Μικρή πατρίδα, τέλος μου κι αρχή...

[σημειώσεις για τον πατριωτισμό και την κοινωνική ελπίδα… α’ μέρος]

| 19/07/2014

«Κυβέρνηση εθνικής ανάγκης που επιτελεί πατριωτικό καθήκον», από τη μια, «αντιπολίτευση κοινωνική ς σωτηρίας υπό τη στοργική ομπρέλα της “καλής” ΕΕ», από την άλλη.  Το δoσιλογικό έθος της «εθνικής επίκλησης» (που καταλήγει κανονικά σε Τάγματα Ασφαλείας και «στρατηγέ ιδού ο στρατός σας»..) από τη μια, η κοσμοπολιτική φενάκη (που καταλήγει κανονικά σε «ιμάντες μεταβίβασης» του «διεθνισμού» των εταιρειών..) από την άλλη. Κάπου στη μέση, στο αόριστο πέλαγος της σύγχυσης και του σοκ, στο «μάτι» μιας ολομέτωπης επίθεσης, η Πατρίδα, ως πολιτισμική σημασία και ως πραγματικό διαμορφωτικό βίωμα. «Άρχοντες» και «αρχόμενοι» περπατάνε στο κενό. Ο «καναπές» είναι το αποτέλεσμα που διαφημίζεται για αιτία. 

Ο περιφερειακός, μεταπρατικός ελληνικός καπιταλισμός, δε μπορεί να «αναδιαρθρωθεί»,  παρά μόνο με όρους καθολικής γκαρσονοποίησης σε ένα φόντο ξένης αφαίμαξης του εθνικού πλούτου. Δεν υπάρχει δρόμος «αστικής ολοκλήρωσης» εδώ, μετά το πρώιμο ναυάγιο της αστικής ανάπτυξης (Μοσχόπολη, Αμπελάκια). Εδώ: ή αποικιοποιητικός αφανισμός ή αυτόκεντρη σοσιαλιστική ανάπτυξη της πατρίδας. Η Ελλάδα «αναπτύχθηκε» ως παρασιτικό εξάρτημα των δυτικών προτύπων, χωρίς κανένα σεβασμό στο ξεχωριστό της. «Μαρξιστές» και «αστοί» δεν την είδαν ποτέ σαν Ελλάδα αλλά σαν «κάτι» που απέκλινε από το «ιδανικό παράδειγμα» και έπρεπε να συμμορφωθεί! Ο «καημός της Ρωμιοσύνης», αυτό το συντριπτικό ανολοκλήρωτο, ξεπερνιέται μέσα από την «καθετότητα» της ανάγκης για μια νέα σύνθεση και προοπτική. Τοποθετώντας στο κέντρο του κάδρου τη διαλυόμενη και βιαζόμενη πατρίδα, συλλαμβάνουμε την ουσία της εποχής. Όταν ο πλήρης έλεγχος του τόπου περνά στο διεθνές κεφάλαιο, όταν ακόμη και ο κρατικός προϋπολογισμός, πρώτα πρέπει να εγκριθεί από τα τεχνοκρατικά κονκλάβια της ΕΕ, είναι φανερό ότι μιλάμε για εθνικό αφανισμό.

Η εστίαση στο «ταξικό» αποκρύπτει το βαθύτερο γεγονός της απόλυτης ετερονομίας του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, άρα την-πλέον..-διαμόρφωσή του υπό τις γενικές επιλογές των ηγεμονικών διεθνών ελίτ. Αυτό που ως τώρα ήταν «αντανάκλαση» και «μεταφορά αλλοτρίωσης» τώρα πάει να γίνει εσωτερικευμένος δομικός όρος αναπαραγωγής. Τίθεται αντικειμενικά θέμα εθνικής υπόστασης. Το χρέος δεν είναι μια συμβατική εξωτερική υποχρέωση, αλλά ο τρόπος με τον οποίο συντελείται η πλήρης εκμηδενιστική ενσωμάτωση στο διεθνές σύστημα. Αυτή είναι η «νομοτέλεια» του κυριαρχικού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, κι αυτός είναι ο λόγος που καθιστά το πατριωτικό ζήτημα πρωτεύον και καθοριστικό.

