«Με το όπλο παρά πόδα»
Οι ανταρτοομάδες του ΔΣΕ μετά τη λήξη του Εμφυλίου
Τη νύχτα της 29ης Αύγουστου του 1949, μετά από τις συντονισμένες επιχειρήσεις των κυβερνητικών δυνάμεων στον Γράμμο και το Βίτσι, ξεκίνησε η οργανωμένη αποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας με γενική κατεύθυνση την Αλβανία. Σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του ΚΚΕ, περίπου 73.000 άτομα πήραν το δρόμο της προσφυγιάς, εκ των οποίων 55.881 μαχητές και 17.259 παιδιά (i). Μετά την αποχώρηση, οι μάχες περιορίστηκαν σε ένταση και γεωγραφική έκταση, μεταφερόμενες στα δυτικά, ενώ στόχος των μαχητών του ΔΣΕ ήταν η δημιουργία αμυντικής γραμμής και η προάσπιση των συνοριακών διαβάσεων (ii). Σε αυτό το πλαίσιο, και παρόλο που η προσπάθεια του εθνικού στρατού να εγκλωβίσει σημαντικά τμήματα του ΔΣΕ απέτυχε, ήταν πλέον αδύνατη η συνέχιση του πολέμου με το συσχετισμό δυνάμεων, που είχε διαμορφωθεί (iii).
Η ήττα της Αριστεράς σηματοδότησε την επιβολή ενός καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης, το οποίο στόχευε στην αποπομπή των κομμουνιστών από το πολιτικό σκηνικό και την κοινωνική υποταγή της ηττημένης Αριστεράς στον κόσμο των νικητών (iv). Σε αυτό το πλαίσιο, όλες οι κατασταλτικές πρακτικές που εφαρμόστηκαν μετεμφυλιακά εναντίον της Αριστεράς παρουσιάζονταν ως αναγκαίες, καθώς το ΚΚΕ συνέχιζε την «ανταρσία». Κι αν αυτοί οι φόβοι του αστικού συνασπισμού εξουσίας είχαν κάποια βάση τον Σεπτέμβρη του 1949, καθώς οι μικρής κλίμακας συγκρούσεις συνεχίζονταν και οι αντιδράσεις Αλβανίας, Βουλγαρίας ήταν άγνωστες (v) ωστόσο τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ήταν αντιληπτό, από όλες τις πλευρές, ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει οριστικά. Μέχρι το τέλος του 1949, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που διεξάγονταν ήταν κατά κύριο λόγο εκκαθαριστικές, από πλευράς του εθνικού στρατού, ενώ ακόμη και κάποιες μεμονωμένες, μικρής ισχύος επιχειρήσεις του ΔΣΕ σε απομακρυσμένες ορεινές εστίες (Ανατολική Μακεδονία, Έβρο) έληξαν τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου (vi).
Ωστόσο, καθ’ όλη τη δεκαετία του 1950, το μετεμφυλιακό κράτος σε αγαστή συνεργασία με τον αμερικανικό παράγοντα έκαναν αδιάκοπα λόγο για την ύπαρξη μιας διαρκούς απειλής αναζωπύρωσης του εμφυλίου, παρουσιάζοντας την ηγεσία του ΚΚΕ έτοιμη να αξιοποιήσει τους χιλιάδες πρόσφυγες που είχαν διασπαρεί στην Ανατολική Ευρώπη. Μάλιστα, το ιδιαίτερα φιλοπολεμικό κλίμα των δύο πρώτων χρόνων συνοδευόταν από ασκήσεις επιστράτευσης, αλλά και σειρά δημοσιευμάτων στον Τύπο, με ευφάνταστα σενάρια περί Ρώσων και Βούλγαρων κατασκόπων, διαμορφώνοντας ένα κλίμα πραγματικής υστερίας στη χώρα (vii).
