Μια άγνωστη συνέπεια της Οκτωβριανής Επανάστασης
Ο Φινλανδικός εμφύλιος πόλεμος (Ιανουάριος – Μάιος 1918)
Από το 1808 η Φινλανδία αποτελούσε τμήμα της τσαρικής αυτοκρατορίας, ύστερα από την κατάκτηση του Ελσίνκι από το ρωσικό στρατό και την αποχώρηση των Σουηδών από τη χώρα, ένα χρόνο αργότερα. Έτσι οι τύχες της χώρας ήταν συνυφασμένες με αυτές της Ρωσίας. Τα νέα της εξέγερσης του Φεβρουαρίου στην Πετρούπολη ήταν μια έκπληξη για τη Φινλανδία. Μόλις επιβεβαιώθηκαν οι φήμες, οι Ρώσοι στρατιώτες που στάθμευαν στο Ελσίνκι στασίασαν εναντίον των αξιωματικών τους, όπως περιγράφεται από έναν αυτόπτη μάρτυρα: «Το πρωί οι στρατιώτες και οι ναύτες διαδήλωναν με κόκκινα πανό στους δρόμους, κάποιοι βαδίζοντας και τραγουδώντας τη Μασσαλιώτιδα, κάποιοι σε ξεχωριστά πλήθη, μοιράζοντας κόκκινες κορδέλες και κομμάτια υφάσματος. Περιπολίες ένοπλων ναυτών τριγυρίζουν παντού στην πόλη και αφοπλίζουν όλους τους αξιωματικούς, οι οποίοι, όταν προβάλουν την παραμικρή αντίσταση ή αρνούνται να πάρουν το κόκκινο σύμβολο, πυροβολούνται και εγκαταλείπονται εκεί.»
Οι Ρώσοι διοικητικοί υπάλληλοι εκδιώχθηκαν, τα ρωσικά στρατεύματα που στάθμευαν στη Φινλανδία δήλωσαν την αφοσίωσή τους στο Σοβιέτ της Πετρούπολης και η φινλανδική αστυνομία διαλύθηκε. Ο συντηρητικός συγγραφέας Henning Söderhjelm γράφοντας το 1918 σχετικά με την επανάσταση -μια ανεκτίμητη μαρτυρία για τις απόψεις της φινλανδικής ελίτ- θρηνούσε για την εξαφάνιση του κρατικού μονοπωλίου της βίας: «Ήταν ρητή πολιτική του [Φινλανδικού SDP – Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος] να καταστραφεί εντελώς η αστυνομία. Η αστυνομική δύναμη, η οποία είχε ανατραπεί από τους Ρώσους στρατιώτες στις αρχές της επανάστασης, δεν ξαναδημιουργήθηκε. Ο “λαός” δεν ένιωθε εμπιστοσύνη σε αυτό τον θεσμό και αντί του τοπικού σώματος για τη διατήρηση της τάξης δημιουργήθηκε μια “πολιτοφυλακή”, οι άντρες της οποίας ανήκαν στο Εργατικό Κόμμα».
Με τι θα έπρεπε να αντικατασταθεί η παλιά τοπική ρωσική διοίκηση; Ορισμένοι ριζοσπάστες πίεζαν για μια κόκκινη κυβέρνηση, αλλά ήταν μειοψηφία. Όπως και στην υπόλοιπη αυτοκρατορία, η Φινλανδία τον Μάρτιο κυριαρχούνταν από την έκκληση για «εθνική ενότητα». Επιθυμώντας να κερδίσει ευρεία αυτονομία από τη νέα Ρώσικη Προσωρινή Κυβέρνηση, μια πτέρυγα μετριοπαθών ηγετών του SDP εγκατέλειψε το κόμμα και προσχώρησε σε μια κυβέρνηση συνασπισμού με τους Φινλανδούς φιλελεύθερους. Διάφοροι ριζοσπάστες σοσιαλιστές απέρριψαν αυτή την κίνηση ως «προδοσία» και κατάφωρη παραβίαση των μαρξιστικών αρχών του SDP – άλλοι βασικοί ηγέτες, ωστόσο, αποδέχτηκαν την είσοδο στην κυβέρνηση, προκειμένου να αποφευχθεί η διάσπαση στο κόμμα.
