"...δεν ήταν δυνατόν να κάτσω με σταυρωμένα χέρια και βγήκα αντάρτισσα"
Η αντάρτισσα Αγγελική Γκαραβέλου-Κουφάκη έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 101 ετών
Τούτες τις μέρες χάνουμε από κοντά μας γυναίκες που αν δεν ζούσαν ο κόσμος μας θα ήταν ακόμα πιο ζοφερός. Μετά την Κατίνα Τέντα-Λατίφη, ακολούθησε η Αγγελική Γκαραβέλου-Κουφάκη, αντάρτισσα του ΕΛΑΣ, η οποία έδρασε κυρίως στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, πληρώνοντας βαρύ τίμημα για τη συμμετοχή της στον αγώνα. Έζησε εκατόν ένα χρόνια, τα περισσότερα από τα οποία μαζί με τον αγαπημένο της σύντροφο, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν τρεις μήνες.
Η εγγονή τής Αγγελικής, Αγγελική Κουφάκη, μας έστειλε ένα σύντομο βιογραφικό, μαζί με μία συνέντευξη που είχε δώσει η γιαγιά της πριν χρόνια στον Κόκκινο Φάκελο, καθώς και τον επικήδειο που θα εκφωνήσει στην κηδεία της, γιατί η κηδεία αυτή αφορά, στην πραγματικότητα, όλες τις γενιές που ακουλούθησαν μετά τον εμφύλιο, όλες τις γενιές που θα ακολουθήσουν και μία ολόκληρη Ιστορία που ακόμα δίνει τη μάχη της να μη γείρει από την πλευρά τού εχθρού.
Την ευχαριστούμε θερμά -κι εκείνη και τη γιαγιά της για όσα μας έδωσαν. Είναι μεγάλη και η δική μας συγκίνηση, καθώς και το πείσμα αυτής της συνέχειας…
Σύντομο Βιογραφικό
Η Αγγελική Γκαραβέλου γεννήθηκε στην Κατούνα Ξηρομέρου στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Κόρη φτωχών αγροτών έδωσε από μικρή με την οικογένειά της την μάχη του ψωμιού. Το 1936 οργανώνεται στην ΟΚΝΕ όταν ο αδελφός της Θωμάς βρίσκεται σε φυλακές του Μεταξά για την συμμετοχή του στην κομμουνιστική νεολαία. Με τη δολοφονία του αδελφού της από τους αντάρτες του ΕΔΕΣ, εντάσσεται στον ΕΛΑΣ του 2/39 Συντάγματος. Εκεί τοποθετείται στον Ουλαμό γυναικών του συντάγματος υπεύθυνη του επισιτισμού. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας δέχεται επίθεση από δεξιούς μοναρχοφασίστες στο σπίτι της στην Αμφιλοχία. Οι φασίστες την μαχαιρώνουν στα πλευρά αλλά καταφέρνει να τους ξεφύγει και να επιβιώσει. Έζησε όλα τα υπόλοιπα χρόνια έως το θάνατο της με τον άνδρα της στην Αμφιλοχία Αιτωλοακαρνανίας.
Απόσπασμα από τον επικήδειο της εγγονής της, Αγγελικής Κουφάκη
……
Το πραγματικά σπουδαίο της ύπαρξης σου ήταν ότι το μεγαλείο σου δεν χρειαζόταν πολλές ιστορίες για να το μάθεις, αρκούσε να σε κοιτάξει κανείς στα μάτια και αυτή η ήσυχη και συνάμα αγέρωχη σου όψη απαντούσε στο τι σημαίνει να έχει ζήσει ο άνθρωπος την ζωή του περήφανα και αξιοπρεπώς, στο φως μακριά από τη σκοτεινιά.
