Μικρή πατρίδα, τέλος μου κι αρχή…
[πρόχειρες σημειώσεις για τον πατριωτισμό και την κοινωνική ελπίδα…γ΄μέρος]
«Ανάμεσα σε τόσα έμπνεα μάρμαρα / σε τόσον πηλό εμφυσημένου πνεύματος / σε τέτοια παρουσία ανθρώπων από χιλιετηρίδες / σ’ αυτή τη διαρκή αποκάλυψη της Αγάπης / ολόκληρη τη μέρα ειδωλολάτρης / χαρισμένος του Απόλλωνα / και τη νύχτα, τη νύχτα / ένας Διόνυσος Χριστιανός / τον κόσμο ανακάλυπτα / δοκιμαζόμουνα από τον κόσμο / τον κόσμο! τον κόσμο! / Αυτό το αειθαλές, αυτό το αειπάρθενο / ξάφνιασμα των αισθήσεων / την αέναη τούτη του πνεύματος έκσταση» [Γ. Νεγρεπόντης, «Φυλάττειν Θερμοπύλας»]. ‘
Έτσι ακριβώς! Το πρόσωπο του ανθρώπου όπως πλάθεται συνθετικά εντός των παραδόσεων της κοινότητας. Καμιά μεταφυσική, τίποτα το δήθεν«αιώνιο της ιδέας».. απλώς, ένα συλλογικό έργο ως εξελισσόμενο πλαίσιο υπάρχειν και συνεπώς ως υπαρκτικό πεδίο αναφοράς που καθορίζει και χρέη και τρόπους και συγκινήσεις. Είναι «έμπνεα» τα μάρμαρα, γιατί κάνουν τέχνη την κοσμοθεωρία και τις αρχετυπικές συντεταγμένες του καλλιτέχνη που μορφοποιεί το αόρατο συλλογικό.
«‘Εμφυσημένο πνεύμα», καμιά τεχνοκρατία των «κοινωνικών διαδικασιών», αλλά απηχήσεις του συλλογικού ασυνείδητου που γίνονται «μορφή» και έτσι γίνονται σχολείο, έμπνευση, πρότυπο, μέσω των οποίων μεταβιβάζονται οι αξίες και οι σημασίες και αναπλάθεται αέναα η κοινότητα. Η πατρίδα είναι ο «χώρος» όπου οι δεσμοί συντάσσουν το συγκεκριμένο τους, για να «ανακαλύψουν τον κόσμο» και να «δοκιμαστούν από τον κόσμο»: δεν είναι, λοιπόν, μια άχρονη «αντικειμενική» και διαχωρισμένη οντότητα, αλλά ένα συλλογικό υποκείμενο που μέσω της συλλογικότητάς του μετέχει στον κόσμο και γίνεται κόσμος. Καμιά σχέση αυτά τα στοιχειώδη της ιστορίας και της ζωής με τις σκοτεινές κανιβαλικές ιδεοληψίες του εθνικισμού / φασισμού αλλά και με τις ατομοκεντρικές αστικές φαντασιοπληξίες του ανόητου κοσμοπολιτισμού. Μόνο αυτή η πατριωτική συνείδηση μπορεί να «φυλάττειν Θερμοπύλας», να κάνει επαναστάσεις, να ανατρέπει ολοκληρωτισμούς, να γράφει ποίηση πανανθρώπινη, να δημιουργεί καθολικούς ανθρώπους που νιώθουν το ανθρώπινο και αγωνίζονται και αυτοπροσφέρονται. Οι όποιες στρεβλώσεις του αληθινού δεν αίρουν την ωκεάνια δύναμη της ποιότητάς του.
«Σ’ αυτή τη γη έχουμε / ό, τι δίνει αξία στη ζωή μας :
το δισταγμό του Απρίλη /τη μυρωδιά του ψωμιού την αυγή
τη ματιά της γυναίκας στους άντρες [….]