Ο πολιτικός μήνας του μέλιτος της Φινλανδίας ήταν βραχύβιος. Η νέα κυβέρνηση συνασπισμού έπεσε γρήγορα πάνω στα διασταυρωμένα πυρά της ταξικής πάλης, καθώς ξέσπασε μια πρωτοφανής μαχητικότητα στους χώρους εργασίας, στους δρόμους και στις αγροτικές περιοχές της Φινλανδίας. Μερικοί Φινλανδοί σοσιαλιστές εστίασαν τις προσπάθειές τους στην οικοδόμηση των ένοπλων εργατικών στρατιωτικών ομάδων. Άλλοι υποστήριζαν τις απεργίες, το μαχητικό συνδικαλισμό και τον ακτιβισμό της βάσης. Ο Söderhjelm περιέγραψε αυτή τη δυναμική: «Το προλεταριάτο δεν εκλιπαρούσε πλέον και δεν προσευχόταν, αλλά διεκδικούσε και απαιτούσε. Ποτέ, νομίζω, ο εργάτης, και κυρίως ο εξαγριωμένος, δεν αισθάνθηκε τόσο γεμάτος δύναμη όπως το 1917 στη Φιλανδία».
Η ελίτ της Φινλανδίας έλπιζε αρχικά ότι η είσοδος των μετριοπαθών σοσιαλιστών στην κυβέρνηση συνασπισμού θα υποχρέωνε το SDP να εγκαταλείψει τη γραμμή της ταξικής πάλης. Ο Söderhjelm θρηνούσε για την αποτυχία αυτών των προσδοκιών: «Η καθαρή κυριαρχία των μαζών αναπτύχθηκε με απροσδόκητη ταχύτητα… Πρώτα απ’ όλα, [ευθύνονταν γι’ αυτό] οι τακτικές του Εργατικού Κόμματος… Ακόμη και αν το Εργατικό Κόμμα διατηρούσε μια κάποια αξιοπρέπεια στην πιο επίσημη συμπεριφορά του, συνέχιζε να ακολουθεί μια πολιτική αναταραχής ενάντια στην αστική τάξη με αμείωτο ζήλο».
Ενώ οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές στη νέα κυβέρνηση, όπως και οι σύμμαχοί τους ηγέτες των συνδικάτων, προσπάθησαν να εμποδίσουν τη λαϊκή εξέγερση, η άκρα αριστερά του κόμματος ζητούσε σταθερά τη ρήξη με την αστική τάξη. Ταλαντευόμενοι ανάμεσα σε αυτούς τους σοσιαλιστικούς πόλους ήταν ένα άμορφο κεντρώο ρεύμα που έδωσε περιορισμένη υποστήριξη στη νέα κυβέρνηση. Και παρόλο που οι περισσότεροι ηγέτες του SDP συνέχισαν γενικά να δίνουν προτεραιότητα στην κοινοβουλευτική σκηνή, η πλειοψηφία υποστήριξε – ή τουλάχιστον πήγε μαζί με – το κύμα των μαζών.
Μπροστά στο απροσδόκητο αναπτυσσόμενο κύμα αντίστασης, η αστική τάξη της Φινλανδίας έγινε ακόμα πιο επιθετική και ασυμβίβαστη. Ο ιστορικός Maurice Carrez1 σημειώνει ότι η φινλανδική ανώτερη τάξη δεν αποδέχτηκε ποτέ να «μοιραστεί την εξουσία με ένα πολιτικό σχηματισμό τον οποίο έβλεπε ως την ενσάρκωση του διαβόλου».
Ταξική πόλωση
Η κατάρρευση της φινλανδικής κυβέρνησης συνασπισμού άρχισε το καλοκαίρι. Μέχρι τον Αύγουστο, το σύστημα τροφοδοσίας της αυτοκρατορίας είχε καταρρεύσει και το φάντασμα του λιμού απειλούσε τους Φινλανδούς εργάτες. Οι ταραχές για τα τρόφιμα ξέσπασαν στις αρχές του μήνα και η οργάνωση του SDP στο Ελσίνκι κατήγγειλε την άρνηση της κυβέρνησης να πάρει αποφασιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης. «Οι πεινασμένες εργατικές μάζες έχασαν σύντομα την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση συνασπισμού», σημειώνει ο Ότο Κούουσινεν2, ο βασικός αριστερός θεωρητικός του SDP, ο οποίος το επόμενο έτος ίδρυσε το φινλανδικό κομμουνιστικό κόμμα.
