Με αφορμή την 9η Μάη, ένας "πολιτιστικός" απολογισμός

Το πολιτιστικό «πογκρόμ» των Ναζί από το Λένινγκραντ μέχρι την Ολυμπία

| 09/05/2015

Ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα των ναζί εναντίον της ανθρωπότητας ήταν η καταστροφή και η λεηλασία της πολιτιστικής κληρονομιάς των λαών που κατέκτησαν ή προσπάθησαν να κατακτήσουν. Ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του πολέμου ήταν η προσπάθεια διάσωσης αυτής της κληρονομιάς και η καταγραφή των απωλειών της. Εβδομήντα χρόνια μετά την Αντιφασιστική Νίκη, τα  συμπεράσματα από αυτή την εποποιία εξακολουθούν να είναι τραγικά επίκαιρα.

Η προσπάθεια της ΕΣΣΔ να διασώσει τα σπαράγματα της ιστορικής μνήμης των λαών της ξεκίνησε σχεδόν αμέσως με την επίθεση της φασιστικής Γερμανίας στο έδαφός της. Μόνο το γεγονός ότι ενώ οι ναζί έφταναν, κατά την αρχή του πολέμου, στην «αυλή» της Μόσχας, το σοβιετικό κράτος δημιούργησε έναν τεράστιο μηχανισμό σωτηρίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, διαθέτοντας πολύτιμους, για την άμυνα, πόρους σε ανθρώπινο δυναμικό και υποδομή αρκεί για να καταστεί κάθε σύγκριση «προστασίας» του πολιτισμού από τον καπιταλισμό χωρίς νόημα.

Τον Φεβρουάριο του 1942, οι εργαζόμενοι στα μουσεία των απελευθερωμένων περιοχών πήραν εντολή να «λάβουν όλα τα επείγοντα μέτρα για την τεκμηρίωση των κατεστραμμένων μουσείων (…) για αναφορά προς την κυβέρνηση και για απόδοση, στο μέλλον, του λογαριασμού στον εχθρό (…)». Την άνοιξη του ίδιου χρόνου οι σχετικές αναφορές άρχισαν να έρχονται στην Έκτακτη Κρατική Επιτροπή, η οποία είχε συσταθεί με αποκλειστικό αντικείμενο την τεκμηρίωση του συνόλου της καταστροφής από τη φασιστική επιδρομή σε όλους τους τομείς.

Η εικόνα που διαμορφωνόταν κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ήταν η εξής: Ολική ή μερική καταστροφή 3.000 αρχιτεκτονικών μνημείων και λεηλασία 427 μουσείων, με τα 64 από αυτά να χαρακτηρίζονται ιδιαιτέρως σημαντικά. Επίσης καταστράφηκαν 4.000 βιβλιοθήκες με 115 εκατομμύρια έντυπα και χειρόγραφα, τα αρχεία 19 περιοχών με 17 εκατομμύρια φακέλους. Μόνο η Ρωσία, ως Σοβιετική Δημοκρατία, έχασε 173 μουσεία. Οι πρώτοι υπολογισμοί έκαναν λόγο για την αρπαγή και μεταφορά εκτός χώρας πάνω από 100.000 μουσειακών αντικειμένων. Το 1957 το σοβιετικό υπουργείο Πολιτισμού εκτίμησε ότι μόνο από 64 μουσεία χάθηκαν 783.000 εκθέματα. Τότε διαπιστώθηκε ότι οι πρώτες αναφορές μέσα στον πόλεμο δεν είχαν συμπεριλάβει τα εκθέματα από 12 μεγάλα μουσεία.

Η εποποιία μεταφοράς της βαριάς βιομηχανίας πίσω από τα Ουράλια, όπου συνέχισε να τροφοδοτεί τον Κόκκινο Στρατό με πολεμικό υλικό είναι γνωστή. Όπως και η εκκένωση περιοχών και σωτηρία του άμαχου πληθυσμού μακριά από το μέτωπο. Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι η γιγαντιαία επιχείρηση σωτηρίας των πολιτιστικών θησαυρών από όπου δεν είχαν φτάσει οι ναζί. Ο πολυπλόκαμος μηχανισμός στήθηκε σε χρόνο «ρεκόρ», στις 24 Ιουνίου 1941, μόλις δύο 24ωρα μετά την έναρξη της επίθεσης της Γερμανίας!