το ξεκίνημα του έρωτα, /πάνω στην πέτρα το χορταράκι / τις μανάδες
που ζουν με την ανάσα του φλάουτου/ και το φόβο των εισβολέων για τη μνήμη
[….] το σύννεφο που αλλάζει χιλιάδες μορφές
το χειροκρότημα για κείνους που χαμογελούν στο θάνατο
τον τρόμο του δυνάστη για τα τραγούδια[…]
[Μαχμούτ Νταρουίς, Παλαιστίνιος ποιητής, «Ένα τραγούδι για τη Γάζα»]
Εδώ είναι όλη η αποθησαυρισμένη συγκίνηση της πατρίδας, το καθόλου θεωρητικό νόημά της, το χειροπιαστό και άμεσο συναισθηματικό βάθος του βιώματός της. Ο ποιητής ενός λαού που χύνει ποτάμια αίμα για μια πατρίδα, εικονογραφεί το περιεχόμενο του «ορισμού» εις πείσμα των άνυδρων εγκεφαλικών αρνητών της πατρίδας. Πρώτα η γη, ο τόπος όπου ανθίζει ό, τι δίνει αξία στη ζωή! Γιατί η αξία, η νοηματοδότηση, δεν είναι εκπαιδευτική διαδικασία μετάδοσης πληροφοριών, αλλά συναίσθηση συμμετοχής σε έναν κόσμο που «έρχεται από μακριά και πάει μακριά». Η πατρίδα είναι «χώμα και ψυχή», δηλαδή Δημιουργία εντός της ιστορίας αλλά και εντός της συνείδησης. Οι Παλαιστίνιοι δεν πεθαίνουν για κάτι αφηρημένο, αλλά για το συγκεκριμένο της ψυχής τους. Από τον Μαραθώνα μέχρι τον Γοργοπόταμο, κι από τις μεσαιωνικές εξεγέρσεις των χωρικών μέχρι τους Αζτέκους και μετά τον Μπολιβάρ, οι λαοί, οι ψυχικά ενωμένοι /«ομαδοποιημένοι» απλοί καθημερινοί άνθρωποι, συμπολεμούν-ως συνονειρευτές και συμπάσχοντες και συμμοχθούντες-για να υπερασπίσουν τη γη τους, δηλαδή το «χώρο» όπου δημιουργούν το χρόνο τους ως εξέλιξη δεσμών και παραδόσεων και τρόπων και συνηθειών. Η πατρίδα είναι, κατά τον Νταρουίς, κατά το ανάγλυφο βίωμα ενός ηρωικού λαού, η φύση, η επιβίωση, ο έρωτας, η τεκνοποιία, η τέχνη, οι παραδόσεις, η ελευθερία, η αντίσταση. Για τους απάτριδες ψευδοπροοδευτικούς «πατρίδα» είναι ο Κασιδιάρης: ναι, όπως ακριβώς οι ίδιοι είναι η «οικουμενική αίσθηση» του διευθύνοντος συμβούλου της Adidas! Ηλίθιοι εθνικιστές και άκριτοι «διεθνιστές» συμπράττουν σε μια παραχάραξη που αφαιρεί από τους λαούς το μόνο οχυρό δημιουργικής αντίστασης.
«Οι ξένοι κατακτητές και οι ντόπιοι αιματορουφηχτάδες ένα σκοπό έχουνε. Να μας λυγίσουνε τις ψυχές κάτω από τα χτυπήματα της συμφοράς, να σπάσουνε τα ζωτικά νεύρα της ζωής μας, να τσακίσουνε την ψυχική μας αντίσταση, να μας κάνουν να δεχτούμε τη μαύρη μοίρα που μας ετοιμάζουνε, να μας ρίξουνε στην απελπισία και στη μοιρολατρία. Μα ο λαός αυτός μ ε τ η ν τ ρ ι σ χ ι λ ι ό χ ρ ο ν η ι σ τ ο ρ ί α, που πέρασε μέσα σε τόσες συμφορές χωρίς να χάσει ποτέ την ελπίδα και τη δύναμη της άρνησης απέναντι σε κάθε κατακτητή, δεν θα λυγίσει και τώρα και δεν θα απελπιστεί. Και τώρα ολόψυχα ενωμένος, θ α ρ ι ζ ώ σ ε ι σ τ ο χ ώ μ α τ ο ε λ λ η ν ι κ ό κ α ι σ τ η ν ι σ τ ο ρ ί α τ η ν ε λ λ η ν ι κ ή, και με ατσαλωμένη την ψυχή θα αντιτάξει στους τυράννους το «όχι», το «όχι» το οριστικό και αμετάκλητο. Και αυτό πραγματικά κάνει» [Δημήτρης Γληνός, «Τι είναι και τι θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο», Σεπτέμβριος 1942].