Η αδιαλλαξία των σοσιαλιστών στον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση κλιμάκωσε περαιτέρω την ταξική πόλωση. Οι Φινλανδοί σοσιαλιστές πολέμησαν σκληρά για να σταματήσουν τη συνεχιζόμενη παρέμβαση της ρωσικής κυβέρνησης στην εσωτερική ζωή του έθνους τους. Με τη νίκη της ανεξαρτησίας έλπιζαν να χρησιμοποιήσουν την κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία -και τον έλεγχό τους στις εργατικές ομάδες- για να προωθήσουν ένα φιλόδοξο πρόγραμμα πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Ένας σοσιαλιστής ηγέτης υποστήριζε τον Ιούλιο ότι «μέχρι τώρα ήμασταν υποχρεωμένοι να πολεμήσουμε σε δύο μέτωπα – εναντίον της δικής μας μπουρζουαζίας και εναντίον της ρωσικής κυβέρνησης. Εάν θέλουμε να είναι επιτυχής ο ταξικός μας πόλεμος, εάν θέλουμε να συγκεντρώσουμε όλη μας τη δύναμη σε ένα μέτωπο, εναντίον της δικής μας μπουρζουαζίας, χρειαζόμαστε ανεξαρτησία, για την οποία η Φινλανδία είναι ήδη ώριμη».
Οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι της Φινλανδίας, για τους δικούς τους λόγους, ήθελαν επίσης να ενισχύσουν τη φινλανδική αυτονομία. Αλλά δεν ήταν πρόθυμοι να στραφούν σε επαναστατικές μεθόδους για να επιτύχουν αυτόν το στόχο, ούτε υποστήριζαν γενικά την προσπάθεια του SDP για πλήρη ανεξαρτησία.
Η σύγκρουση τελικά ήρθε τον Ιούλιο. Στο φινλανδικό κοινοβούλιο η σοσιαλιστική πλειοψηφία πρότεινε το νομοσχέδιο βάλταλακι (Νόμος Εξουσίας), με το οποίο ανακηρύσσονταν μονομερώς η πλήρης φινλανδική κυριαρχία. Το βάλταλακι εγκρίθηκε στις 18 Ιουλίου. Ωστόσο, η ρωσική προσωρινή κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Αλεξάντερ Κερένσκι, απέρριψε αμέσως την εγκυρότητα του βαλταλάκι και απείλησε να καταλάβει τη Φινλανδία αν η απόφασή της δεν γινόταν σεβαστή.
Όταν οι Φινλανδοί σοσιαλιστές αρνήθηκαν να υποχωρήσουν ή να παραιτηθούν από το βάλταλακι, οι φιλελεύθεροι και συντηρητικοί της Φινλανδίας άρπαξαν την ευκαιρία. Ελπίζοντας να απομονώσουν το SDP και να θέσουν τέρμα στην κοινοβουλευτική του πλειοψηφία, υποστήριξαν και νομιμοποίησαν την απόφαση του Κερένσκι να διαλύσει το δημοκρατικά εκλεγμένο φινλανδικό κοινοβούλιο. Ορίστηκαν νέες εκλογές , στις οποίες οι μη σοσιαλιστές κέρδισαν την πλειοψηφία.
Η διάλυση του κοινοβουλίου της Φινλανδίας σηματοδότησε μια αποφασιστική καμπή. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, διατηρούνταν σε υψηλό επίπεδο μεταξύ των εργατών και των εκπροσώπων τους η ελπίδα ότι το κοινοβούλιο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για την κοινωνική χειραφέτηση. Ο Κούουσινεν εξήγησε ότι:
«Η μπουρζουαζία μας δεν είχε στρατό και ούτε μια αστυνομική δύναμη στην οποία να μπορούσε να υπολογίζει … για το λόγο αυτό φάνηκε λογικό να παραμείνουμε στην πεπατημένη οδό της κοινοβουλευτικής νομιμότητας, στην οποία, όπως φαινόταν, η Σοσιαλδημοκρατία θα μπορούσε να δρέπει τη μια νίκη μετά την άλλη».