Και, βέβαια, παράλληλα λειτουργούν και σαφείς κίνδυνοι και απειλές για τον τόπο: με ένα «τραγούδι Σειρήνων» περί ειρήνης και φιλίας και «αντιεθνικισμού», ο εγχώριος «προοδευτισμός» αποπροσανατολίζει σε σχέση με την αλήθεια των επιθετικών βλέψεων της Τουρκίας στο Αιγαίο και τη Θράκη, της μεθοδευόμενης επανεμφάνισης του δολοφονικού σχεδίου Ανάν, της χρήσης των τηλεχειριζόμενων υστερικών Σκοπίων και της σοβινιστικής Αλβανίας. Τα Βαλκάνια δεν είναι μια «ήρεμη γειτονιά» και το Αιγαίο δεν είναι μια «θάλασσα ειρήνης». Από τα κρίσιμα και μεγάλης σημασίας γεωπολιτικά δεδομένα μέχρι τους υδρογονάνθρακες, η Ελλάδα είναι σταθερά ένα «μήλον της έριδος», και η άρνηση συγκρότησης ενός παλλαϊκού πατριωτικού μετώπου αντίστασης εκτρέφει τέρατα!

Το «αναπτυξιακό μοντέλο» του γερμανόδουλου σημιτικού εκσυγχρονισμού (κατασκευές, τουρισμός, τράπεζες) είναι ενδεικτικό μιας φανταχτερής αποδιαρθρωτικής υποταγής στη «διεθνή βούληση». Η στρεβλή ένταξη της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα, ολοκληρώνει τη βασική διαδικασία με το μοιραίο μιας ριζικής αποπροσωποποίησης και μιας καθολικής ετερόνομης ψευδο-ύπαρξης. Ο οικονομίστικος εθνομηδενισμός αποσιωπά τον αφανισμό της πατρίδας, δημαγωγώντας αδίστακτα με το σκιάχτρο του «εθνικισμού» που ταυτίζεται με τη συμμορία της ΧΑ και φιμώνει κάθε πατριωτική άρνηση υποταγής. Ο συμμορίτικος «εθνικισμός» της ΧΑ, μια υποκοσμικού τύπου παραμόρφωση ακόμη και αυτού του «εθνικισμού» (π.χ. τι σχέση έχει ο Παύλος Μελάς ή ο Ίων Δραγούμης με τους χρυσαυγίτες μπράβους των εφοπλιστών;…), πλασάρεται επιδέξια σαν «δείγμα τυπικό του πατριωτισμού», ώστε να αποστραφεί ο κόσμος την ιδέα της πατρίδας και να υποταχθεί εύκολα σε μια «πρόοδο»-τάφο της πατρίδας και συγκινησιακό κίνητρο αυτοεκχώρησης στην «εξέλιξη» του πλανητικού εταιρειακού καπιταλισμού.

Και σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο μιλώντας, εδώ και καιρό η πατρίδα έχει «επιστρέψει» στην ιστορική επικαιρότητα, κατανικώντας τις εκβιαστικές μυθολογίες του νεώτερου αστικού κόσμου. Ο καπιταλισμός του «χρόνου» (η ουσία του εμπορεύματος) και της αφηρημένης ποσότητας, προκαλεί ασφυξία στον άνθρωπο που «επιστρέφει» στο σωτήριο αυθεντικό ρεαλισμό του «χώρου» (έδαφος) και στο λυτρωτικό οξυγόνο των «ποιοτήτων» (σχέσεις, αξίες). Η αποτυχία της Οικονομίας (αποτυχία όπου συντρίβονται οι μεγαλόσχημοι Τιτανικοί του «δυτικού μοντέλου» και του «δυτικού μαρξισμού») επικαιροποιεί την ιστορική αγωνία του ανθρώπου για «μικρά μεγέθη» και Ζωή μέσα σε ένα πολιτιστικό κλίμα ανθρώπινης αμεσότητας, με βάση τις εσωτερικές ανάγκες και τα συναισθήματα. Το οικολογικό κίνημα, ως κινηματική (δηλαδή της πρακτικής συλλογικής μέριμνας) αντίσταση βάθους στην «περιβαλλοντική κρίση» (την καταστροφή του φυσικού μας λίκνου από την αδίστακτη και ασυνείδητη καταστρεπτικότητα του «πολιτισμού του κέρδους»), επανεμπεδώνει το πρωτείο της εδαφικότητας / τοπικότητας στη μικροκλίμακα της εύφορης επιβίωσης. Η αποσύνθεση του μυθοποιημένου «ιδεώδους της Προόδου» ενδυναμώνει την πανάρχαια έλξη της πατρίδας, της εδαφοποιημένης κοινότητας οργανικών δεσμών, τώρα, πια, με την ανυψωμένη συνείδηση μιας δημοκρατικής και ελεύθερης καθολικότητας.

