Μια ιστορία για τα κερκέλια [Ένα γράμμα για τις μέρες που ζούμε v.6]

Postcards from Greece: Ημέρες δημοψηφίσματος.

| 02/07/2015

Αυτές τις μέρες, νιώθουμε ότι θέλουμε να πούμε και να διαβάσουμε κάτι, πέρα από «σφιχτές αναλύσεις» ειδικών για την κατάσταση. Θέλουμε να φωνάξουμε, να μας ακούσουν πώς νιώθουμε. Θέλουμε να μπορέσουμε να σπάσουμε την απόσταση που πολλές φορές διαστρεβλώνει την ίδια την ουσία. Να μπορέσουμε να εξηγήσουμε, να μεταδώσουμε την κατάσταση εδώ στην Ελλάδα, σε δικούς μας ανθρώπους ακόμη (και ειδικά) αν μένουν πολύ μακριά…

Γι’ αυτό, συντάκτες «του Περιοδικού» γράφουν ένα γράμμα σε ένα φίλο ή μία φίλη τους, με σκοπό να μιλήσουν για τις παράξενες μέρες που ζούμε αυτή την εβδομάδα. Γι’ αυτό, σας καλούμε να γράψετε κι εσείς, οι αναγνώστες, ένα γράμμα σε αγαπημένο σας πρόσωπο, με αφορμή τούτες τις μέρες, και να το δημοσιεύσουμε στο Περιοδικό. Όποιος-όποια θέλει, στέλνει στο inbox της σελίδας μας στο fb.

Το έκτο γράμμα στέλνει ο Ηλίας Παυλόπουλος, συντάκτης του ToPeriodiko.gr

Aγαπητοί Αγνή, Φάνη και Ηλία,

Εγώ θέλω να σας πω μια μικρή ιστορία. Μια ιστορία για τα κερκέλια. Έτσι τα λένε στη Κρήτη. Μια λέξη παιχνιδιάρικη αλλά και τόσο περήφανη μέσα στην αδιαπραγμάτευτη αδρότητα του υλικού της. Απλή, χθαμαλή, επικουρική τόσο στη καθημερινότητα όσο και στη ψυχή.

Κερκέλια χτύπαγες κάποτε να δώσεις το σύνθημα στον σπιτονοικοκύρη για να σου ανοίξει, να σε βάλει σπίτι του, να σου ψήσει ένα καφέ τούρκικο, να του πεις τον πόνο σου, να τον κάνει δικό του και τούμπαλιν. Ένα εργαλείο πολυχρηστικό: για να δένεις το άλογό σου μέχρι να πιεις μια γουλιά νερό, για να κρατιέσαι στην ανημποριά των ποδιών σου.

Ταυτόχρονα, αυτό το πολυεργαλείο είχε κάτι από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και, γιατί όχι, ματαιοδοξία να ομορφαίνει την όψη μιας τοξοτής θύρας. Όλα σχεδόν, τα παλιά τα χρόνια, ήταν τοξοτά. Ο κύκλος ενώνει. Ο κύκλος χορεύει. Ο κύκλος διώχνει το φόβο.

Πίσω λοιπόν από αυτή την πόρτα υπήρχε ένα σπίτι. Χτισμένο συνήθως με ίδιαν εργασία. Με ίδιον κόστος. Με ίδιον χαρακτήρα μα με σεβασμό στα σπίτια των διπλανών. Τότε που το σπίτι σου ήταν δικό σου. Συθέμελα. Και ακριβώς επειδή ήταν τόσο δικό σου, ήθελες να το μοιράζεσαι για να το χαίρεσαι διπλά. Ήθελες. Όχι έπρεπε. Ναι, κάποτε η ανθρωπότητα είχε σαβουάρ βίβρ.

Αυτό το σπίτι τότε αυτομάτως γινόταν και δικό μου και δικό της και δικό μας. Τους χωρούσε όλους, φίλους, γνωστούς και συγγενείς μέχρι τον ξένο, τον άγνωστο, τον αγύρτη. Ακόμα και τον εχθρό σου χώραγε καμιά φορά. Όλοι όμως έπρεπε πρώτα να περάσουν από αυτά τα κερκέλια. Να τα πιάσουν και να τα βροντήξουν δυο – τρεις φορές πάνω στην ξύλινη τοξοτή πόρτα. Έδιναν το σύνθημα για να γεννηθεί, εκ νέου, συναναστροφή.

Τόση συμπυκνωμένη καθημερινότητα, τόσες διαφορετικές σχέσεις, τόσα πάθη και τόση ζήση, έκρυβαν εντέλει αυτά τα κερκέλια ώστε από αυτά θέλησε και ο Διγενής να πιαστεί. Αυτά τον ένωναν με τη γη που έπρεπε να απαρνηθεί -χάριν του θανάτου- για να ανέβει στον ουρανό/να διπλωθεί να κάτσει/να δώσει σείσμα τ’ουρανού.

Για να μην ξεχάσει.

Για να μην ξεχνάμε.

Mε αγάπη,

ο Ηλίας (ο από πάνω).