Έζησες τον αιώνα σου, και μέσα σ’ αυτόν κρύβονται πολλές ζωές μαζί: η αγέρωχη αντάρτισσα, η σύντροφος – στήριγμα ζωής, η αληθινή μάνα, η πολυαγαπημένη γιαγιά, η μέχρι τέλους μαχήτρια της ζωής. Ήσουν όλα αυτά μαζί, Άνθρωπος στην ολότητα του.
Αν άκουγες τον Καζαντζίδη να το τραγουδά, να είσαι σίγουρη ότι δεν του έδωσες μία αλλά πολλές τούτου του κόσμου του γυάλινου για να σπάσει, βάζοντας έτσι το λιθαράκι σου για μια κοινωνία άλληνε.
Σε αποχαιρετούμε γνωρίζοντας ότι κάποτε θα γίνουμε όλοι χώμα – στάχτη, η ανθρώπινη όμως ύπαρξή σου θα μας θυμίζει παντοτινά ότι τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη μας ζωή..
Συνέντευξη Αγγελικής Γκαραβέλου- Νίκου Κουφάκη, δημοσιεύτηκε στο blog Κόκκινος Φάκελος στις 27 Αυγούστου 2011
Το σπίτι της κυρίας Αγγελικής Γκαραβέλου και του κύριου Νίκου Κουφάκη βρίσκεται σε έναν ήσυχο δρόμο στην παραλία της Αμφιλοχίας. Την πόρτα μας ανοίγει ο κύριος Νίκος με χαμόγελο «Σας περιμέναμε», μας λέει και αισθανόμαστε την ζέστη και την φιλοξενία των ανθρώπων του Βάλτου σε όλο της το μεγαλείο. Ξεκινάμε ρωτώντας την κυρία Αγγελική: «Πότε και πώς ξεκίνησαν όλα;»
– «Η δράση μου ξεκίνησε το 1936 μέσα στην δικτατορία του Μεταξά. Κατάγομαι από το χωριό Κατούνα και εκεί είχε μεταφέρει η δικτατορία ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης μελών της ΟΚΝΕ. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Νίκος Μπελογιάννης και ο αδελφός μου Θωμάς Γκαραβέλος. Τότε το καθεστώς είχε ξεκινήσει να διαλύει τις οργανώσεις της νεολαίας και θυμάμαι είχαν μαζέψει εκεί καμιά τριανταριά νεολαίους και τους έδερναν διαρκώς για σαράντα ημέρες. Στόχος τους ήταν να τους αποσπάσουν την δήλωση. Τότε ήταν που οργανώθηκα παράνομα στην ΟΚΝΕ από έναν φιλόλογο καθηγητή τον Λιαπάκη. Διαβάζαμε κρυφά τα βιβλιαράκια της ΟΚΝΕ τα βράδια με ένα λυχναράκι, μέχρι που πιάσανε και τον καθηγητή και διαλύθηκε και η οργάνωσή μας. Αργότερα αφήσανε και τον αδελφό μου τον Θωμά ελεύθερο. Επέστρεψε φυματικός και πήγαμε στο βουνό Περγαντί για να γίνει καλά και να αναρρώσει. Μετά ξεκίνησε ο πόλεμος.»
– «Πότε και πώς αποφασίσατε να περάσετε στον ΕΛΑΣ;»
-«Εγώ είχα ήδη τον αδελφό μου τον Θωμά αντάρτη του ΕΛΑΣ και τον ξάδελφό μου τον Δημήτρη, που ήταν καπετάνιος λόχου στο 2/39 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Ο Δημήτρης (Τάκης) Γκαραβέλος είχε κάνει και τέσσερα χρόνια φυλακή στην Αίγινα γιατί στον στρατό είχε τολμήσει να πει ότι το φαγητό ήταν κακό. Το περιστατικό που με έκανε να αποφασίσω να γίνω αντάρτισσα ήταν η δολοφονία του Θωμά. Ο Θωμάς φύλαγε σκοπός στο γεφύρι της Πλάκας. Παρά το ότι ο Άρης είχε συμφωνήσει με τον Ζέρβα την κατάπαυση των εχθροπραξιών, μισθοφόροι του Χούτα τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν. Αργότερα τον πέταξαν γυμνό για να τον βρουν οι αντάρτες. Έτσι κι εγώ όταν το έμαθα είπα πως δεν ήταν δυνατόν να κάτσω με σταυρωμένα χέρια και βγήκα αντάρτισσα.»