Πάρος, 1958. Φωτογραφία του Ζαχαρία Στέλλα. Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη

Πάρος, 1958. Φωτογραφία του Ζαχαρία Στέλλα. Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη

Από τις Ζαπατίστικες κοινότητες μέχρι την Παλαιστίνη και από τα ποικίλα αυτονομιστικά κινήματα μέχρι τα εγχειρήματα εναλλακτικού οικολογικού κοινοτισμού, το κοινωνικό και το πολιτικό διασυνδέονται αυθόρμητα με μια ανανεωμένη αίσθηση του πατριωτικού/τοπικού. Στον πυρήνα αυτών των σύγχρονων ανατρεπτικών αγωνιών, ριζώνει η έννοια του Π ρ ο σ ώ π ο υ, μιας ταυτοποιημένης τοπικότητας που ανασυγκροτεί την έννοια της πατρίδας χωρίς εθνικιστικούς εκφυλισμούς και θεωρητικές διαστρεβλώσεις.

«Πατρίδα ή θάνατος»… για αξιακή εξεγερτική ενέργεια

Το θέμα της πατρίδας είναι στο κέντρο της αληθινής αγωνίας, και αφορά τη μ ό ν η   α ν α γ ω γ ή  που μπορεί να κινητοποιήσει την κοινωνία και να αποτρέψει μια ανεπανόρθωτη καταστροφή. Αλλά επί δεκαετίες, δεξιοί  και αριστεροί θιασώτες του σύγχρονου αστικού φιλελευθερισμού, κάνουν ό, τι μπορούν για να απαξιωθεί η έννοια πατρίδα και να ταυτιστεί με ό, τι «κατώτερο», «οπισθοδρομικό» και «φαιό». Η αποδόμηση της πατριωτικής ιδέας είναι το μείζον ιστορικό προαπαιτούμενο, προκειμένου να αμβλυνθούν οι αντιστάσεις και να ολοκληρωθεί μια διεθνής ένταξη της Ελλάδας εντελώς αποχρωματισμένη και «άδεια», δηλαδή να χτιστεί μια κανονική εθελοντική αποικία.