Το τετελεσμένο της ήττας του ΔΣΕ επισφραγίστηκε πολιτικά, μονομερώς, με την απόφαση της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, που πραγματοποιήθηκε στην Αλβανία, στις 9 Οκτωβρίου του 1949. Η απόφαση τόνιζε: «Η ήττα μας στο Γράμμο – Βίτσι τον Αύγουστο του 1949 σημειώνει μια αλλαγή στην κατάσταση. Αυτό επιβάλλει μια αλλαγή στη πολιτική μας γραμμή. Η τακτική της συνέχισης οπωσδήποτε του ένοπλου αγώνα (…) θα έδινε τη δυνατότητα στον αντίπαλο να καταφέρει συντριπτικό χτύπημα εναντίον (…) του λαϊκού επαναστατικού κινήματος» (viii) ενώ στην ομιλία του ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, Ν. Ζαχαριάδης, δεν παρέλειπε να αποδώσει τις ευθύνες για τη δυσμενή εξέλιξη «στην προδοσία του Τίτο» (ix). Το ίδιο κείμενο ανέφερε ότι ο ΔΣΕ δεν ηττήθηκε στρατιωτικά αλλά υποχώρησε, και ότι το ΚΚΕ επρόκειτο να αφήσει στη χώρα «μικρά παρτιζάνικα τμήματα, σαν μέσο πίεσης για όσο το δυνατόν περισσότερο εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής του τόπου, με βάση τις προτάσεις της Σοβιετικής Ένωσης και σαν μορφή άμυνας» (x).
Η ύπαρξη μικρών ανταρτο-ομάδων επιβεβαιώνεται όχι μόνο από τις αποφάσεις των κομματικών οργάνων των ετών 1949-1951, αλλά και από τα ραδιοτηλεγραφήματα της ίδιας περιόδου που αντάλλασσε η ηγεσία μαζί τους, τα οποία εντοπίσαμε στο αρχείο του ΚΚΕ που βρίσκεται στα ΑΣΚΙ (xi). Η επικοινωνία γινόταν μέσω ασυρμάτων, με αποστολέα από την πλευρά του ΠΓ κυρίως τον Γ. Γούσια (xii), ενώ παρουσιάζονταν αραιά τα ονόματα του Βλαντά και του Κρόκου. Ως παραλήπτες εμφανίζονταν διάφορα ονόματα (Αλεξανδρής, Βασβάνας, Δάφνης κ.ά.), αλλά και η 6η και 7η Μεραρχία.
Λίγες μέρες μετά την απόφαση της 6ης Ολομέλειας, στις 16/10/1949, ο Δ. Παρτσαλίδης, ανακοίνωσε μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού «Ελεύθερη Ελλάδα» ότι ο ΔΣΕ σταματά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ωστόσο παρέμενε με το «όπλο παρά πόδα». Φράση, που μαζί με την ύπαρξη των ανταρτο-ομάδων, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από το μετεμφυλιακό καθεστώς ως άλλοθι για τη συνέχιση των μέτρων πολιτικού αποκλεισμού της Αριστεράς. Οι εξαγγελίες αυτές του ΚΚΕ γίνονταν σε μια περίοδο όπου στα ορεινά της χώρας βρίσκονταν αποκλεισμένες, ολόκληρες συγκροτημένες μονάδες, ομάδες ή μεμονωμένοι μαχητές του ΔΣΕ, η φυγάδευση των οποίων ήταν επιτακτική ανάγκη, καθώς η ηγεσία του ΚΚΕ δεν ήθελα να χρεωθεί εγκατάλειψη αγωνιστών (xiii).
Για την επίλυση αυτού του προβλήματος, συγκεκριμένες ανταρτοομάδες με ακτίνα δράσης τους την Ήπειρο, Θεσσαλία, Δυτική / Ανατολική / Κεντρική Μακεδονία και Θράκη, πήραν εντολή από το ΠΓ να οργανώσουν επιτυχώς τη φυγάδευση των μαχητών. Οι επιχειρήσεις αυτές έπρεπε να γίνονται ερήμην του αντιπάλου, χωρίς στρατιωτική εμπλοκή (xiv). Εγχείρημα δύσκολο, καθώς οι κυβερνητικές δυνάμεις συνέχιζαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον τους, με ειδικά τμήματα καταδίωξης ανταρτών. Παρόλα αυτά, όπως αποκαλύπτουν τα ραδιοτηλεγραφήματα του 1949, οι ανταρτο-ομάδες υλοποίησαν με επιτυχία την αποστολή τους, προωθώντας, κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών, στο εξωτερικό ολόκληρες στρατιωτικές μονάδες του ΔΣΕ.