Το πρώτο τρένο με εκθέματα του Ερμιτάζ έφυγε από το Λένινγκραντ την 1η Ιουλίου 1941, μεταφέροντας στα 22 βαγόνια του, τουλάχιστον 500.000 θησαυρούς. Τις επόμενες 20 μέρες, οι εργαζόμενοι του μουσείου κατάφεραν να βγάλουν από την πόλη 70.000 εκθέματα. Τρίτη αποστολή δεν έγινε: Οι ναζί βομβάρδισαν και κατέστρεψαν τη βασική σιδηροδρομική γραμμή προς την ενδοχώρα. Αντίστοιχο σχήμα διάσωσης ακολουθήθηκε και για το Ρωσικό Μουσείο, ενώ, καθ’ όλη τη διάρκεια του 1941, με υπεράνθρωπες προσπάθειες και με τους ναζί να προελαύνουν, οι εργαζόμενοι στον πολιτισμό κατάφεραν – πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος – να στείλουν προς το Ουλιάνοφσκ (και να διασώσουν) εκθέματα του Πολεμικού Μουσείου, στο Νοβοσιμπίρσκ έστειλαν θησαυρούς από το Ιστορικό Μουσείο, στο Γκόρκι από το Κρατικό Μουσείο Εθνογραφίας και στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας αντικείμενα από το Μουσείο της Επανάστασης.

Τουλάχιστον 12.000 αντικείμενα μεταφέρθηκαν για προστασία πίσω από τους χοντρούς τοίχους του ναού Ισαάκιεβσκι. Ανάλογη επιχείρηση έγινε και στα μουσεία της Μόσχας. Για παράδειγμα, το σύνολο των θησαυρών της Πινακοθήκης Τρετιακόφ μεταφέρθηκε τον Ιούλιο του 1941. Σε ειδικά διαμορφωμένο τρένο με ισχυρή φρουρά μεταφέρθηκαν 634 κιβώτια με πίνακες, σκίτσα και γλυπτά. Η εκκένωση του Μουσείου του Στάλινγκραντ ξεκίνησε κάτω από συνεχή βομβαρδισμό τον Ιούλιο του 1942.

Συνολικά, κατά τη διάρκεια του πολέμου, κατασκευάστηκαν σε μεγάλο βάθος 9 τεράστια, ειδικά διαμορφωμένα καταφύγια όπου φυλάχθηκαν εκθέματα 66 μουσείων από κάθε γωνιά της ευρωπαϊκής ΕΣΣΔ. Ωστόσο, πλήρης διάσωση ήταν αντικειμενικά και εύλογα αδύνατο να γίνει. Από τον Ιούνιο του 1941 μέχρι και τον Ιανουάριο του 1943, ο αριθμός των μουσείων μόνο για τη Ρωσία μειώθηκε από 592 σε 390.

Το 2008, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πολιτισμού της Ρωσίας ανακοίνωσε τη διαδικτυακή παρουσίαση των καταλόγων με τις πολιτιστικές απώλειες της χώρας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (http://www.lostart.ru). Παρά το ότι πέρασαν δεκαετίες από τη λήξη του πολέμου, ο κατάλογος είναι ακόμη ανοιχτός, απόδειξη και αυτή του μεγέθους της πολιτιστικής καταστροφής της Ρωσίας από τους ναζί. Τα στοιχεία του καταλόγου είναι ανατριχιαστικά. Χαρακτηριστική της ναζιστικής θηριωδίας είναι η λεηλασία του Τσάρσκογιε Σελό (σ.σ. «Χωριό του Τσάρου»), στην πόλη Πούσκιν στα περίχωρα του Λένινγκραντ. Πρόκειται για μια έκταση 107 εκταρίων, μέσα στην οποία βρίσκονται τα παλιά παλάτια των τσάρων, τα οποία μετατράπηκαν σε τεράστιο υπαίθριο μουσείο το 1918.