Αυτό που παλιότερα αποκλήθηκε «π ο λ ι τ ι σ τ ι κ ό ς    ι μ π ε ρ ι α λ ι σ μ ό ς», σήμερα γίνεται αποδεκτό σαν «νομοτελειακή μοίρα» που επικυρώνει το «τέλος της ιστορίας». Όχι απλά «αποδεκτό» αλλά και με θετικό πρόσημο, αφού εμφανίζεται αλχημιστικά σαν «ξεπέρασμα της μιζέριας των εθνικών ανταγωνιστικών διαχωρισμών». Οι διαφημιστές αυτού του εφιαλτικού εκτρώματος αποσιωπούν το γεγονός ότι αυτό το «ξεπέρασμα» είναι στην πράξη η βίαιη υπαγωγή των λαών και των ανθρώπων σε μια «κουλτούρα της διαφοράς» που καθορίζεται από το «εποικοδόμημα» της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης (στην εποχή της τεχνολογικής τελειοποίησης) και από τις εκμηδενιστικές ιδεολογικές / πνευματικές αποκρυσταλλώσεις της μετανεωτερικότητας του απόλυτου ατομοκεντρικού μηδενισμού. Δεν είναι απλά η «γοητεία της coca cola» αλλά η πρόθεση / βούληση να ζήσουμε σαν coca cola, η «συνείδηση» ότι είμαστε η coca cola. Ο κόσμος ενοποιείται όχι με τα κανόνια των Μεγάλων Δυνάμεων (αν και αυτό δε λείπει..) αλλά με ένα διεθνοποιημένο πλέγμα οικονομικών λειτουργιών που «εξισώνουν» μικρούς και μεγάλους υπό τη φενάκη μιας «συμμετοχής» στο ίδιο κύκλωμα, όπως, π.χ. , συμβαίνει με το προσωπικό μιας εταιρείας. Οι ιεροκήρυκες της «καθαρής ταξικής πολιτικής» ζουν σε έναν εξωιστορικό  γαλαξία όπου η «καθαρή κοινωνία» είναι συνώνυμο του «τέλους της ιστορίας».

Η περιλάλητη «παθητικότητα της κοινωνίας»-και πέρα από τις ασυγχώρητες σχετικές π ο λ ι τ ι κ έ ς    ε υ θ ύ ν ε ς   μ ι α ς   ε κ λ ο γ ι κ ί σ τ ι κ η ς α ν τ ι π α τ ρ ι ω τ ι κ ή ς  ψ ε υ δ ο α ρ ι σ τ ε ρ ά ς- κυρίως πρέπει να αποδοθεί στην έλλειψη μιας αξιακής εξεγερτικής ενέργειας, στην απουσία ενός «οράματος» που θα καθιστά βαθιά αφόρητη την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Είναι απατηλή η πεποίθηση ότι οι λαοί ξεσηκώνονται όταν «πεινούν» ή γενικώς «καταπιέζονται»: αυτή είναι μια σκέψη φορμαλιστικά ρασιοναλιστική,  που αγνοεί την καθοριστική δύναμη του ηθικού και ψυχολογικού παράγοντα. Είναι μια  ρ α τ σ ι σ τ ι κ ή  πεποίθηση που θεωρεί τον άνθρωπο «βιοχημική μάζα ενστίκτων» και όχι φορέα αισθημάτων και υποκείμενο βούλησης.  Οι άνθρωποι «τινάζουν το σύμπαν στον αέρα», όταν νιώθουν ότι διακυβεύεται ο εσώτερος λόγος της ύπαρξής τους, όταν βιώνουν το αφιλόξενο για τις ελπίδες και τις πίστεις τους, όταν αισθάνονται ότι τους αφαιρείται το πρόσωπο. Η Ελλάδα του 2014 «αδρανεί» (με τυπικούς όρους «κίνησης»..), καθώς τίποτα δεν κινητοποιεί την ψυχή της, τίποτα δεν της προσδιορίζει ένα μέλλον με περιεχόμενο βάθους που να φτάνει στις πηγές της νοηματοδότησης. Ερμηνεύουν τη «ψήφο» και την «αποχή» με ακαδημαϊκούς στατιστικούς κοινωνιολογισμούς , εθελοτυφλώντας και απέναντι στην ιστορία και απέναντι σε ποικιλία «στρεβλών» εκδηλώσεων του πατριωτικού φρονήματος. Η διαλεκτική δεν είναι η αντίφαση αλλά την εμπεριέχει. Ο «ελληνάρας» δεν είναι συνειδητός εποικοδομητικός πατριώτης, όπως ακριβώς ο ασυνειδητοποίητος εργάτης δεν είναι «επαναστατικός προλετάριος»: και οι δυο, όμως, απηχούν ένα ορισμένο πολιτισμικό σύμπαν που ανήκει στην «πρωτοπορία» να το αποκαταστήσει στην αυθεντικότητά του. Επιπλέον, και οι δυο είναι όψεις της ανθρωπολογίας ενός ενιαίου πολιτισμικού υποκειμένου.