Ωστόσο, έγινε αντιληπτό σε έναν αυξανόμενο αριθμό εργατών και ηγετών του κόμματος ότι η χρησιμότητα του Κοινοβουλίου είχε ξεπεραστεί. Οι σοσιαλιστές κατήγγειλαν το αντιδημοκρατικό πραξικόπημα και κατηγόρησαν την αστική τάξη για συνεννόηση με το ρωσικό κράτος ενάντια στα εθνικά δικαιώματα και τους δημοκρατικούς θεσμούς της Φινλανδίας. Σύμφωνα με το SDP, οι νέες κοινοβουλευτικές εκλογές ήταν παράνομες και είχαν κερδηθεί με εκτεταμένη εκλογική νοθεία. Στα μέσα Αυγούστου, το κόμμα διέταξε όλα τα μέλη του να παραιτηθούν από την κυβέρνηση. Εξίσου σημαντικό, οι Φινλανδοί σοσιαλιστές όλο και περισσότερο συμμαχούσαν με τους Μπολσεβίκους, το μόνο ρωσικό κόμμα που υποστήριξε την προσπάθειά τους για ανεξαρτησία. Όλες οι πλευρές είχαν ρίξει κάτω το γάντι και η μέχρι τότε ειρηνική Φινλανδία όδευε με ταχύτητα προς μια επαναστατική έκρηξη.
Ο αγώνας για την εξουσία
Μέχρι τον Οκτώβριο, η κρίση σε ολόκληρη τη Ρωσική αυτοκρατορία κορυφώθηκε. Οι Φινλανδοί εργάτες στην πόλη και στην ύπαιθρο απαιτούσαν οργισμένα από τους ηγέτες τους να καταλάβουν την εξουσία. Οι βίαιες συγκρούσεις άρχισαν να ξεσπούν στη Φινλανδία. Ωστόσο, πολλοί στην ηγεσία του SDP συνέχισαν να πιστεύουν ότι η στιγμή της επανάστασης θα μπορούσε να αναβληθεί, έως ότου η εργατική τάξη είναι καλύτερα οργανωμένη και οπλισμένη. Άλλοι φοβούνταν να εγκαταλείψουν την κοινοβουλευτική σκηνή.
Σύμφωνα με τα λόγια του σοσιαλιστή ηγέτη Κούλερβο Μάνερ3 στα τέλη Οκτωβρίου: «Δεν μπορούμε να αποφεύγουμε την επανάσταση για πολύ καιρό … Η πίστη στην αξία της ειρηνικής δραστηριότητας έχει χαθεί και η εργατική τάξη αρχίζει να εμπιστεύεται μόνο τη δική της δύναμη … Αν κάνουμε λάθος για το γρήγορο πλησίασμα της επανάστασης, θα ήμουν ευχαριστημένος».
Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους, τον Οκτώβριο του 1917, φάνηκε ότι η Φινλανδία θα ήταν η επόμενη χώρα που θα είχε σειρά. Έχοντας στερηθεί τη στρατιωτική υποστήριξη της Προσωρινής Κυβέρνησης της Ρωσίας, η ελίτ της Φινλανδίας απομονώθηκε επικίνδυνα. Οι Ρώσοι στρατιώτες -από τους οποίους δεκάδες χιλιάδες στάθμευαν στη Φιλανδία- υποστήριζαν γενικά τους Μπολσεβίκους και το αίτημά τους για ειρήνη. «Το νικηφόρο κύμα του μπολσεβικισμού θα ρίξει νερό στο μύλο των σοσιαλιστών μας, και πιθανόν θα είναι σε θέση να αρχίσει να δουλεύει», παρατηρούσε ένας Φιλανδός φιλελεύθερος.
Η βάση του SDP και οι μπολσεβίκοι στην Πετρούπολη ζητούσαν από τους Φινλανδούς σοσιαλιστές ηγέτες να πάρουν αμέσως την εξουσία. Αλλά η ηγεσία του κόμματος κωλυσιεργούσε. Κανένας δεν γνώριζε αν η Μπολσεβίκικη κυβέρνηση θα μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο από μερικές ημέρες. Οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές ήταν προσκολλημένοι στην ελπίδα ότι θα βρεθεί μια ειρηνική κοινοβουλευτική λύση. Ορισμένοι ριζοσπάστες υποστήριζαν ότι η κατάληψη της εξουσίας ήταν όχι μόνο δυνατή αλλά και επείγουσα ανάγκη. Οι περισσότεροι ηγέτες ταλαντεύονταν μεταξύ αυτών των δύο επιλογών.