89584_600

Από την πρώτη μέρα της κατάληψης της πόλης Πούσκιν (σ.σ. όπου το «Τσάρσκογιε Σελό») οι ναζί έστειλαν ειδικούς της τέχνης. Στην περιοχή δράσης της βόρειας φασιστικής στρατιάς έλαβε χώρα ειδική απαρίθμηση, μετά από εντολή του ίδιου του Χίτλερ προς τον Νιλς φον Χολστ, από τις 24 Ιούνη του 1941. Η απαρίθμηση περιλάμβανε 55 ακριβέστατα σημεία «ενδιαφέροντος», μεταξύ των οποίων 17 μουσεία, 17 αρχεία, 6 εκκλησίες και βιβλιοθήκες. Στις 24 Ιουλίου ανακοινώνεται ειδική οδηγία του Χίτλερ, στην οποία αναφέρεται ότι υπό τη «δικαιοδοσία του φύρερ» πρέπει να επεκταθεί η «διαλογή» έργων τέχνης «σε όλες τις κατεχόμενες από τα γερμανικά στρατεύματα περιοχές (…) και σε εκείνες τις ρωσικές περιοχές που επίκειται η κατάληψή τους».

Ο Νιλς φον Χολστ ήταν από τους καλύτερους ειδικούς του ράιχ σε ζητήματα πολιτισμού και κουλτούρας της Ρωσίας, ενώ ήταν επικεφαλής… «διεθνών σχέσεων» σε πολλά μουσεία του Βερολίνου. Στις 15 Νοεμβρίου του 1940 έδωσε εντολή στους διευθυντές των γερμανικών μουσείων να ετοιμάσουν αναφορές για όλα τα έργα τέχνης των ρωσικών μουσείων που «θα μπορούσαν από κάθε άποψη» να αποτελέσουν «πολύτιμο απόθεμα» του «γερμανικού πολιτιστικού θησαυρού»! Ο ίδιος, στις 26 Σεπτεμβρίου του 1941, ανέλαβε προσωπικά τη «φύλαξη» των κλεμμένων θησαυρών από όλες τις πόλεις της περιοχής του Λένινγκραντ.

Τη μεταφορά των λεηλατημένων θησαυρών τεκμηριώνουν τα ντοκουμέντα της ναζιστικής 18ης στρατιάς. Από αυτά προκύπτει ότι ο Εριχ Κοχ, γκαουλάιτερ της Ανατολικής Πρωσίας, έστειλε στην 18η στρατιά ένα τεράστιο κομβόι φορτηγών με πολεμοφόδια τα οποία επέστρεψαν γεμάτα με αντικείμενα πολιτιστικής κληρονομιάς και άλλα «τρόπαια». Μάλιστα, τα ντοκουμέντα από το αρχείο του 50ού σώματος στρατού δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τον ακριβή χρόνο της μεταφοράς μεγάλου μέρους των χαμένων θησαυρών, μεταξύ αυτών και του «Κεχριμπαρένιου Δωματίου»: 14 Οκτωβρίου 1941. Το 1966, ο Σολμς Λάουμπαχ, διευθυντής του μουσείου τέχνης της Φρανκφούρτης του Μάιν, ανακοίνωσε δημοσίως ότι ήταν αυτός που «επιμελήθηκε» την εκκένωση του παλατιού της Αικατερίνης και συγκεκριμένα του «Κεχριμπαρένιου Δωματίου»: «Ξεχωριστά τμήματα του “Κεχριμπαρένιου Δωματίου” εγκιβωτίστηκαν και μέσω του Πλέσκαου (Πσκοβ) μεταφέρθηκαν στη Ρίγα (…) Τελικά, αυτά τα κιβώτια, με κάποιο τρόπο, βρέθηκαν από τη Ρίγα στο Κένιγκσμπεργκ».

Το 1942, το Σοβιετικό Πρακτορείο Ειδήσεων ΤΑΣΣ, μεταδίδει σε όλη την Ευρώπη την πληροφορία που έδωσε ο αιχμάλωτος πολέμου, Νόρμαν Φέρστερ, αξιωματικός του 4ου λόχου του τάγματος «ειδικού προορισμού» για τη μεταφορά των λεηλατημένων αντικειμένων από το «Τσάρσκογιε Σελό». Από τη μαρτυρία προκύπτουν λεπτομέρειες για το πώς ξηλώθηκαν ακόμη και οι κινέζικες μεταξωτές ταπετσαρίες από τους τοίχους, πώς μεταφέρθηκαν τα έπιπλα και οι 7.000 τόμοι των σπάνιων γαλλικών βιβλίων και οι πάνω από 5.000 τόμοι ρωσικών χειρογράφων! Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν σπάνιες εκδόσεις έργων Ελλήνων και Ρωμαίων κλασικών.