Οι συγκεκριμένες ανταρτο-ομάδες που είχαν επικοινωνία με την ηγεσία πήραν εντολή να μη συνεχίσουν τις επιστρατεύσεις, με σκοπό την ενίσχυσή τους, όπως έκαναν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Ωστόσο όπως αναφερόταν ρητά σε ραδιοτηλεγράφημα «οι καταδιωκόμενοι και άλλος κόσμος δικός μας που θα καταφεύγει στα τμήματα μας θα τύχουν κάθε προστασία. (…) Και κατόπιν αυστηρής εξέτασης και διαλογής μπορεί να ενταχθούν στα τμήματα» (xv). Μέσα σε ένα κλίμα εντεινόμενης τρομοκρατίας στην ύπαιθρο, από τις κρατικές και παρακρατικές ομάδες, οι ανταρτο-ομάδες καλούνταν να αποτελέσουν χώρους προφύλαξης καταδιωκομένων μαχητών και αμάχων. Ρόλος καθαρά αμυντικός, που κάνει ολοφάνερο ότι πρόθεση της ηγεσίας του ΚΚΕ δεν ήταν η χρήση τους για επιθετικούς στρατιωτικούς σκοπούς.
Έξι μήνες μετά την πρώτη αναφορά στα «μικρά παρτιζάνικα τμήματα», βρίσκουμε μια αντίστοιχη λιτή διατύπωση στην απόφαση του Πολιτικού Γραφείου στις 26/04/1950: «Δίπλα στους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες συνεχίζεται στα βουνά η δράση των ανταρτο-ομάδων (…) η ηρωική πάλη τους παραμένει μια διαρκής προειδοποίηση και υπόμνηση για τους Αμερικάνους και τους μοναρχοφασίστες» (xvi). Η απόφαση κινούταν στο ίδιο μήκος κύματος με την προηγούμενη, επιβεβαιώνοντας ξανά την ύπαρξη τους, αντιμετωπίζοντάς τις ως μέτρο πίεσης για την ειρήνευση του τόπου.
Είκοσι μέρες αργότερα, στις 18/05/1950, στην 7η Ολομέλεια, παρατηρείται στροφή στον τρόπο που αντιλαμβανόταν η ηγεσία του ΚΚΕ την αξιοποίηση των ανταρτο-ομάδων. Σε αυτές πλέον αποδίδονταν πολιτικός ρόλος, το «έργο της αναδιοργάνωσης των λαϊκοδημοκρατικών δυνάμεων». Παράλληλα θα αναλάμβαναν την καθοδήγηση «της ένοπλης πάλη της αγροτιάς ενάντια στην τρομοκρατία». Όπως όριζε η απόφαση: «μια τέτοια αποστολή απαιτούσε ανανέωση του έμψυχου υλικού των ανταρτο-ομάδων με νέο υλικό πολιτικά, οργανωτικά, τεχνικά προπαρασκευασμένο σε ειδικές σχολές», ενώ έπρεπε «να λυθεί και το πρόβλημα του ανεφοδιασμού τους με ειδικό οπλισμό, μέσα διαβίβασης, ρουχισμό, υπόδηση. Η πολιτική, οργανωτική, τεχνική προπαρασκευή μαχητών για τις ανταρτοομάδες πρέπει να αποτελέσει μια δουλειά διαρκείας. Η καθοδήγησή τους πρέπει να γίνεται από το στρατιωτικό τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ» (xvii). Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι οι ανταρτο-ομάδες για πρώτη φορά μετά την ήττα καλούνταν να αναλαμβάνουν και πολιτικό ρόλο, χωρίς ωστόσο αυτός να περιγράφεται αναλυτικά, ενώ έμπαινε και το ζήτημα της στρατιωτικής τους αναβάθμισης.