Ω αυτοί οι «παλιοί μαρξιστές», πόσο κάνουν «άκυρους» τους σημερινούς της ψευδοαριστερής «σκέψης»! Βρε βρε! «τρισχιλιόχρονη ιστορία»(δηλαδή και το Βυζάντιο μέσα..)..και ποιο «υποκείμενο» την έχει αυτή την ιστορία; μήπως διάφορα «υποκείμενα» κάνουν μια ιστορία; ή μήπως κάποιος «εξαφανισμένος»(εκτουρκισμένος ή εκσλαβισμένος, ας πούμε..) ελληνισμός θα επέτρεπε στον Γληνό να εκφραστεί έτσι; Ο Γληνός θεωρεί αυτονόητο ότι υπάρχει «ελληνικό έθνος», που διατρέχει την ιστορία με την ξεχωριστή του ταυτότητα(για «ψυχές» μιλάει..), που ζει σε «χώμα ελληνικό» και που έσχατη αυτοαναγνωριστική αναφορά του είναι η «ιστορία η ελληνική»! ‘Όχι, δεν είναι ο Μιχαλολιάκος..είναι ο Γληνός και είναι το «ιδεολογικό πλαίσιο» του ΕΑΜ, και είναι ο γνήσιος αριστερός λόγος της πατριωτικής αυτοσυνειδησίας και ηθικής που έβαλε μπουρλότο στη λαϊκή ψυχή του 40 και σήκωσε την αυλαία του έπους της Εθνικής Αντίστασης.
Θα πουν ότι οι επικλήσεις του Γληνού αντιστοιχούν σε περίοδο ξένης κατοχής, οπότε η φόρτιση είναι διαφορετική και η παράδοση είναι χρήσιμη για ένα λαϊκό συναγερμό, κάτι που-θα πουν..-δεν ισχύει σήμερα. Μα το ουσιώδες βρίσκεται ακριβώς στην επίκληση, στο ορισμένο της περιεχόμενο. Ο Γληνός εκφέρει λόγο αμιγώς πατριωτικό, και μάλιστα με αποχρώσεις «εθνοκεντρικές»! Τρισχιλιόχρονη ιστορία, εθνική συνέχεια, ψυχή, χώμα! Ο Γληνός απηχεί τη σοβαρότητα της «παλιάς αριστεράς», της προ Μετανεωτερικότητας, και γνωρίζει καλά ότι το «κοινωνικό» δε μπορεί να υπάρξει και να εννοηθεί παρά μόνο εντός υπερκοινωνικών πολιτισμικών συνεταγμένων(κάτι, άλλωστε, που ακόμα και ο Γκράμσι το έθετε, κι ας κάνουν τους ξεχασιάρηδες οι αυτόκλητοι «επίγονοι»..). Η πατρίδα, και έτσι «κουτσουρεμένη» στο ξυλοκρέβατο του «έθνους-κράτους», παραμένει η έσχατη αναφορά για μια ρεαλιστική πολιτική.