Αξίζει μια μικρή αναφορά στην Ουκρανία, που σήμερα αιμορραγεί από τον εμφύλιο και «νεκρανασταίνει» το φασισμό. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής η Σοβιετική Ουκρανία έχασε 1,3 εκατομμύρια παιδιά της στο μέτωπο, είχε πάνω από ένα εκατομμύριο εκτελεσμένους αιχμαλώτους και 3,9 εκατομμύρια νεκρούς άμαχους. Τουλάχιστον 2,5 εκατομμύρια Ουκρανοί εκτοπίστηκαν στη Γερμανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους 900.000 κατοίκους του Κιέβου το 1940 απέμειναν 186.000 το 1945. Πέρα από τις ανθρώπινες ζωές, 35.000 πολιτιστικοί θησαυροί αρπάχτηκαν από μουσεία του Κιέβου, του Χάρκοβο και του Ντιεπροπετρόφσκ.

 10d2c4dc4a37a694806639da1106d1d9a58aaf6f

Το ναζιστικό πλιάτσικο στην πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας

Σε αντίθεση με την ΕΣΣΔ, το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος είχε άλλες «δουλειές», στις οποίες μακράν δεν συμπεριλαμβανόταν η καταγραφή των πολιτιστικών απωλειών κατά τη διάρκεια της κατοχής. Έτσι, ο μόνος σχετικός κατάλογος που υπάρχει είναι αυτός που επιχειρήθηκε να συνταχθεί μέσα στην κατοχή από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, ο οποίος εκδόθηκε το 1946 με τίτλο «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής». Όπως διαβάζουμε στον πρόλογο του τόμου, αυτή η πρώτη απόπειρα καταγραφής της λεηλασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς ξεκίνησε το 1943. Το κύριο βάρος έπεσε στους αρχαιολόγους Χρήστο Καρούζο και Μαρίνο Καλλιγά οι οποίοι, όπως μας πληροφορεί ο Κωνσταντίνος Τουμασάτος (Ριζοσπάστης «7 Μέρες», σελ.4, 29/1/2006), ανήκαν σε επιτροπή του ΕΑΜ Αρχαιολόγων. Ο ίδιος σημειώνει ότι ο Χ. Καρούζος ήταν ακαδημαϊκός και διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ενώ ο Μ. Καλλιγάς ήταν έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, κατόπιν διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης.

Το ΕΑΜ λοιπόν λειτούργησε μέσα στην κατοχή σε σχέση με την πολιτιστική κληρονομιά, όπως το Σοβιετικό κράτος. Τηρουμένων φυσικά των αναλογιών και των δυνατοτήτων.  Η ουσία όμως παραμένει η ίδια για το ποιος πραγματικά πάλεψε και για τον πολιτιστικό πλούτο των λαών.

Στον πρόλογο σημειώνεται ότι «το έργον τούτο δεν είναι πλήρες, διότι καθ’ εκάστην σχεδόν φθάνουν εις το Υπουργείον (σσ. Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας στο οποίο τότε υπαγόταν η Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων) ειδήσεις περί ζημιών, ών δεν είχομεν γνώσιν, πλείσται δε επαρχίαι ακόμη δεν εξητάσθησαν υπό ουδενός αρχαιολογικού υπαλλήλου, επειδή το αρχαιολογικόν προσωπικόν είναι ελλιπέστατον (εξ 20 εφόρων, εις όσους περιωρίσθησαν διά του τελευταίου Νόμου, υπάρχουν μόνον 16, εκ δε 31 επιμελητών υπάρχουν μόνον 11) και δεν κατορθώθη ακόμη να συμπληρωθή». Ουδέποτε φυσικά συνεχίστηκε η καταγραφή…

Μερικά στοιχεία της λεηλασίας:

Κεραμεικός, 1941: Ο Γερμανός αρχαιολόγος Getauer κλέβει μελανόμορφο γραπτό πίνακα «εξαιρετικής τέχνης μετά παραστάσεως προθέσεως νεκρού».

Βούλα: Κατά την εκτέλεση στρατιωτικών έργων οι Γερμανοί βρίσκουν αρχαιότητες που δεν παραδίδουν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Το ίδιο γίνεται και στη Βάρη με την αναφορά ότι οι αρχαιότητες «μετεφέρθησαν εις το γερμανικόν αρχαιολογικόν Ινστιτούτον».

