν των ατομικών μας διεξόδων και αδιεξόδων, αλλά να ζούμε με νόημα και λόγο ύπαρξης, αγωνιζόμενοι συλλογικά για μια ζωή που θα είναι αξιοβίωτη για όλους και όλες;
Για το τέλος λοιπόν, σήμερα που τα ερωτήματα τίθενται και πάλι αμείλικτα, ας θυμηθούμε αυτό που έλεγε ο Σαρτρ. Μπορεί να υπάρξουν καλύτερες εποχές, αλλά αυτή εδώ είναι η δική μας. Ας τη ζήσουμε με αξιοπρέπεια.
Υ.Γ. 1: Εσείς, έχετε λουλουδοπέταλα στην τσέπη σας;
Υ.Γ. 2: Και σκέψου λέει… (γιατί το να φανταζόμαστε τις εναλλακτικές προσλήψεις της πραγματικότητας είναι όρος για να αγωνιστούμε λίγο καλύτερα) http://silentcrossing.wordpress.com/2014/06/26/and-the-living-is-easy/
Υ.Γ. 3: «Δε λέω όμως ότι αυτό το χρονικό διάστημα ήταν ένα χαμένο χρονικό διάστημα της ζωής μας. Της ζωής μου. Απεναντίας λέω ότι εμείς σταθήκαμε άξιοι των καιρών. Ο καιρός μας αυτό πιστεύαμε ότι επέβαλλε. Να παλέψουμε για την απελευθέρωση της πατρίδας μας, στη συνέχεια να παλέψουμε για έναν καλύτερο κόσμο, και το κάναμε. Αυτό προσωπικά εμένα με γεμίζει ηρεμία.»