Είναι γνωστό ότι ο Τσε Γκεβάρα, ολοκλήρωνε, συνήθως, τις πολιτικές επιστολές του με τη φράση «π α τ ρ ί δ α   ή   θ ά ν α τ ο ς». Αυτός, το μείζον σύμβολο του επαναστατικού διεθνισμού, σχηματοποιούσε το κίνητρο της δράσης του σε ένα διλληματικό σύνθημα-πρόταγμα, που και τη σημασία «πατρίδα» θέτει στο κέντρο της αγωνιστικής αγωνίας κ μέριμνας, και παραπέμπει στο «ελευθερία ή θάνατος» του ΄21! Η πρόταξη της «πατρίδας», απλά και καθαρά, υποδηλώνει την αναγνώριση του πρωταρχικού της. Πρωταρχικό και πολιτικά (αφού οριοθετεί τη δυναμική της πολιτικής πρωτοβουλίας), αλλά και, ας πούμε, υπαρξιακά, αφού η έννοια, ως αντίρροπο στοιχείο του «θανάτου», ταυτίζεται με τη ζωή. Ζώντας και δρώντας επαναστατικά, στην περίοδο της δυναμικής , ιμπεριαλιστικής επέκτασης του Κεφαλαίου, ο Τσε, καταφάσκει την πατριωτική ουσία του επαναστατικού σοσιαλιστικού αγώνα, και σηματοδοτεί μια «αναγκαιότητα» που καταλύει κάθε αφηρημένη θεωρητικολογία.

Ένα από τα πιο εμβληματικά συνθήματα στην Κούβα και τη Λατινική Αμερική

Ένα από τα πιο εμβληματικά συνθήματα στην Κούβα και τη Λατινική Αμερική

Εδώ και τώρα, κληρονομιά του πολιτισμού και κατάκτηση της ανθρώπινης αναφορικότητας, είναι η πατρίδα. «Τέτοιον πατριωτισμό νιώθω για τη Λατινική Αμερική, για κάθε χώρα στη Λατινική Αμερική, που τη στιγμή που θα χρειαστεί είμαι έτοιμος να δώσω και τη ζωή μου για την απελευθέρωση κάθε λατινοαμερικάνικου έθνους, χωρίς να ρωτήσω τίποτα, χωρίς να απαιτήσω τίποτα, χωρίς να εκμεταλλευτώ κανέναν», διακηρύσσει ο Τσε της καρδιάς και των ονείρων μας! Τους Τσε όλων των καιρών τρέμουν οι εξουσίες και όχι τους «μοντέρνους αναλυτές» (από Χομπσμπάουμ μέχρι Ζίζεκ..): οι πρώτοι φωτίζουν τα βάθη της «ιστορικής ανάγκης» και αγγίζουν τον μέσο πονεμένο άνθρωπο που του κλέβουν τα πάντα, οι δεύτεροι κάνουν καριέρα στα πανεπιστήμια και τα μίντια των αφεντικών γιατί παράγουν την πιο χρήσιμη πνευματική αιθαλομίχλη.

Πατριωτισμός: σχέση αγαπητικής αναγκαιότητας και όχι «ιδεολογία εθνικής ανωτερότητας»