– «Μιλήσατε για μισθοφόρους του ΕΔΕΣ…»
– «Ήταν μισθοφόροι και πληρώνονταν με αγγλικές λίρες. Αυτοί ήταν μισθοφόροι του αρχηγού του ΕΔΕΣ στον Βάλτο, του Χούτα. Αυτοί δεν είχαν πατρίδα, και με τους Γερμανούς συνεργάζονταν και με τους Άγγλους. Όλα τα έκαναν για το χρήμα που τους δίνανε. Το μόνο που θέλανε ήταν να μας διαλύσουν εμάς για να κάνουν ό,τι θέλουν ανενόχλητοι.»
-«Πού τοποθετηθήκατε στον ΕΛΑΣ;»
– «Πήγα στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ στο Χαλκιόπουλο. Εκεί εντάχθηκα στην διμοιρία γυναικών του 2/39 Συντάγματος. Επικεφαλής ήταν κάποια «Τζένη» από το Αγρίνιο. Εμάς τις γυναίκες μας τοποθέτησαν στην ΕΤΑ (Επιμελητεία Του Αντάρτη). Εκεί είχαμε στην ευθύνη μας την κατασκευή υποδημάτων από δέρματα ζώων και τον επισιτισμό. Αργότερα, μας έδωσαν και όπλα και μας εκπαίδευσε κάποιος Σαρλής. Τοποθετηθήκαμε τότε στον ουλαμό γυναικών Αμφιλοχίας. Μετά βέβαια έγινε η Βάρκιζα και ο ΕΛΑΣ διαλύθηκε…»
-«Πώς θυμάστε σήμερα την ζωή σας ως αντάρτισσα;»
-«Τι να σου πω; Αξέχαστα χρόνια! Αξέχαστοι αγώνες! Τραγουδούσαμε κάθε μέρα τραγούδια του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ. Μαθαίναμε νέα από τις νίκες του ΕΛΑΣ και ενθουσιαζόμασταν. Όταν πια μάθαμε και για τις νίκες του Κόκκινου Στρατού, εκεί πια, λέγαμε: Πάει τώρα θα ελευθερωθούμε κι εμείς.»
-«Οι οικογένειές σας στην Κατούνα δεν δέχτηκαν αντίποινα;»
-«Αν δέχτηκαν λέει; Υπέφεραν. Είχαν μπει στην Κατούνα πέντε-έξι κουκουλοφόροι δοσίλογοι των Γερμανών και μάζεψαν επτά παλικάρια του χωριού. Τα μετέφεραν και τα εκτέλεσαν με του 120 στο Αγρίνιο. Τους γονείς μας, γέροντες ανθρώπους, τους έπαιρναν και τους κάνανε φάλαγγα μέχρι το βράδυ για να πουν που είμαστε. Τους φέρνανε την νύχτα και τους πετάγανε στους δρόμους κι εκείνοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν και φώναζαν σαν τα μοσχάρια στην σφαγή. Μετά, σε μια άλλη περίπτωση, είχαν μπει οι Γερμανοί στο χωριό και έκαψαν οκτώ σπίτια αγωνιστών του ΕΛΑΣ. Έκαψαν το δικό μας, του γιατρού Ζέλου, του δάσκαλου Νώντα Μπουμπούλη, του Γιώργου Τίτου και άλλων αγωνιστών. Πιο φοβερό ακόμα ήταν όταν σε συλλάμβαναν, που σε στήνανε μπροστά από έναν προβολέα και σε ρώταγαν «παρτιζάν;» για να τους πεις που κρύβονταν αντάρτες.»