Ο Κούουσινεν υπενθύμισε την αναποφασιστικότητα του κόμματος σε αυτή την κρίσιμη στιγμή: «Εμείς οι σοσιαλδημοκράτες, “ενωμένοι στη βάση του ταξικού πολέμου”, στραφήκαμε πρώτα στην μία πλευρά και στη συνέχεια στην άλλη, κλίνοντας πρώτα με όλες τις δυνάμεις προς την επανάσταση, αλλά μόνο για να στραφούμε και πάλι προς την άλλη πλευρά».
Χωρίς να καταλήξει σε συμφωνία για ένοπλη εξέγερση, το κόμμα κάλεσε γενική απεργία στις 14 Νοεμβρίου για την υπεράσπιση της δημοκρατίας ενάντια στην αστική τάξη, για τις επείγουσες οικονομικές ανάγκες των εργατών και για τη φινλανδική κυριαρχία. Η ανταπόκριση ήταν καθολική, και στην πραγματικότητα προχώρησε πολύ πιο πέρα από το να εξελιχθεί σε μία απλώς απεργία.
Η Φινλανδία νέκρωσε. Σε διάφορες πόλεις, οι τοπικές οργανώσεις του SDP και οι Κόκκινοι Φρουροί κατέλαβαν τα στρατηγικά κτίρια και συνέλαβαν τους αστούς πολιτικούς. Φάνηκε ότι αυτό το μοτίβο εξέγερσης θα επαναλαμβανόταν σύντομα στο Ελσίνκι. Στις 16 Νοεμβρίου το Συμβούλιο της Γενικής Απεργίας στην πρωτεύουσα ψήφισε υπέρ της κατάληψης της εξουσίας. Αλλά όταν οι μετριοπαθείς συνδικαλιστές και οι σοσιαλιστές ηγέτες κατήγγειλαν την απόφαση και παραιτήθηκαν από το σώμα, το Συμβούλιο υποχώρησε την ίδια ημέρα. Αποφάσισε ότι «από τη στιγμή που μια τόσο μεγάλη μειοψηφία διαφώνησε, το Συμβούλιο δεν μπορεί σε αυτή την περίπτωση να ξεκινήσει την κατάληψη της εξουσίας από τους εργάτες, αλλά θα συνεχίσει να ενεργεί για να αυξήσει την πίεση στην αστική τάξη». Η απεργία αμέσως μετά σταμάτησε.
Ο φινλανδός ιστορικός Hannu Soikkanen τόνισε ότι η απεργία του Νοεμβρίου ήταν μια μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή ήταν η καλύτερη στιγμή για να καταλάβουν την εξουσία οι εργατικές οργανώσεις. Η πίεση από τα κάτω ήταν τεράστια και η θέληση για μάχη στο υψηλότερο επίπεδο … Η γενική απεργία ωστόσο, έπεισε ολόκληρη σχεδόν την μπουρζουαζία για τον έντονο κίνδυνο που αποτελούν οι σοσιαλιστές. Εκμεταλλεύτηκαν το πλεονέκτημα του χρόνου μέχρι το ξέσπασμα του ανοιχτού εμφυλίου πολέμου για να οργανωθούν κάτω από μια ισχυρή ηγεσία».
Τονίζοντας τη διστακτικότητα του SDP να στραφεί στη μαζική δράση, ο Anthony Upton υποστήριξε ότι «οι Φινλανδοί επαναστάτες ήταν σε γενικές γραμμές οι πιο άθλιοι επαναστάτες στην ιστορία». Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα μπορούσε να ευσταθεί αν η ιστορία μας τελείωνε τον Νοέμβριο – αλλά τα επόμενα γεγονότα έδειξαν ότι επικράτησε τελικά η επαναστατική καρδιά της Σοσιαλδημοκρατίας της Φινλανδίας.