«Πατρίδα», από το αρχαίο επίθετο «πάτριος»(κι αυτό από το «πατήρ»-πατέρας), δηλαδή «του πατέρα», αναγωγή στο ιδρυτικό νόημα του πατριαρχικού πολιτισμού των αιματοσυγγενικών  κοινοτήτων (γένη, πατριές). Λέξη παλιά, με ρίζες χαμένες στα βαθύτερα στρώματα της σχέσης του ανθρώπου με τη ζωή.«Πατρίς γαία» ή «πατρίς άρουρα»: η μόνιμη συμβιωτική εγκατάσταση, μετά την εγκατάλειψη του νομαδικού βίου και την «ανακάλυψη» της γεωργίας. Από εδώ απευθείας το «πατρίδα», ως ονοματοποίηση της συλλογικής εμπειρίας που συνίσταται από: εδαφικό πλαίσιο, κοινή διαβίωση, καλλιέργεια της γης, κατοικία της άμεσης οικογένειας, ενταφιασμός των νεκρών, συλλογική προστασία/ άμυνα, μεγάλωμα των παιδιών/αναπαραγωγή του «συλλογικού σώματος». Διαδικασίες που γεννούν και στη συνέχεια επικαθορίζονται από «πνευματικά νοήματα»: ήθη και έθιμα, αξίες και ιδέες, τέχνη και σκέψη, θρησκεία και πολιτική οργάνωση. Τα πρωταρχικά νοήματα: η εδαφικότητα, η συλλογικότητα, η μνήμη, η ταυτότητα. Ο πολιτισμός του ανθρώπινου συγκεκριμένου, όπου οι κοινότητες ζουν μέσω της αυτοσυνειδησίας τους πρωτίστως και μετά μέσω των πρακτικών υλικής συντήρησης. Κάνουν πως αγνοούν ότι «παλιά», η οικονομία / παραγωγή ήταν απλώς μια στοιχειώδης συλλογική πρακτική και όχι το «σύμπαν» του συλλογικού είναι. Η συντήρηση ήταν το αυτονόητο για να υπάρξει «ζωή», και έτσι αυτό που «μέτραγε» ήταν η «τέχνη» της αναπαραγωγής της συνείδησης, το Πρόσωπο.

Η εγκατεστημένη κοινότητα διαμορφώνει έναν αναπαραγόμενο κοινό τρόπο ζωής που υλοποιεί μια «θεώρηση του κόσμου», ένα κοσμοείδωλο και κατ’ακολουθίαν έναν «πολιτισμικό τρόπο»: όλα αυτά, δηλαδή τη «συλλογική συνείδηση», τα δουλεύει η γλώσσα, και είναι αυτή που και τα κωδικοποιεί αλλά και τα αναπλάθει / αναπαράγει. Η πραγματική εμπειρία γίνεται λόγος κι αυτός ορίζει ένα φαντασιακό που επανέρχεται σαν κυβερνώσα συνείδηση. Η κοινότητα μιλά για τον εαυτό της και , μιλώντας, τον ξαναχτίζει μέσα σε έναν περιβάλλοντα κόσμο που, ερμηνεύοντάς τον, τον εννοεί και γίνεται μέτοχός του. Η «πατρίδα» δεν είναι ένα «οργανωτικό σχήμα» αλλά κάτι σαν η «υλοποιημένη» συνείδηση μιας ανθρώπινης κοινότητας. Είναι «κόσμος» που ριζώνει σε μια γη και ιδρύεται ακατάπαυστα στη συλλογική σκέψη των ανθρώπων που έχουν διαπλαστεί στο όλον των ορίων της. Σύμφωνα με τον Alasdair Maclntyre : Αυτό που είμαι είναι αυτό που κληρονόμησα, ένα ε ι δ ι κ ό   π α ρ ε λ θ ό ν   π ο υ    ε ί ν α ι   π α ρ ό ν. Βρίσκω ότι ο εαυτός μου είναι μέρος μιας ιστορίας, πράγμα που σημαίνει  εν γένει , είτε μου αρέσει είτε όχι, είτε το αναγνωρίζω είτε όχι, ότι είμαι  έ ν α ς   α π ό   τ ο υ ς   κ ο μ ι σ τ έ ς   μ ι α ς   π α ρ ά δ ο σ η ς». Η κοινότητα, κορύφωση του εκπολιτισμού-εξανθρωπισμού του ανθρώπου, είναι το φυσικοϊστορικό πεδίο οικοδόμησης του πολιτισμού, και μόνο εντός του, ως υπερβάσιμες προσωρινότητες, σχηματίζονται οι ποικίλες κοινωνικές μορφές.