Παρά την παραπάνω στοχοθεσία, όπως φαίνεται από τα ραδιοτηλεγραφήματα, οι ομάδες μέχρι την απόσυρσή τους δεν πήραν καμία εντολή για συγκεκριμένες πολιτικές ή στρατιωτικές ενέργειες, ούτε γινόταν καμιά αναφορά για αποστολή οπλισμού σε αυτές. Οι εντολές που έπαιρναν κατά κύριο λόγο – αν όχι αποκλειστικά – αφορούσαν τη φυγάδευση μαχητών και αμάχων στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Ενδεικτικά καταγράφουμε εδώ δύο ραδιοτηλεγραφήματα που τους στάλθηκαν τον Οκτώβρη 1949 και τον Απρίλη 1950 αντίστοιχα: «Με την αποστολή των Θεσσαλών που στείλατε. Δώσατε για σύνδεσμο κάποιον Θύμιο. Αυτός στην πορεία εγκατέλειψε την αποστολή και παραδόθηκε στον εχθρό. Πάρτε μέτρα σας για να αποφύγει ο μηχανισμός σας ζημιές. Αποστολές έφθασαν καλά με σύνολο σχεδόν της δύναμης τους» (xviii). Στο δεύτερο ανέφερε: «Πρώτον. Τα παιδιά και τη γυναίκα του Σταυράκογλου να τα πάρετε και να τα προωθήσετε. Δεύτερο. Παρόμοιες περιπτώσεις που αφορούν άλλους μαχητές (…) μπορεί χωρίς να διακινδυνεύσετε να τους διευκολύνεται να περάσουν στο εξωτερικό» (xix). Τέτοιου τύπου εντολές αποστέλλονταν συνέχεια, την διετία 1949 – 1951, γεγονός που δείχνει ότι αυτή ήταν πιθανόν η αποκλειστική δράση τους. Μάλιστα, αν συγκρίνουμε αυτού του είδους τα ραδιοτηλεγραφήματα κατά έτη φανερώνεται ότι: το 1949 φυγαδεύονταν κατά κύριο λόγο μονάδες του ΔΣΕ και ομάδες μαχητών, ενώ όσο απομακρυνόμαστε από τη λήξη του εμφυλίου κυρίως μεμονωμένες περιπτώσεις καταδιωκόμενων αγωνιστών και οι οικογένειές τους.
Από το 1950, οι ανταρτοομάδες ανέλαβαν μια νέα αποστολή, μετατρεπόμενες σε χώρους υποδοχής, βραχυπρόθεσμης διαμονής και διευκόλυνσης για την είσοδο στις πόλεις παράνομων στελεχών του κόμματος, που κατέφταναν από το εξωτερικό για να οργανώσουν τη δράση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ (xx). Αυτή ήταν, όπως φαίνεται και από τα ραδιοτηλεγραφήματα, η μοναδική συνεισφορά και εμπλοκή τους στη συγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων.
Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι οι συγκεκριμένες ομάδες, καταλαμβάνοντας γεωγραφικά σημεία, άνοιγαν κανάλια επικοινωνίας με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, μέσω των οποίων αποστέλλονταν και παραλαμβάνονταν από το εξωτερικό άνθρωποι, τρόφιμα, ασύρματοι κλπ. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η γειτνίαση των περιοχών που δρούσαν με τα σύνορα των χωρών της Αλβανίας και Βουλγαρίας διευκόλυνε τη δραστηριότητά τους. Μάλιστα οι συγκεκριμένες ομάδες πιθανόν να πήραν εντολή παραμονής στην Ελλάδα με κριτήριο, πέραν του αξιόμαχου και της εμπιστοσύνης της ηγεσία που έχαιραν, τη γεωγραφική θέση που καταλάμβαναν.