Είναι ο Μαρξ που γράφει (επιστολή στον ‘Ενγκελς, 10 Δεκεμβρίου 1869, σχετικά με το «ιρλανδικό ζήτημα») : «Εντελώς ανεξάρτητα από κάθε “διεθνιστική” και “ανθρωπιστική” φρασεολογία περί “δικαιοσύνης στην Ιρλανδία” – διότι, βέβαια, αυτό είναι αυτονόητο στο Συμβούλιο της Διεθνούς-το άμεσο απόλυτο συμφέρον της εργατικής τάξης της Αγγλίας είναι ν α κ ό ψ ε ι τ ο υ ς σ η μ ε ρ ι ν ο ύ ς δ ε σ μ ο ύ ς τ η ς μ ε τ η ν Ι ρ λ α ν δ ί α[…]Η αγγλική εργατική τάξη δε θα καταφέρει να κάνει τίποτα, εφόσον δεν θα έχει απαλλαγεί από την Ιρλανδία».Οι «εθνικές σχέσεις», προφανώς εννοούμενες στο όλον τους, προτάσσονται ως ρυθμιστικό κριτήριο για την χάραξη πολιτικής. Η ταξικότητα συναρτάται άμεσα με το εθνικό. Ο «αντιδραστικός» Μαρξ δείχνει το δρόμο στους αυτάρεσκους κρετίνους της σύγχρονης ψευδοαριστεράς.
Το «κοινωνικοταξικό» και το «ιδεολογικοπολιτικό» μόνο ως εθνικό-κοινωνικοταξικό και εθνικό-ιδεολογικοπολιτικό ισχύουν! Η Κομμούνα του Παρισιού, αυτό το πρώτο ιλιγγιώδες «πείραμα» εργατικής δημοκρατίας, γεννήθηκε μέσα στην κρίση του πατριωτισμού, όταν η Γαλλική αστική τάξη παρέδωσε ουσιαστικά τη Γαλλία στους Πρώσους. Η παρισινή εργατική τάξη, ο φτωχός λαός της πολιορκημένης πρωτεύουσας, πήρε στα χέρια του την εθνική αξιοπρέπεια και μετέτρεψε έναν εθνικό πόλεμο σε εμφύλιο ακριβώς υπό το κίνητρο της πατριωτικής φιλοτιμίας που μόνο ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός μπορούσε να αποκαταστήσει στη δίκαιη και παρθένα ουσία της. Ο Γληνός βλέπει καθαρά το περιεχόμενο και το βάθος της λαϊκής συνείδησης και μιλάει στην καρδιά των ανθρώπων. Υπερασπίζομαι εκείνο που νιώθω δικό μου και πολύτιμο. Δεν πρόκειται να υπερασπιστώ κάτι που εγγράφεται απλώς «στα συμφέροντά μου», διότι η έννοια αυτή, από μόνη της, εμπεριέχει τόσο εγωισμό που αποκλείει κάθε αυθυπέρβαση.
Το ΕΑΜ ένωσε το λαό (βασικός όρος κάθε ελπιδοφόρου συλλογικού εγχειρήματος) γιατί ευαισθητοποίησε το παραδοσιακό «αντιστασιακό φρόνημά» του και γιατί προσδιόρισε την ελπίδα του σε σχέση με τα «ιερά και τα όσια» που κινδύνευαν. Αν αρκούνταν στην έκθεση των άθλιων βιοτικών συνθηκών και του ναζιστικού τρόμου, τότε απλώς θα ενεργοποιούσε τα «ζωώδη ανακλαστικά αυτοσυντήρησης» και θα έκλεινε τον κόσμο στο σπίτι. Το ζούμε στη σημερινή Ελλάδα, όπου η εστίαση στο «οικονομικό» τροφοδοτεί τον επιβιωτισμό με τις χειρότερες ψυχολογικές αποχρώσεις της απαισιοδοξίας και της αποθάρρυνσης : αυτή είναι η μήτρα των απελπισμένων πολιτικών συμπεριφορών που οι εγχώριοι «προοδευτικοί» τις υποθάλπουν για το εκλογικό τους συμφέρον και το φαίνεσθαι της ιδεολογικής τους καθαρότητας.