Ελευσίνα: Γερμανοί στρατιώτες σπάνε ένα παράθυρο της αποθήκης του μουσείου και αρπάζουν αγγεία και ειδώλια. Μόλις γίνονται αντιληπτοί το σκάνε με μοτοσικλέτα. «Αναιδής και αχαρακτήριστος» γράφουν οι συγγραφείς του τόμου «είναι επίσης η δικαιολογία, την οποίαν έδωσεν η γερμανική υπηρεσία προστασίας καλλιτεχνημάτων (…) όπερ έχει επί λέξει ως εξής: “Η προκειμένη περίπτωσις δέον να μη θεωρηθή ως κλοπή, δι ής θα επλούτιζον οι δράσται. Τούτο συνάγεται εκ του γεγονότος ότι πρόκειται περί μορφωμένων ανθρώπων οίτινες έχουν ενδιαφέρον διά την ελληνικήν αρχαιότητα, όπερ συνάγεται εκ του ότι εγνώριζον την Αγγλικήν και έκανον χρήσιν του αγγλιστί γεγραμμένου οδηγού. Οι αποκομίσαντες θα είχον προφανώς την πρόθεσιν ν’ αποκτήσουν ενδεχομένως διά του τρόπου τούτου εν ενθύμιον”»!!!

Προκύπτει επίσης ότι οι Γερμανοί βρήκαν την ευκαιρία στην κατοχή να συνεχίσουν με άλλο τρόπο τις προπολεμικές ανασκαφές τους. Έτσι, ο Γερμανός αρχαιολόγος G. Welter καταγγέλλεται ότι το Σεπτέμβρη ή τον Αύγουστο του 1941 «εξήγαγε τέσσαρα ή πέντε πλήρη κιβώτια αρχαιοτήτων» από την Αίγινα. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία φυσικά δεν ήξερε τι περιείχαν τα κιβώτια, «επειδή ο ως άνω αρχαιολόγος διεξήγεν ενταύθα από πολλών ετών ανασκαφάς».

Ευρείας κλίμακας πλιάτσικο αλλά και καταστροφές έγιναν τον Απρίλιο του 1941 στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας. Ο τόμος περιγράφει αναλυτικά κλεμμένες αρχαιότητες από τις ανασκαφές της Άνω Αγόριανης, της Λιβαδειάς, του Ευπάλιου, της Θήβας και του Γαλαξειδιού.

Ανάλογο πλιάτσικο έγινε και στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Χαιρώνειας, με τους ναζί να σπάνε το λουκέτο της εισόδου, να σπάνε τις γυάλινες προθήκες και να αρπάζουν ό,τι βρουν. Μάλιστα προχώρησαν και σε «τρομοκρατικές ανακρίσεις» (όπως αναφέρεται στον τόμο) μαρτύρων… ώστε να τους αναγκάσουν να «βεβαιώσουν την αθωότητα των Γερμανών».

Οι ναζί αξιωματικοί χρησιμοποιούσαν τις αρχαιότητες και ως δώρα μεταξύ τους! Αυτό έγινε για παράδειγμα στη Μήλο, όπου κατά την εκτέλεση οχυρωματικών έργων στην Φυλακωπή (σσ. από τις σημαντικότερες πόλεις του προϊστορικού Αιγαίου) βρέθηκαν 20 άθικτοι τάφοι, «πλούσιοι εις λίθινα και πήλινα κτερίσματα ποικίλως διακοσμημένα». Ο λοχαγός Βόλνχαλς Ρούντολφ «εχάρισεν εις τον επισκεφθέντα την Μήλον στρατηγόν Speidel τινά των ευρημάτων, κατά σύστασιν του συνοδεύοντος τον στρατηγόν αρχαιολόγου Kraiker Wilhelm». Και οι συγγραφείς του τόμου συμπληρώνουν: «Συμπληρωματικώς προς τα κλοπάς του Γερμανού αξιωματικού Vollnhals σημειούται ότι ούτος ανεύρε και απεκόμισε “λίθινον αγαλμάτιον καθημένου παιδός, αρίστης διατηρήσεως”». Στην Αθήνα, «Γερμανοί αξιωματικοί επρομήθευσαν αρίστην αρχαίαν κεφαλήν γυναικός (του 4ου π.Χ. αιώνος) ην εχάρισαν εις τον Στρατάρχην List, όστις την έλαβε μεθ’ εαυτού (…)».