Στην απόφαση του Πολιτικού Γραφείου στις 28/03/1951 βρίσκουμε μια εκτενή και λεπτομερειακή αναφορά στις ανταρτοομάδες, η οποία έμελλε να είναι η τελευταία. Αποτιμώντας τη μέχρι τότε δράση τους, η ηγεσία τους καταλογίζεται αποτυχία στην υλοποίηση της αποστολής που τους είχε ανατεθεί, δηλαδή την ανασυγκρότηση των κομματικών οργανώσεων, και αδυναμία να «προσαρμοστούν στην καινούρια πολιτικο-στρατιωτική κατάσταση», με αποτέλεσμα σε «κάποιες περιοχές να μην μπορούν να σταθούν και να διαλυθούν». Πρόκειται για τις ομάδες που δρούσαν στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Δυτ. Μακεδονία. Αντίθετα, όπως αναφέρει η απόφαση, οι ομάδες της Κεντρικής/Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης διασώθηκαν και ανέπτυξαν «διαφωτιστική δράση», οργάνωσαν συσκέψεις και προξένησαν απώλειες στον εχθρό με τις στρατιωτικές τους ενέργειες. Οι πιο διαδεδομένες πρακτικές τους ήταν η είσοδος και η παραμονή στα χωριά για πολλή λίγη ώρα και η αποστολή σημειωμάτων, πρακτικές που κρίθηκαν ανεπαρκείς από την ηγεσία (xxi).
Στόχος των εναπομεινάντων ομάδων οριζόταν η σταθεροποίηση των κομματικών οργανώσεων στις πόλεις (Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Σέρρες, Δράμα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Κιλκίς, Αλεξανδρούπολη), η συνεισφορά στην είσοδο και μόνιμη παραμονή κομματικών στελεχών στις πόλεις, η δουλειά στις ένοπλες δυνάμεις και η επέκταση των θέσεων τους σε Χαλκιδική, Παγγαίο (xxii). Στα ραδιοτηλεγραφήματα αναφερόταν και η συλλογή και αποστολή στην ηγεσία στρατιωτικών πληροφοριών, που αφορούσαν τις κινήσεις του εθνικού στρατού (xxiii).
Είναι αναγκαίο να σημειώσουμε ότι στα ραδιοτηλεγραφήματα δεν βρίσκουμε καμία εντολή σχετική με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ανταρτο-ομάδων. Επίσης πουθενά δεν γινόταν αναφορά στην αποστολή όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού προς αυτές, κάτι που επιβεβαιώνει ακόμη μια φορά ότι ο ρόλος τους ήταν αποκλειστικά αμυντικός. Ούτε όμως εντοπίζουμε στοιχεία για την πολιτική δράση που είχαν εντολή να αναλάβουν.
Η τελευταία απόφαση σχετικά με τις ανταρτοομάδες στα δημοσιευμένα ντοκουμέντα του ΚΚΕ χρονολογείται το 1951, την ίδια χρονιά σταματά και η επικοινωνία μέσω ραδιοτηλεγραφημάτων. Όλα συνηγορούν ότι μετά τον Νοέμβρη του 1951 η ηγεσία τις απέσυρε (xxiv) σύμφωνα μάλιστα και με τη μαρτυρία του Γ. Γούσια «διαπιστώθηκε από την ηγεσία ότι οι ομάδες αυτές όχι μόνο δεν βοηθούσαν σε τίποτα αλλά και οι ίδιες δεν μπορούσαν να σταθούν» (xxv).