Προτάσσοντας ο Γληνός την «κινδυνεύουσα πατρίδα» και το όλον της εθνικής συνείδησης, ζωντάνεψε στις καρδιές την αίσθηση του χρέους, την «αποκοτιά» της αυτοθυσίας για κάτι ανώτερο από το σαρκίον μου. Κι αυτό το εμπρηστικό «κάτι» δε μπορούσε ένα είναι ένας αόριστος ανθρωπισμός είτε μια εξίσου αόριστη κοινωνική ευθύνη, αλλά κάτι συγκεκριμένο εντός της άμεσης εμπειρίας, κάτι διακλαδωμένο βαθιά στο συναίσθημα. Είναι ο ίδιος λαός που ντυμένος στο εθνικό χακί γράφει το έπος της Αλβανίας, αυτός ο λαός πηγαίνει στο κάλεσμα του ‘Αρη, στα προσκλητήρια του ΕΑΜ για τις μεγάλες διαδηλώσεις στην Αθήνα. Ο ίδιος λαός υπό τα ίδια κίνητρα-τη σωτηρία και την ανάσταση της πατρίδας! Οι μετέπειτα τραγικές εξελίξεις, ο φοβερός εφιάλτης του Εμφυλίου, πιστοποιεί το άστοχο της μονοσήμαντης ταξικότητας τουλάχιστον για κοινωνίες όπως η ελληνική.
Και είναι ο Άρης Βελουχιώτης, στον γνωστό «Λόγο της Λαμίας», που μιλά για «τη γωνιά αυτή της γης, που πατάμε, και λέγεται Ελλάδα». Το πλαίσιο που θέτει είναι εθνικό –πατριωτικό, προτάσσοντας το «έδαφος» και το «όνομα», δηλαδή τις δομικές παραμέτρους της πατρίδας. Ο «χώρος» και η «μνήμη», εν τέλει η τ α υ τ ό τ η τ α! Απευθύνεται στους αγράμματους χωριάτες της πείνας, των διωγμών και της εξαθλίωσης, και τους αυτοπαρουσιάζεται μέσω της κοινής εθνικής ταυτότητας! Μιλά για «θαυμαστό ελληνικό πολιτισμό εδώ και 2,5 χιλιάδες χρόνια» και παρατηρεί- «[…]πολλοί “έξυπνοι”, ανάμεσά τους και κάποιος Φαλμεράγιερ, ισχυρίστηκαν πως η ε λ λ η ν ι κ ή φ υ λ ή έσβησε κι ότι αυτή διασταυρώθηκε με άλλες φυλές, που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την α ρ χ α ί α ε λ λ η ν ι κ ή φ υ λ ή. Μα ό, τι κι αν πούνε, αυτό δεν έχει καμιά αξία. Τ η ν ε λ λ η ν ι κ ό τ η τ ά μ α ς τ η ν α π ο δ ε ί ξ α μ ε»! Ο ‘Αρης, κομμουνιστής όχι απλοϊκός και αφιερωμένος μέχρι θανάτου στο πολιτικό ιδανικό του, είναι πρώτα και κύρια πατριώτης, πλασμένος ,μέσα στην κουλτούρα του ελληνικού λαού, μέσα στην ιστορία και το συνειδησιακό συνεχές της Ελλάδας, δεν είναι μετέωρος και «γενικός». Αναγνωρίζει ότι υπάρχει «φλόγα για τη λευτεριά που καίει μέσα στις καρδιές του λαού μας» και στην οποία-εντελώς, ιδεαλιστικά ε!…-έγινε δυνατό «το θαύμα του 21 στο οποίο κανείς δεν πίστευε προηγούμενα».
Η ταξική ανισότητα, η ταξική πάλη, η πολιτική εξουσία, τόσο από τον Γληνό όσο και από τον Άρη , τοποθετούνται εντός του πλαισίου της πατρίδας. Γράφει ενδεικτικά ο ‘Αρης;- «Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Εμείς ή αυτοί; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει νάβρει κέρδη σ’ όποια χώρα υπάρχουν τέτοια. Γι’ αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους. Ενώ εμείς το μόνο που διαθέτουμε είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά, αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει όπου βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και μένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε»! Είναι σαφής ο Πρωτοκαπετάνιος- μόνο η αστική τάξη(άρα, και οι ποικίλοι αχθοφόροι της..) «δεν συγκινείται» από τα σύνορα! Τα σύνορα «δεν χωρίζουν», αλλά οριοθετούν τον διαφορετικό τόπο της συλλογικής οντότητας. ‘Όπως το σώμα δεν χωρίζει τους ανθρώπους αλλά είναι η υλική υπόσταση της διαφορετικής υποκειμενικότητας, άρα το σώμα είναι στοιχείο σύνδεσης των ανθρώπων, «μορφή» που θετικοποιεί και συγκεκριμενοποιεί τη συνεχή ποιότητα των σχέσεων!
