Μικρές ιστορίες δήλωσης υποτέλειας στο κράτος
Σε ένα hommage στον Θόδωρο Αγγελόπουλο
Μπορεί να μην επαναλήφθηκε το εξόχως χυδαίο «Εγέρθητω!» αλλά είναι πολύ μικρή η απόσταση από μια άλλη εντολή που πήραμε σε εκδήλωση στο Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, χθες 31 Γενάρη, για τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο: «Και τώρα, να σηκωθούμε όλοι όρθιοι, γιατί περνάει η Πρόεδρος της Δημοκρατίας».
Και θα ήταν μια σχολαστική λεπτομέρεια άνευ αξίας σχολιασμού, αν δεν είχε σηκωθεί κανείς ή αν το γεγονός αποτελούσε από πλευρά μας μια κάποια επίδειξη «αστικών καλών τρόπων συμπεριφοράς» που οφείλουμε ως καλοαναθρεμμένα παιδιά της δυτικής κουλτούρας να έχουμε, αν δυστυχώς δεν επιβεβαίωνε πως μπρος στην συνεχόμενα επιβαλλόμενη «λουδοβικανή» κουλτούρα των ημερών μας, το 80% των ανθρώπων κάνανε πράξη δίχως αμφισβήτηση μια τέτοια διαταγή. Η λεπτομέρεια ενός μικρού συμβάντος, λοιπόν, μετατράπηκε σε μια τραγικότητα της συνειδησιακής μας κατάστασης.
Μια διαταγή που μεταφράζει εξ’ ορισμού τους δέκτες της σε υπόδουλους, πανέτοιμους να υποδεχτούν και να αποδεχτούν ανερυθρίαστα την παραπάνω θέση τους μπρος σε αυτοδιορισμένους ανώτερους και ως εκ τούτου δεκτικοί να ταϊστούν, μέρες που είναι, σκουριασμένα και βαλσαμωμένα εθνικά αφηγήματα για εθνικές ενότητες και εθνικές συμφιλιώσεις. Αφηγήματα που βρήκανε από καθέδρας να προσάψουν και να χρεώσουν στον πλέον εθνικά «αναρμόδιο». Στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Κατά αυτόν τον τρόπο, το τραγικό μετατρέπεται σε γελοίο. Αλλά από το κοινό, φυσικά σιωπή. Πώς όμως να συντηρήσεις την ιδιότητα του κοινού όταν από την μία δέχεσαι την εντολή και από την άλλη το δασκάλεμα; Οι ακόλουθοι, κοινώς, σιωπούν.
Μια τόσο δα διαταγή χρειάστηκε για να διαφανεί πως την συνταγματική έννοια του πολίτη της χώρας, επισήμως κάποιοι τη μεταφράζουν σε «οπλίτη» που οφείλει να ακολουθεί εντολές και να επιτελεί τον ρόλο του: την συνειδητή απώλεια της αξιοπρέπειας του ή το μακιγιάρισμα της και με ρούχα αυλικών και γελωτοποιών που οι άρχοντες απολαμβάνουν. Και θα μπορούσε να πει κάποιος, σιγά πώς κάνεις έτσι, κάτι το τυπικό ήταν. Τυπικότητα ωστόσο είναι και κάτι άλλο, που εμπεριέχει ουσιαστικότητα: ότι η θέση του/της ΠτΔ, είναι να διαφυλάττει, εφόσον δεν αρέσκεται προσωπικά ο φορέας της για κάτι τέτοιο, κάποιες τόσο γνωστές συνταγματικές ρήσεις που παπαγαλίζουμε ήδη από το σχολείο. Θα έπρεπε να είχε ενημερωθεί, πριν δωθεί μια τέτοια εντολή, πως στις κατ’ όνομα «δημοκρατίες», τα προσωπικά γούστα μπαίνουν στην μπάντα. Η θέση του ΠτΔ αποτελεί δοσμένο ρόλο. Και κυρίως θεσμικό. Ρόλο, που ας σημειώσουμε, δεν ισχύει δια βίου, που δεν στον χαρίζει μια κάποια υπέρτατη θεότητα αλλά ρόλο νομικά πεπερασμένο, χρονικά οριοθετημένο, ποιοτικά συμβολικό, τυπικό και ενίοτε διακοσμητικό. Ουσιωδώς όμως απολύτως υποταγμένο, μιας και καθώς φαίνεται αρέσουν τέτοιες έννοιες και τέτοιες συμπεριφορές στο δημόσιο διάλογο, σε μια πρώτη πρώτη συνταγματική αρχή: την λαϊκή κυριαρχία.