Το ρόλο που έπαιζαν οι ανταρτοομάδες τον γνώριζε πολύ καλά ο εθνικός στρατός που συνέχιζε τη δράση εναντίον τους και μετά τον εμφύλιο. Άρα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το αντικομμουνιστικό καθεστώς που δομήθηκε μετεμφυλιακά δεν ήταν δυνατόν να εκλάβει ως πραγματική απειλή την ύπαρξή τους. Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούσε, ότι δηλαδή συνεχίζει τις διώξεις εναντίον της Αριστεράς γιατί και εκείνη «συνεχίζει την ανταρσία», ήταν αστήριχτη. Περισσότερο αποτέλεσε πρόφαση για τη μονομερή συνέχιση του εμφυλιοπολεμικού κλίματος.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι η πολιτική του «όπλου παρά πόδα» και των ανταρτο-ομάδων συνυπήρχε και συγκρούονταν με το βασικό διακηρυγμένο στόχο της ηγεσίας του KKE για την περίοδο, την ευρύτερη συσπείρωση του ηττημένου ΕΑΜικού κόσμου, που παρέμενε στην Ελλάδα, και τη συγκρότηση ενός δημοκρατικού συνασπισμού, που θα επιδίωκε τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Η σύγκρουση αυτών των πολιτικών «γραμμών» ενέτεινε τη σοβούσα στρατηγική κρίση που ταλάνιζε το μετεμφυλιακό ΚΚΕ. Κρίση που προέκυπτε από την ίδια την ήττα αλλά και την άρνηση της ηγεσίας να αποτιμήσει τις πολιτικές της επιλογές στην προηγούμενη ηρωική και συνάμα δραματική δεκαετία για το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ηγεσία το 1949 «επανέφερε στα πράγματα την πολιτική λογική του 1946 – 1947, πριν επεκτείνει τις ενέργειές του ο ΔΣΕ και γενικευτεί ο εμφύλιος, όταν με βάση τους σχεδιασμούς του ΚΚΕ λειτουργούσε ως δύναμη πίεσης στην πολιτική ζωή της χώρας» (xxvi).
Το 1950, στη δίνη των διώξεων και με πλήρως αποσαθρωμένο τον κομματικό μηχανισμό, για την ηγεσία φαινόταν πως απέμεναν μόνο οι ανταρτοομάδες για να υλοποιήσουν τη «γραμμή» της ανασυγκρότησης του παράνομου κομματικού μηχανισμού, σε συνεργασία και με τα στελέχη που θα έμπαιναν στη χώρα από το εξωτερικό. Όσο όμως προχωρούσε η συγκρότηση ενός νόμιμου φορέα της Αριστεράς, διαδικασία που ολοκληρώθηκε με την ίδρυση της ΕΔΑ (Αύγουστος 1951), και όσο εντείνονταν οι διώξεις των κομμουνιστών με αποκορύφωμα τη σύλληψη του Μπελογιάννη και την παραπομπή του σε δίκη με το νόμο περί κατασκοπείας (Οκτώβριο 1951) τόσο γινόταν αντιληπτό το αδιέξοδο και η ηγεσία του ΚΚΕ αποφάσισε να τις αποσύρει οριστικά.
1. Οι πρόσφυγες στάλθηκαν σε Τασκένδη, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Αν. Γερμανία, Πολωνία. Βλ. Γιατρουδάκης Σ., 30 χρόνια προσφυγιά, Διογένης, χ.χ., σ. 22.
2. Αναλυτικότερα για την επίθεση του εθνικού στρατού και την αποχώρηση των δυνάμεων του ΔΣΕ βλ. Μαργαρίτης Γ., Η ιστορία του ελληνικού Εμφυλίου πολέμου 1946-1949, τομ. 2ος, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2011, σ. 511-569.
3. ό.π., σ. 552.
4. Κύρια χαρακτηριστικά του αντι-κομμουνιστικού μετεμφυλιακού καθεστώτος ήταν η μόνιμη λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, η ριζική εκκαθάριση της δημόσιας διοίκησης, η οργάνωση της προπαγάνδας από τις ένοπλες δυνάμεις, η συστηματοποίηση της αστυνόμευσης, η θεσμοθέτηση του «πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων» κλπ. βλ. Τσουκαλάς Κ., «Η ιδεολογική επίδραση του εμφυλίου πολέμου» στο Ιατρίδης Γ. (επιμ.) Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950: ένα έθνος σε κρίση, Θεμέλιο, Αθήνα 1984, σ. 570-2, 573-574.