Η πατρίδα είναι συλλογικό έργο και βίωμα, και είναι λογικό στο εσωτερικό της να αναπτυχθούν κοινωνικές διαφοροποιήσεις που σε ορισμένες όψεις τους απειλούν την ίδια την πατρίδα, την υπόστασή της. Ε και; Αυτό ακριβώς είναι το σημείο σύγκρουσης! Η πατρίδα είναι το κληρονομημένο συλλογικό πλαίσιο ζωής, και ανήκει μόνο σε όσους καταφάσκουν την ύπαρξή της και επιμένουν να νοηματοδοτούνται από αυτή. Απάτριδες, και ως προς αυτό εχθροί του πολιτισμού των ανθρώπων, είναι οι θιασώτες της «πλανητικότητας» του κεφαλαίου.
Η ελληνική Αριστερά, λόγω του σχετικά «τεχνητού» χαρακτήρα της εντός της ελληνικής κοινωνίας και λόγω (εξαιτίας κυρίως του προηγούμενου) της παθητικής/αντιγραφικής σχέσης της με τη διεθνή αριστερή θεωρία κ ανάλυση : δεν ενσωμάτωσε την πατριωτική διάσταση στην ανάλυσή της, αντιμετώπισε το «εθνικό» υπό το πρίσμα ενός απολυτοποιημένου αφηρημένου «διεθνισμού» και σαν ζωτικό σημείο ρήξης / διάστασης με τον καθεστωτικό λόγο. Ποτέ δεν κατάλαβε(ούτε θέλησε ούτε μπόρεσε να καταλάβει..) ότι και το «δυτικό παράδειγμα»(εντός αυτού και ο δυτικός μαρξισμός) είναι κάτι εντελώς συγκεκριμένο και ελάχιστα σχετικό με την ελληνική πραγματικότητα, και ο «ελληνικός σχηματισμός», στο ιστορικό του γίγνεσθαι, μεσολαβείται «κατασκευαστικά» από τις πραγματικότητες και τις σημασίες της «πατρίδας».
Η αντιρεαλιστική και δογματική εμμονή στον «αντιπατριωτισμό» καταδικάζει την ελληνική αριστερά σταθερά στο περιθώριο της συλλογικής συνείδησης και προβληματικής. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι η Αριστερά αποκτά βαθιά σχέση με την κοινωνία και τους αληθινούς ανθρώπους στη διάρκεια της Κατοχής, οπότε προτάσσει το «πατριωτικό»(με ειλικρινή και αυθεντικό λόγο) και ηγείται του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Σε κάθε άλλη περίπτωση και στιγμή, η Αριστερά είναι αποτυχημένος ουραγός της ιστορίας, με πολλούς επαίνους για «ήθος» και «ιδανικά» και «αγώνες», αλλά πλήρως αναξιόπιστη για ηγετικό ρόλο και ευθύνη στη συλλογική μοίρα.