Σε αυτόν τον τόπο, τίτλοι, αξιώματα, ευγένειες και διακρίσεις δεν ισχύουν, status δικαιωματικά μπορούν και να χλευάζονται, ο καθένας είναι ίσος με τον άλλον, εξού και ο χλευασμός σε όποιον ξεπερνάει αυτό το όριο.
Τι συζητάω ωστόσο; Άλλωστε είναι γνωστό το δόγμα της «υποταγής στην εξουσία» στις μέρες μας. Αλλά θέλει πολύ θράσος και κυνισμό να θεωρεί ο οποιοσδήποτε δεδομένο ότι στην καθημερινότητα μας οφείλει να ισχύει και να γίνεται επιτρεπτή μια εκπλήρωση εκ μέρους μας αυτοκρατορικού τύπου χρηστών ηθών, μια μεσαιωνική ιδεοληψία περί ιεραρχίας «κυρίαρχων και υποτελών» με την επίσημη βούλα του ελληνικού κράτους στο 21ο αιώνα. Εφόσον φυσικά λείπουν και δεν δρούνε στα κεφάλια μας οι γνωστές άνωθεν επιβολές υπό την απειλή γκλοπ ή άλλης πιο «νομότυπης» ποινής.
Το επίσημο κράτος αντιθέτως θα έπρεπε να επιδείξει ένα καλύτερο τακτ: να σεβαστεί έστω τυπικά, και κάποια στιγμή, τον λαό, στον οποίο αναφέρεται. Θα έπρεπε να γνωρίζει πως ούτε υποχρέωση, ούτε δικαίωμα στην υποτέλεια υπάρχουν ή είναι κατά κάποιο τρόπο θεσμοθετημένα. Γνωρίζουμε, όπως και γνωρίζουν ωστόσο, πως η δυναμική της συνήθειας στην υποταγή έχει μακρύ παρελθόν και είναι εγγεγραμμένο εγγενώς στη μαζική ψυχολογία. Δυστυχώς.
Δεν θα συζητήσω εδώ κατά πόσο θα αποφασίσω εγώ, ο δίπλα, ο οποιοσδήποτε να σηκωθεί όρθιος και να χειροκροτήσει επι ένα τρίωρο τον «Θίασο» ή αν ο Werner Herzog σκυφτός φιλάει συγκινημένος τα πόδια του Αγγελόπουλου για το έργο του. Ως πράξη ανθρώπινη μπρος στο ανθρώπινο μεγαλείο της τέχνης ή και στην οικειότητα αυτής το μεταφράζω, που όσο πολιτισμικά εξηγείται και δικαιολογείται τόσο πολιτισμικά θα σβήσει κλιμακωτά μην αφήνοντας κάποια στιγμή χνάρια στην ιστορία. Άλλο όμως οι πολιτισμικές συνήθειες και άλλο οι κρατικά επιβαλλόμενες διαταγές.
Το χθεσινό συμβάν ήταν εκτός των άλλων μια αισχρή τυμβωρυχία. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος μάλλον μας κοίταζε, όπως ήταν σιωπηρός καθώς εκτυπωμένος στην αφίσα της εκδήλωσης, αλλά εγώ τον έβλεπα οργισμένο. Οργισμένο για το παρελθόν όπως και, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, χυδαίο μας παρόν. Και αν κάποιους δεν τους οργίζει να τους μετατρέπουν σε φετιχιστές, τουλάχιστον να τους λυπεί η θλιβερή τους θέση υπακοής στο πρώτο ψέλλισμα του πρώτου τυχόντα. Δεν αναρωτιέμαι τι θα συνέβαινε αν είχανε βγει και οι σάλπιγγες.
ΥΓ. Το επίσημο κράτος, επιπλέον εφήυρε πως αυτό που λάμπει στον πυρήνα του έργου του Αγγελόπουλου είναι ότι είχε απαλλαχτεί από «ιδεολογικές γενικότητες», φράση-ορισμός της άνευ περιεχομένου γενικότητας και που τελικά δεν μπόρεσε το ίδιο ιδεολογικά να απαλλαχτεί. Αλλά τι σημασία έχει, όταν η δουλίτσα έχει επιτευχθεί; Διερωτώμαι ωστόσο. Πώς να φέρουνε στα μέτρα τους, αυτόν που υπενθυμίζει απολύτως και επιβεβαιώνει ιδεολογικώς συγκεκριμένα πως ακόμα στις θέσεις εξουσίας είναι οι ίδιοι και απαράλλαχτοι εκείνοι «Κυνηγοί» που τους στοιχειώνει το αιματοβαμμένο σώμα της Ιστορίας μας, 80 και βάλε χρόνια μετά;