Κάλυμνος, 1950 Φωτογραφία του Δημήτρη Χαρισιάδη Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη

Κάλυμνος, 1950
Φωτογραφία του Δημήτρη Χαρισιάδη
Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη

Για τους αρχαίους Έλληνες, «πατριώτης» ήταν, βασικά, ο βάρβαρος. Όχι απαξιωτικά αλλά προσδιοριστικά σε σχέση με τους Έλληνες που ήταν σε υψηλότερη κλίμακα πολιτισμού και αυτοονομάζονταν «πολίται». Ο «πατριώτης», δηλαδή, ανακαλεί μια βαθύτερη ενότητα που πάνω της οικοδομεί ο εξελισσόμενος άνθρωπος το πολιτιστικό του προφίλ. Η «πατρίδα», με άλλα λόγια, είναι η «ψυχή», το «μέσα», το «συναισθηματικό», είναι η βαθιά συνείδηση της κοινότητας, που προϋποτίθεται αλλά «ξεπερνιέται». Γι αυτό, άλλωστε, καθαυτή η σημασία «πατρίδα» τίθεται στην κορυφή της κλίμακας. Πρακτικά, υποδηλώνει την «άμεση φυσική κοινότητα» (τα πατρογονικά χώματα, τους «βωμούς και τις εστίες», την απτή συλλογική οντότητα), αλλά, παραπέρα, έτσι προβαλλόμενη σε επίπεδο «ψυχοκινητικής συμβολικής» («εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης»), ανακαλεί τους θεμελιώδεις ψυχικούς δεσμούς, την «ενότητα των καρδιών μέσα στο ρεύμα της ιστορίας». Η διαρκής τιμή στους προγόνους-βιωματική νοηματοδότηση της «συνέχειας» που μετατρέπει το χρόνο σε «τόπο» και εγγυάται ρίζες μέσα στο γεγονός της ζωής. Το χρέος υπεράσπισης του «εθνικού εδάφους»- όχι σαν «ιδιοκτησία» αλλά σαν υπεράσπιση της απτής ύλης όπου το πρόσωπο «θεσμίζει» την υλικότητά του και οργανώνει την εμπειρία της συλλογικής του ύπαρξης.

Οι «μοντέρνοι» των ξεχαρβαλωμένων «σύγχρονων καιρών» θεωρούν «αυτονόητο» να υπερασπίζονται το αμαξάκι και το εξοχικό τους, αλλά θεωρούν «πρόληψη» την αυτοθυσία για έναν τόπο, όπου ο λαός μου έχει υπάρξει  ιστορικά, καλλιεργώντας με κάθε τρόπο πολιτισμό και, έτσι, συμβάλλοντας στο πανανθρώπινο έργο της ανθρωποποίησης του ανθρώπου. Αυτοί οι θλιβεροί και ψυχικά λιπόσαρκοι «σύγχρονοι»! που δεν καταλαβαίνουν τίποτα από το πέραν της ατομικής εμπειρίας, που «ζουν για να τρώνε» και απεχθάνονται κάθε πλατιά συγκίνηση και φαντασία. Στην άρνησή τους, της πατρίδας, λανθάνει το αυτοθεοποιοημένο εγωιστικό υποκείμενο της αστικής κοσμοθεωρίας.

Η πατρίδα ανέκαθεν υπήρξε η «υλική ψυχή» των ανθρώπων που ένιωθαν την ιστορία εντελώς άμεση και φυσική, ως χρέος και σεβασμό και αξιοπρέπεια, έναντι των «άλλων» της γειτονιάς τους, του χωριού και της πόλης τους. Και γι’ αυτό μπορούσαν να έχουν πλατιά ιδανικά, σε αντίθεση με τους μίζερους του εθνομηδενισμού και του κοσμοπολιτισμού, που αντί για ιδανικά έχουν «ανάλυση» και «προτεραιότητες» και «συμμαχίες» και… και, τελικά, έχουν μόνο το «περιούσιο βιοφυσικό εγώ» τους, χωρίς συνείδηση αλληλεγγύης, χωρίς πνεύμα αυταπάρνησης, χωρίς κουλτούρα δοτικότητας, δηλαδή ό, τι εκφράζει την εμπορευματική ηθική του εργασιοκεντρικού καριερισμού.