5. Οι φόβοι αυτοί οδήγησαν στη συνέχιση της οχύρωσης στο Γράμμο-Βίτσι, ώστε να αποτραπεί μια νέα διείσδυση του ΔΣΕ το φθινόπωρο ή το χειμώνα. βλ. Μαργαρίτης Γ., ό.π., σ. 554.
6. Βουρνάς Τ., Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδος, τ. 4ος, Πατάκης, Αθήνα 1997, σ.385-387.
7. Μ. Π. Λυμπεράτος, Από το ΕΑΜ στην ΕΔΑ, Η ραγδαία ανασυγκρότηση της ελληνικής Αριστεράς και οι μετεμφυλιακές πολιτικές αναγκαιότητες, Στοχαστής, Αθήνα 2011, σ. 82-83, 320, 326, 337.
8. Το ΚΚΕ: επίσημα κείμενα, τόμος 7ος, 1949-1955, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1995, σ. 13.
9. Οι κατηγορίες Ζαχαριάδη περί «πισώπλατου μαχαιρώματος Τίτο» ευνοούνταν από τη σύγκρουση Σοβιετικής Ένωσης – Γιουγκοσλαβίας, και την εκστρατεία του Στάλιν εναντίον Τίτο. βλ. Γιατρουδάκης Σ., ό.π., σ. 21, 97.
10. Το ΚΚΕ, ό.π., σ. 13.
11. Δυστυχώς στο αρχείο δεν διασώζονται τα ραδιοτηλεγραφήματα που έστελναν οι ομάδες στην ηγεσία, τα οποία θα μας βοηθούσαν να διαμορφώσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα.
12. Ο Γούσιας ήταν μέλος του Πολιτικού Γραφείου και είχε επιφορτιστεί με την επικοινωνία της ηγεσίας με τις συγκεκριμένες ανταρτοομάδες από το 1949-1951. Ενδεικτικά βλ. Αρχείο ΚΚΕ, ΤΚ=7/48/2, ΑΣΚΙ.
13. Μαργαρίτης Γ., ό.π., σ. 555.
14. Ό.π., σ. 557.
15. Αρχείο ΚΚΕ, ΤΚ=7/48/2, ΑΣΚΙ.
16. Το ΚΚΕ: επίσημα κείμενα, ό.π., σ. 27, 30.
17. ό.π., σ. 39
18. Αρχείο ΚΚΕ, ΤΚ=7/48/42, ΑΣΚΙ
19. Αρχείο ΚΚΕ, ΤΚ=7/48/125, ΑΣΚΙ
20. Για τις αποστολές παράνομων στελεχών βλ. Φράκος Γρ., «Η θέση και ο ρόλος των πολιτικών προσφύγων στο κομμουνιστικό κίνημα και τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας μας», στο Βουτυρά Ε., Δαλκαβούκης Β., Μαρατζίδης Ν., Μποντίλα Μ. (επιμ), Το όπλο παρά πόδα, οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη, εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2005, σ.24.
21. Το ΚΚΕ, ό.π., σ. 136-8.
22. Το ΚΚΕ, ό.π., σ. 138-9.
23. Αρχείο ΚΚΕ, ΤΚ=7/48/139, ΑΣΚΙ
24. Μαυροειδής Λ., Οι δύο όψεις της ιστορίας, προσκήνιο και παρασκήνιο στο κομμουνιστικό κίνημα, , Καστανιώτης, Αθήνα 1999, σ. 471.
25. Βοντίτσιος-Γούσιας Γ., Οι αιτίες για τις ήττες, τη διάσπαση του ΚΚΕ και της ελληνικής Αριστεράς, τ. Β’, εκδόσεις να υπηρετήσουμε το Λαό, Αθήνα, χ.χ., σ. 43.
26. Λυμπεράτος Μ., Από το ΕΑΜ στην ΕΔΑ, ό.π., σ. 104-105, 261, 320, 322.
*Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο: ΛΥΜΠΕΡΑΤΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ, ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗΣ ΠΡΟΚΟΠΗΣ (επιμ.), ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, 1940-1960, ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΡΑΜΑ, ΑΘΗΝΑ 2014