Η σύγχρονη «αριστερά» δεν αντέχει την πατρίδα! Δεν την καταλαβαίνει πια γιατί είναι τώρα ποντισμένη στις πιο φανταχτερές αστικές ιδεοληψίες. Προδίδοντας την εθνική της ρίζα και υποτασσόμενη στο δυτικό της είδωλο, απεχθάνεται την πατρίδα μέσα από έναν θεωρητικό εκφυλισμό αξιοθρήνητο- «[η σύγχρονη Αριστερά δε μπορεί να καταλάβει τη μαρξιστική σκέψη..]’Ισως επειδή ο ατομικιστικός μηδενισμός τύπου Μαξ Στίρνερ πήρε την εκδίκησή του από τον διαλεκτικό υλισμό, αθόρυβα μεταμφιεζόμενος σε μαρξισμό μέσα από ένα πείραμα πολιτικό, υπαρξιακό και ταυτοτικό, με εργαστήρι του τα αστικά πανεπιστήμια. ‘Ένα πείραμα απ’ όπου η πατρίδα αποστάζεται σκέτη “κατασκευασμένη έννοια”, που έτσι και ξεφύγει από τον αδιάλειπτο έλεγχο της συναρπαστικής διάνοιάς μας, τότε θα “αυτονομηθεί” και θα οδηγήσει υπνωτισμένα τα “Εγώ” σε θυσίες άχρηστες, ανορθολογικές και –ως αριστερή έμφαση-με τελικό ωφελούμενο την αστική τάξη»[Νίκος Λάιος, «Αριστερά χωρίς πατρίδα», εφ. «Δρόμος της Αριστεράς», Σάββατο 14 Ιουνίου 2014].
Η «ριζοσπαστική» Αριστερά είναι ο πιο συνεπής αγωγός του μετανεωτερικού κατακερματισμού. Αρνούμενη την «αστική σύνθεση»(κατά Π. Κονδύλη) επιλέγει το δρόμο της «άρνησης της αναγωγής», την εστίαση στη «μονάδα», την εγκατάλειψη των «μεγάλων ιδεολογιών», και, τελικά, την ανακύκλωση του αστικού ατομικισμού, την απόλυτη έμφαση στο «ατομικό». Η άρνηση της πατρίδας, στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι μια επίταση του διεθνισμού αλλά μια απόλυτη αυτοεκχώρηση στο βαθύτερο πνεύμα της αστικής κοσμαντίληψης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Είναι άρνηση των «αναγωγικών πλαισίων», δηλαδή αποδοχή μιας «υποκειμενικότητας» αυτοκαθοριζόμενης και στο έπακρο μηδενιστικής. Εξ ου και η εστίαση στα «κινήματα», που δεν είναι συλλογικές ανατρεπτικές δράσεις με προοπτική(όπως, π.χ., οι Σκουριές και η Κερατέα), αλλά αθροίσματα ατόμων με κοινή ιδιότητα που προάγουν μια πολιτική «δικαιωμάτων» (ομοφυλόφιλοι, μετανάστες, γυναίκες, κ.λπ.). Το κοινωνικό status δε θεωρείται υπό ταξική γωνία αλλά «πολιτισμικά» και δεδομένα, οπότε το «ζητούμενο» είναι απλώς η «διεύρυνση των δημοκρατικών ορίων» των μεμονωμένων (αθροιστικά συλλογικών) υποκειμένων. Πλέον ο ρεφορμισμός δεν είναι καν ενσωματωμένη «αντικαπιταλιστική» στρατηγική, αλλά συστημική ανάπλαση των όρων κυριαρχίας.
Η πατρίδα δεν έχει καμιά θέση σ’ αυτό το «σύστημα ιδεών» που ρευστοποιεί και σχετικοποιεί τα πάντα. Είναι μια Αριστερά για την οποία «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του»(προφανώς, όμως, και το υπέδαφος στις Σκουριές ανήκει στους βολβούς και τα σκουλήκια, οπότε ας βγάλουν το σκασμό οι αγωνιζόμενοι κάτοικοι,,) και συνεπώς «δεν μας ενδιαφέρουν οι τουρκικές διεκδικήσεις», είναι «αντιδραστική ιδεοληψία» η εμμονή στο «όνομα»(οπότε ξεκάθαρα ευλογείται ο σκοπιανός ξενοκίνητος εθνικισμός..), είναι «ιδεοληπτική αστοχία» το «κόλλημα» με το Κυπριακό(ας πάρουν το μισό νησί οι Τούρκοι..). Είναι μια αλλοπρόσαλλη Αριστερά του οικονομισμού, που ενστερνίζεται τις φιλοσοφίες των αστών και μέσω αυτών απορρίπτει κάθε «μορφή» πέραν της οικονομικοταξικής: το «μοντέλο» κυριαρχεί στην πραγματικότητα και, κατά λογική αναγκαιότητα, αποθεώνονται οι υπερεθνικοί καπιταλιστικοί σχηματισμοί. Είναι μια μηδενιστική Αριστερά του πραγματισμού, που αφορίζει ως «ιδεαλιστική αντίδραση» την πατρίδα προκειμένου να υποταχθεί πανηγυρικά στο «χύμα» μιας απρόσωπης εταιρειοκεντρικής «πραγματικότητας». Στην πράξη είναι «αρνητική» συνιστώσα ενός καθεστωτικού ψευδοεθνοκεντρισμού που βούλιαξε τον τόπο στον χειρότερο δουλόφρονα μιμητισμό.