Μετά τη γενική απεργία, οι απογοητευμένοι εργάτες όλο και περισσότερο προσπαθούσαν να εξοπλιστούν και στράφηκαν στην άμεση δράση. Η αστική τάξη προετοιμαζόταν κι αυτή για τον εμφύλιο πόλεμο, ιδρύοντας την πολιτοφυλακή της «Λευκής Φρουράς», έχοντας παράλληλα και τη στρατιωτική υποστήριξη της γερμανικής κυβέρνησης.
Παρά την ραγδαία κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής, πολλοί σοσιαλιστές ηγέτες συνέχισαν να διεξάγουν άκαρπες κοινοβουλευτικές διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, αυτή τη φορά, η αριστερή πτέρυγα του SDP ύψωσε το ανάστημά της και δήλωσε ότι οποιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρηση στην επαναστατική δράση θα οδηγούσε μόνο στην καταστροφή. Μέσα από μια μακρά σειρά εσωτερικών συγκρούσεων, τον Δεκέμβριο και στις αρχές Ιανουαρίου, οι ριζοσπάστες τελικά κέρδισαν.
Τον Ιανουάριο τα επαναστατικά λόγια του SDP μεταφράστηκαν τελικά σε πράξεις. Για να σηματοδοτήσουν την έναρξη της εξέγερσης, οι ηγέτες του κόμματος το βράδυ της 26ης Ιανουαρίου τοποθέτησαν ένα κόκκινο φανάρι στον πύργο του Εργατικού Κέντρου στο Ελσίνκι. Τις επόμενες μέρες, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι εργατικές οργανώσεις με τις οποίες συνδέονταν κατέλαβαν μάλλον εύκολα την εξουσία σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Φινλανδίας. Ο αγροτικός βορράς, αντίθετα, παρέμεινε στα χέρια της ανώτερης τάξης.
Οι επαναστάτες της Φινλανδίας εξέδωσαν μια ιστορική διακήρυξη, ανακοινώνοντας ότι η επανάσταση ήταν απαραίτητη αφού η φινλανδική αστική τάξη, μαζί με τον ξένο ιμπεριαλισμό, είχε οδηγήσει σε ένα αντεπαναστατικό πραξικόπημα εναντίον των κατακτήσεων των εργατών και της δημοκρατίας: «Η επαναστατική εξουσία στη Φιλανδία από σήμερα ανήκει στην εργατική τάξη και τις οργανώσεις της… Η προλεταριακή επανάσταση είναι ευγενής και αυστηρή … αυστηρή για τους θρασείς εχθρούς του λαού, αλλά έτοιμη να δώσει τη βοήθειά της στους καταπιεσμένους και σε αυτούς που βρίσκονται στο περιθώριο».
Αν και η νεοσύστατη Κόκκινη Κυβέρνηση προσπάθησε αρχικά να χαράξει μια σχετικά επιφυλακτική πολιτική πορεία, η Φινλανδία σύντομα βυθίστηκε σε αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. Η καθυστέρηση στην κατάληψη της εξουσίας είχε κοστίσει πάρα πολύ στη φινλανδική εργατική τάξη, καθώς από τον Ιανουάριο τα περισσότερα ρωσικά στρατεύματα είχαν επιστρέψει στην πατρίδα τους. Η αστική τάξη επωφελήθηκε από τους τρεις μήνες που ακολούθησαν, μετά την απεργία του Νοεμβρίου, για να συγκεντρώσει τα στρατεύματά της στη Φινλανδία και τη Γερμανία. Τελικά, πάνω από είκοσι επτά χιλιάδες Φινλανδοί Κόκκινοι έχασαν τη ζωή τους στον εμφύλιο πόλεμο4. Και μετά τη συντριβή της Φινλανδικής Σοσιαλιστικής Εργατικής Δημοκρατίας από τη δεξιά, τον Μάιο του 1918, άλλες ογδόντα χιλιάδες εργάτες και σοσιαλιστές στοιβάχτηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Οι ιστορικοί διαφωνούν για το αν η φινλανδική επανάσταση θα μπορούσε να θριαμβεύσει αν είχε αρχίσει νωρίτερα και υιοθετούσε μια πιο επιθετική πολιτική και μια στρατιωτική προσέγγιση. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο τελικός αποφασιστικός παράγοντας ήταν η γερμανική ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1918. Ο Κούουσινεν διατύπωσε έναν παρόμοιο απολογισμό: «Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός εισάκουσε τους θρήνους των αστών μας και είχε την ετοιμότητα να καταπιεί τη νεοαποκτηθείσα ανεξαρτησία, η οποία, κατόπιν αιτήματος των Φιλανδών σοσιαλδημοκρατών, παραχωρήθηκε στη Φιλανδία από τη Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας. Το εθνικό αίσθημα της μπουρζουαζίας δεν θίχτηκε στο ελάχιστο από αυτή την άποψη και ο ζυγός ενός ξένου ιμπεριαλισμού δεν τους προκάλεσε κανένα τρόμο όταν φάνηκε ότι η “πατρίδα” τους λίγο έλειψε να γίνει η πατρίδα των εργατών. Ήταν πρόθυμοι να θυσιάσουν ολόκληρο τον λαό στον μεγάλο Γερμανό ληστή, υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορούσαν να κρατήσουν για τον εαυτό τους την ανέντιμη θέση των δουλεμπόρων».