– «Θέλετε να μας πείτε και τώρα και κάποια πράγματα για την εποχή της Βάρκιζας;»
-«Με την συνθήκη της Βάρκιζας μας έδωσαν εντολή να παραδώσουμε τα όπλα μας. Η παράδοση έγινε στο κτίριο που σήμερα είναι η ψησταριά του Θεοδωρέλου. Ερχόμασταν ένας ένας και τα παραδίδαμε με κλάματα στα μάτια. Πιστεύαμε τότε στην ειρήνη, ότι δηλαδή δεν υπήρχε πια λόγος να τα κρατάμε, ότι τώρα θα ζούσαμε ειρηνικά και πιο δίκαια. Τότε ήταν που οι χίτες και οι ΕΔΕΣίτες άρχισαν και να οργανώνονται.»
Τον λόγο παίρνει ο κύριος Νίκος και μας εξιστορεί ένα από τα πρώτα περιστατικά βίας στην περιοχή.
-«Θυμάμαι ένα περιστατικό το 1945. Ήταν μέσα στην Αμφιλοχία, ο Αριστείδης Νικολάου, μέλος του ΕΑΜ και πούλαγε την «Φωνή του λαού». Τότε του επιτέθηκε ο δεξιός Γόγολος με ένα ξύλινο μπαστούνι και του το έφερε στο κεφάλι. Το χτύπημα του άνοιξε το κεφάλι. Δεν σταμάταγαν τα αίματα…»
Γυρνάμε ξανά στην κυρία Αγγελική. Γνωρίζουμε ότι υπέφερε διώξεων στην μεταβαρκιζιανή περίοδο. Η ερώτησή μας βγαίνει διστακτικά αλλά η απάντησή της είναι άμεση, σε τόνο καταγγελτικό. Τόνο που μονάχα οι συνειδητοποιημένοι αγωνιστές δύνανται να έχουν μπροστά σε τέτοια γεγονότα…
– «Η οικογένειά σας και εσείς πώς αντιμετωπίσατε την κατάσταση της τρομοκρατίας;»
– «Ένα βράδυ μπήκαν χίτες και ρουφιάνοι του ΕΔΕΣ από το παράθυρο στο δωμάτιό μου. Εγώ κοιμόμουν και εκείνοι με μαχαίρωσαν στον ύπνο μου στα πλευρά. Επέζησα και με μετέφεραν στο νοσοκομείο στο Αγρίνιο. Και τα μικρά μου αδέρφια, ετών οκτώ και δώδεκα, τράβηξαν πολλά. Δεν τα άφηναν να προκάμουν. Ήταν αυτά αετόπουλα στην κατοχή. Αν έκαναν ότι έβγαιναν από το σπίτι, τα έδερναν και τα πετροβολούσαν και μετά έρχονταν και πετροβολούσαν και το σπίτι μας. Κεραμίδι δεν μας άφησαν άσπαστο.»
-«Ποιοι σας τα έκαναν αυτά;»
Η κυρία Αγγελική διστάζει να μας πει. Ίσως η μνήμη ή ίσως η απέραντη σεμνότητά της…
– «Δεν θυμάμαι ήταν πολλοί»
-« Ο ξάδερφος σας Δημήτρης Γκαραβέλος τι απέγινε;»
-« Ο Δημήτρης βγήκε με μια ομάδα καταδιωκόμενων ξανά στα βουνά. Μαζεύτηκαν στην περιοχή του Βουστρίου. Εκεί το 1945 ή το 1946, μια μεγάλη ομάδα τραμπούκων, ΕΔΕΣιτών και χωροφυλάκων τους έστησε ενέδρα. Κατάφεραν και τους διέλυσαν και έκοψαν τα κεφάλια του Γεροδήμου και άλλων πολλών και τα έβαλαν σε τάβλες στην Κατούνα να τα βλέπει ο κόσμος. Από εκεί ο Δημήτρης κατάφερε και γλίτωσε. Κρύβονταν μετά σε λαγκαδιές. Μια μέρα πήγε η μάνα του κρυφά να τον δει. Τρόμαξε να τον γνωρίσει. Είχε να φάει σαράντα ημέρες και τα γένια του είχαν φτάσει μέχρι την μέση του. Από εκεί η οργάνωση του Αγρινίου κατάφερε και τον μετέφερε μέσα στο Αγρίνιο. Τον έκρυβαν σε ένα σπίτι, μέχρι που μετά από προδοσία τον συνέλαβαν και τον μετέφεραν στις φυλακές Κεφαλονιάς. Τον εκτέλεσαν στις 29/08/1948 μαζί με τον Νίκο Παπαζέκο.»