«Οι σύγχρονοι Έλληνες, φλομωμένοι από την αρχαιόπληκτη και δυτικότροπη εκπαίδευσή μας, ανυποψίαστοι για τους Καημούς της Ρωμιοσύνης, νιώθουμε τζουτζέδες, ξεκρέμαστοι και ανερμάτιστοι. Η αρχαία κληρονομιά είναι άχθος αβάσταχτο, η αποτίναξή της είναι ανακούφιση. Το βυζαντινό παρελθόν: μεσαίωνας, θρησκοληψία, σκότος και βαρβαρότητα. Η νεότερη ιστορία : θαυμαστά έπη που καταλήγουν σε ταπεινωτικές ήττες. Η Κύπρος, η Πόλη, ο Πόντος, η Βόρεια ‘Ηπειρος, η Θράκη : α π ε ι λ έ ς γ ι α τ η ν η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ή ε υ η μ ε ρ ί α μ α ς. Τρέχουμε, λοιπόν, να γίνουμε Ευρώπη, να γλιτώσουμε από όλα αυτά, αν είναι δυνατόν και τη γλώσσα μας να αλλάξουμε, ν α φ ύ γ ε ι π ι α τ ο β ά ρ ο ς τ ρ ι ώ ν χ ι λ ι ά δ ω ν χ ρ ό ν ω ν ι σ τ ο ρ ί α ς. ‘Όμως δεν έχει πλοίο για μας! ‘Η θα μπορέσουμε να αρθρώσουμε τον δ ι κ ό μ α ς ε θ ν ι κ ό λ ό γ ο, να δώσουμε το δικό μας παρών στο στίβο του πανανθρώπινου πολιτισμού ή θα φύγουμε όπως ήρθαμε, χωρίς ν’ αφήσουμε πίσω κανένα ίχνος. Ο ελληνικός δρόμος δεν είναι ούτε υπέρτερος ούτε κατώτερος από τόσους άλλους. Είναι απλώς διαφορετικός. Και είναι ο δικός μας, αυτός που μας κληροδοτήθηκε. Σ’ εμάς, σ τ ο ν κ α θ έ ν α κ α ι σ ‘ ό λ ο υ ς ε ν α π ό κ ε ι τ α ι , να αποποιηθούμε την κληρονομιά και να μείνουμε άκληροι ή να την αποδεχτούμε και να την επωμιστούμε. Να φτιάξουμε παρέες και κοινότητες και, παραμερίζοντας τη μιζέρια του νεοελληνικού μας κρατίδιου, να π ρ ο σ π α θ ή σ ο υ μ ε ν α τ ρ υ γ ή σ ο υ μ ε α π ό τ ο ν π λ ο ύ τ ο τ η ς π ο λ υ σ χ ι δ ο ύ ς μ α ς π α ρ ά δ ο σ η ς, για να την εμπλουτίσουμε με νέα μονοπάτια, νέες διακλαδώσεις, ν έ ε ς ε κ δ ο χ έ ς ε λ λ η ν ι κ ό τ η τ α ς. ‘Ισως να μην τα καταφέρουμε-ίσως και να είναι πια αργά. Αξίζει ωστόσο να το επιχειρήσουμε»[Νίκος Μανίκας, «Συνειρμοί με αφορμή ένα όνομα», περ. Ελλοπία, άνοιξη του 1990]