Σημειώσεις
1 Γάλλος ιστορικός και συγγραφέας ενός δίτομου έργου για την εξέλιξη προς τον κομουνισμό, του Κούουσινεν του σοσιαλδημοκράτη ηγέτη και αργότερα μέλους του ΠΓ του ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης, Otto Kuusinen (1881-1964) La fabrique d’un révolutionnaire. Réflexion sur l’engagement d’un dirigeant social-démocrate finlandais à la Belle-Époque.
2 [Σ.τ.Μ.:] Ο Ότο Κούουσινεν (1881-1964) ήταν στέλεχος του φινλανδικού SDP και βουλευτής μέχρι το 1917. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες της αριστερής πτέρυγας του SDP και διατέλεσε Επίτροπος Παιδείας στη βραχύβια Φινλανδική Σοσιαλιστική Εργατική Δημοκρατία. Από τα ιδρυτικά στελέχη του Κομουνιστικού Κόμματος Φιλανδίας που ιδρύθηκε στην ΕΣΣΔ το 1918 και ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες του. Ο Κούουσινεν εξελίχθηκε σε κορυφαίο ηγέτη της Κομιντέρν. Τα επόμενα χρόνια ο Κούουσινεν συνέχισε να υπηρετεί με συνέπεια την πολιτική της ΕΣΣΔ, τόσο επί του Στάλιν όσο και επί Χρουτσόφ στη συνέχεια. Πέθανε σε βαθύ γήρας το 1964.
3 [Σ.τ.Μ.:] Ο Kullervo Manner (1880-1939) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες της φινλανδικής σοσιαλδημοκρατίας, βουλευτής μέχρι το 1917 και πρόεδρος του SDP το 1917-1918. Κατά τη διάρκεια της φινλανδικής επανάστασης ο Κούλερβο Μάνερ ήταν ο αρχηγός της Κόκκινης Φρουράς και ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες της επαναστατικής κυβέρνησης. Μετά τη συντριβή της φινλανδικής επανάστασης αναγκάστηκε να καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση, όπου υπήρξε ένας από τους ιδρυτές και τους σημαντικότερους ηγέτες του Φινλανδικού Κομουνιστικού Κόμματος.
4 [Σ.τ.Μ.:] Οι αναπτυγμένες αστικοδημοκρατικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Φινλανδία την εποχή εκείνη δεν απέτρεψαν την ανάπτυξη μιας Λευκής Τρομοκρατίας, η οποία υπήρξε ιδιαίτερα αιματηρή και εκτεταμένη. Υπολογίζεται ότι 10 με 15 χιλιάδες επαναστάτες εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης και μετά τη συντριβή της και άλλοι τόσοι περίπου πέθαναν τις επόμενες μέρες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, είτε από τις κακουχίες είτε από τις εκτελέσεις που συνεχίζονταν. Ο Βίκτορ Σερζ υπολογίζει ότι 100.000 περίπου επαναστάτες εργάτες (το ένα τέταρτο της φινλανδικής εργατικής τάξης) υπήρξαν θύματα της Λευκής Τρομοκρατίας (εκτελεσμένοι και φυλακισμένοι στα στρατόπεδα). Victor Serge, Έτος Ένα της Ρώσικης Επανάστασης, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2017, σσ. 293-296.
*ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ από http://warfarehistorian.blogspot.gr