Η κυρία Αγγελική συνεχίζει τον μακρύ οικογενειακό κατάλογο της θυσίας…
– «Εκτός από τον Δημήτρη σκότωσαν και τον γαμπρό μου. Τον άνδρα της αδερφής μου. Τον έλεγαν Ανδρέα Κάτρη. Του την είχαν στημένη την ώρα που πήγαινε να ποτίσει τα ζώα του. Έκοψαν το κεφάλι του και το κρέμασαν στην Κατούνα..»
Σαν να θέλει να στηρίξει την σύντροφό του στην δύσκολη εξιστόρησή της, ο κύριος Νίκος, συνεχίζει αυτός την ματωμένη ιστορία της λευκής τρομοκρατίας στον Βάλτο.
-« Τα περιστατικά σαν και αυτό ήταν πολλά στην Κατούνα. Μέσα στο χωριό, οι ΕΔΕΣίτες Σωτήρης και Γιώργος Μαυρομάτης, Δημήτρης Στραβοκέφαλος, Γιώργος Κεραμίδας και Αθανάσιος Κολίδας, δολοφόνησαν τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, Τάκη Γκαραβέλο (άλλο μέλος της οικογένειας), Τάκη Καρούζο και Επαμεινώνδα Μπουμπούλα. Ο Κολίδας μάλιστα, είχε μείνει γνωστός για το ότι πέταγε χειροβομβίδες μέσα στα καφενεία όταν έβλεπε σε αυτά αριστερούς και τον φώναζαν «ασαλάγωτο» για το ότι δεν τον κυνήγησαν ποτέ οι αρχές. Άλλο περιστατικό έιναι η σφαγή της Μεγάλης Παρασκευής στην Κατούνα. Ήταν 19 Απριλίου του 1946. Οι δεξιοί Τραμπούκοι Πάνος Λούτζης, Μαυρομάτης και Κολίδας, επιτέθηκαν με χειροβομβίδες στο σπίτι της οικογένειας Μπουμπούλη την ώρα που η οικογένεια κάθονταν στο τραπέζι. Από την οικογένεια σκοτώθηκαν οι: Αριστείδης Μπουμπούλης ετών 62, Ελένη Συλιγώτου ετών 52, Κωνσταντία Μπουμπούλη ετών 22 (κόρη), Αθανασία Μπουμπούλη, Ευσταθία Μπουμπούλη και τραυματίζεται ο Νίκος Μπουμπούλης. Οι δράστες δεν πιάστηκαν ούτε αναζητήθηκαν από τις αρχές.»
Ο κύριος Νίκος συνεχίζει ακάθεκτος
– «Μια ακόμα περίπτωση είναι η σφαγή στο κρατητήριο Κατούνας. Εκεί οι τραμπούκοι Ζέλος, Μαυρομάτης και Κολίδας, εισέβαλαν ανενόχλητοι στο κρατητήριο και δολοφόνησαν τους ΕΛΑΣίτες Θεόδωρο Καρύδα και Γιάννη Παπακωνσταντή. Αργότερα, οι ίδιοι τραμπούκοι μαζί με το γνωστό αρχιτραμπούκο Παλούκη, δολοφόνησαν στο Βούστρι, τους αντάρτες Φώτη και Γιώργο Πουρνάρα. Τους έκοψαν τα αυτιά και τα χέρια με φαλτσέτες και του έβγαλαν τα δόντια.»