Γερό πλιάτσικο έγινε και στην αρχαιολογική συλλογή στο Καστέλλι Κισσάμου στην Κρήτη ενώ στην Κνωσσό, ο στρατηγός Ringel βούτηξε τρία κιβώτια γεμάτα αρχαιότητες από το στρωματογραφικό μουσείο. Ανάμεσά τους υπήρχαν αγάλματα, αγγεία, ειδώλια, ξίφη κ.ά.

Το φασιστικό μένος δεν «χόρταινε» με το πλιάτσικο. Ήθελε και να καταστρέψει. Ο κατάλογος των καταστροφών που περιέχει ο τόμος πονάει ακόμη περισσότερο τον αναγνώστη. Τι άλλο εκτός από πόνο και οργή μπορούν να προκαλέσουν οι αναφορές ότι Γερμανοί στρατιώτες, είτε μεμονωμένα είτε σε ομάδες με αξιωματικούς, αποκολλούσαν μαρμάρινα τμήματα από την Ακρόπολη, χρησιμοποιώντας ακόμη και τις ξιφολόγχες τους; «Κατέστρεφον ούτω τα εν τη Ακροπόλει κατακείμενα μάρμαρα ενίοτε φθάνοντες μέχρι πλήρους καταστροφής αρχιτεκτονικών μελών ως κιονοκράνων κ.λπ. Αλλά και επί των ορθίων μνημείων έθετον χείρα μη ορρωδούντες και προ αυτού έτι του Παρθενώνος».

Την τελευταία μέρα της αποχώρησής τους από την Ελλάδα, οι ναζί πυροβολούν το ανάγλυφο του Χάρωνα στον Κεραμεικό, ενώ προκάλεσαν ανατινάξεις(!) γύρω από τον αρχαίο ναό στο Σούνιο, καταστρέφοντας ένα επιστύλιο της ανατολικής πλευράς του μνημείου. Στην Ελευσίνα έριξαν κίονες που στέκονταν επί χιλιετίες όρθιοι και προκάλεσαν διάφορες καταστροφές μέσα στον αρχαιολογικό χώρο. Εισέβαλαν και στις αποθήκες του μουσείου σπάζοντας αγάλματα.

Βανδαλισμούς υπέστησαν οι αρχαιότητες στην Κόρινθο, στις Μυκήνες (όπου, εκτός των άλλων, οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν μετατρέψει σε στόχο τους λέοντες της Πύλης των Λεόντων πυροβολώντας τους), την Τίρυνθα (όπου το καλοκαίρι του 1944 «οι Γερμανοί επροκάλεσαν μεγάλας και ουσιώδεις καταστροφάς εις την Ακρόπολιν της Τίρυνθος»), τη Νικόπολη και σε πολλές ακόμη αρχαιολογικές περιοχές της χώρας. Ο δε αρχαιολογικός χώρος της Ολυμπίας είχε μετατραπεί σε χώρο στάθμευσης «μηχανοκινήτων φαλαγγών».

Φυσικά, στα σχολεία δεν μαθαίνουμε τίποτε για όλα αυτά. Ούτε πουθενά αλλού. Δεν υπάρχει επέτειος που να μας θυμίζει τέτοιες θηριωδίες. Ούτε καν η 9η Μάη επισήμως, την οποία ούτε φέτος, με «πρώτη φορά αριστερά» γιορτάζουμε ως Αντιφασιστική Νίκη. Κι ας έχει πάει εκπρόσωπος της κυβέρνησης στην μεγάλη γιορτή που διοργανώνει ο Πούτιν. Έξω είμαστε με όλους. Εδώ είμαστε Ευρωπαϊκή Ένωση «με όλη τη δύναμη της φωνής μου», όπως διαβεβαίωνε ο πρωθυπουργός για την Ελλάδα η οποία, όπως θεωρεί «πράγματι είναι μια χώρα που ανήκει στο δυτικό πλαίσιο, ανήκει στην Ε.Ε., στο ΝΑΤΟ, αυτό δεν αμφισβητείται». Και η Ε.Ε. σήμερα γιορτάζει την «ένωση του χάλυβα», τη Διακήρυξη Σουμάν στις 9 Μάη 1950

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.