Ρωτάμε τώρα τον κύριο Νίκο Κουφάκη για την δική του δράση τα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου.
-«Εγώ δεν μπορώ να πω ότι έδρασα όσο η σύζυγος μου. Θα ήταν ψέμα. Πάντα όμως συμπαθούσα αυτούς τους ανθρώπους. Είχαν μια άλλη ποιότητα. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί από την Αμφιλοχία, εγώ ήμουν οργανωμένος στην ΕΠΟΝ. Ήρθαμε τότε στην Αμφιλοχία και ανεβάσαμε ένα θεατρικό έργο στο κτίριο της σημερινής Alpha Bank. Εγώ θυμάμαι τότε είχα παίξει τον Μπαλωμένο και θυμάμαι και μιαν ατάκα του έργου που εγώ έλεγα: «Θα σας φτιάξουμε και γέφυρες και ποτάμια…» Ήμασταν γεμάτοι ενθουσιασμό τότε. Είχαμε πάρει με κάποια παιδιά της ΕΠΟΝ λίγο κρασί από την Λευκάδα και τραγουδούσαμε το «ΕΑΜ ΕΑΜ φωνή λαού» στα καφενεία.»
– «Ο εμφύλιος που σας βρήκε;»
– «Με βρήκε φαντάρο στην Αθήνα. Πολύ δύσκολες εποχές.»
-«Και αργότερα;»
-«Αργότερα γνώρισα την Αγγελική και παντρευτήκαμε. Άνοιξα ένα μαγαζί με υφάσματα και εκτελούσα και παντός είδους ραπτικές εργασίες. Δουλέψαμε δύσκολα μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Τακτικά μας έστελναν τους διοικητές και τους χωροφύλακες στο μαγαζί για να μας σπάσουν το ηθικό. Δεν τα κατάφεραν.»
Ο κύριος Νίκος δεν βρίσκει αξία στο να τα σημειώσουμε όλα αυτά. Γιατί όμως, αφού και η πάλη για το ψωμί είναι κι αυτή ηρωική και δύσκολη ειδικά όταν γίνεται με σεμνότητα και ήθος.
-«Εργαστήκαμε μέχρι τα 75. Τις παραδοσιακές στολές του χορευτικού παραδοσιακών χορών της Αμφιλοχίας τις έραψα εγώ. Είναι μπλε σκούρο, πολύ όμορφες. Ζήσαμε όσο καλύτερα μπορέσαμε και ‘μεις και τα παιδιά μας. Τώρα οι καιροί είναι δύσκολοι ειδικά για εσάς τους νέους. Σας εύχομαι ένα καλό μέλλον…»
Στο σαλόνι του σπιτιού του κυρίου Νίκου και της κυρίας Αγγελικής κρέμεται σε περίοπτη θέση μια φωτογραφία από το αντάρτικο. Εικονίζεται με στολή η κυρία Αγγελική. Ο κύριος Νίκος φαίνεται κρυφά περήφανος για την φωτογραφία αυτή. Άλλωστε παντρεύτηκε μιαν αντάρτισσα. Πιο δίπλα ποζάρει χαμογελαστό το ζεύγος. Χώρεσαν μέσα σε τόσες δυσκολίες μιαν αγαπημένη ζωή κι αυτό είναι ο ομορφότερος επίλογος που μπορούμε να γράψουμε.
Ζητάμε από την κυρία Αγγελική, πριν φύγουμε, να τραβήξουμε την φωτογραφία της με την στολή.
«Ναι, αλλά από την μέση κι επάνω» μας λέει. «Άσε απ’ έξω το πιστόλι. Σιχάθηκα να το βλέπω πια».
*στην κεντρική εικόνα, η κυρία Αγγελική Γκαραβέλου με την στολή της