Μύκονος, 1950-55 Φωτ. Βούλα Παπαϊωάννου Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη

Μύκονος, 1950-55
Φωτ. Βούλα Παπαϊωάννου
Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη

Ο πατριωτισμός δεν είναι η «ιδεολογία της εθνικής ανωτερότητας» αλλά η ανταπόκριση της συνείδησης στα ηθικά χρέη που προσδιορίζει μια ιστορική σχέση αμοιβαίας συγκρότησης. Σ’ έναν «τόπο» χρωστώ το πρόσωπο και την ύπαρξή μου, κι αυτός «μου χρωστά» τη διαλεκτική της ιστορικής του υπόστασης, είναι λοιπόν μια σχέση αγαπητικής αναγκαιότητας που συνιστά τον αποκλειστικό λόγο της πραγματικότητας. Δεν είναι «η οικογένειά μου ΚΑΙ εγώ..»: οικογένεια κι εγώ είναι όψεις του ενός και του αυτού όντος. Ας μάθουμε να διαχωρίζουμε το «θεσμικό» (μορφικό) από το «συναισθηματικό» (περιεχομενικό), και να κατανοούμε την αυτονομία τους, κατανοώντας την αναπαλλοτρίωτη διαλεκτική τους.

Ο πατριωτισμός είναι μια ριζική αξία του ανθρώπινου πολιτισμού, ενώ ο «εθνικισμός» είναι η ανταγωνιστική πολεμοχαρής «αφήγηση» του αστικού έθνους-κράτους και ο «κοσμοπολιτισμός» είναι η φενάκη μιας υπεριστορικής «καθολικότητας» που βολεύει ιδεωδώς τον «πολιτισμό του εμπορεύματος και των πολυεθνικών». Μας θέλουν εθελοντές δεσμώτες μιας εκμεταλλευτικής προσωρινότητας, χωρίς ρίζα στη ζωή και πρόσωπο στη συνείδηση, μας θέλουν ανδράποδα υπερήφανα για το τίποτά τους. Ξεσκίζουν την ίδια την ιστορία, προκειμένου να εκβιάσουν μια ηλίθια πειθώ, ωστόσο, τους αρέσει είτε όχι, οι Έλληνες του ’21 διακήρυξαν αυτόβουλα ότι αγωνίζονται «για της πατρίδος την ελευθερία και του Χριστού την πίστη την αγία». Είναι χυδαίοι ψεύτες όσοι το αρνούνται. Κι αυτή η διακήρυξη φωτίζει μια συνείδηση αιώνων, δηλαδή μια πραγματικότητα πολιτισμού που μέσω τέχνης, θεσμών, ζύμωσης ιδεών, ηθών κ εθίμων, συλλογικών πρακτικών, οριοθέτησε έναν Εαυτό που διεκδίκησε,  όταν αυτός έκρινε, την πολιτική του αποκατάσταση στις νέες συνθήκες. Οι ψευδοεπιστήμονες,  που σιτίζονται στα ιδρύματα του Τ.Σόρος, μηδενίζουν την ιστορική αλήθεια για να εξασφαλίζουν στη σύγχρονη κόπια των αφεντικών την «επιστημονική» αυτοδικαίωση που χρειάζονται.

«Πολίτης», λοιπόν, για τους αρχαίους προγόνους. Δηλαδή ενεργό μέλος μιας ελεύθερης πολιτικής κοινότητας. Αλλά με ύψιστη αρετή την φιλοπατρία. Ο ελληνικός πολιτισμός είναι ο πολιτισμός της πατρίδας. Η κλασική σκέψη και τέχνη, μπόρεσαν να κατακτήσουν μια πανανθρώπινη εμβέλεια και σημαντικότητα, ακριβώς γιατί χώνεψαν δημιουργικά την αυτονόητη αφετηρία της ύπαρξης (την εδαφοποιημένη συλλογικότητα από όπου ξεπηδά η «συλλογική μονάδα») και παρήγαγαν νοήματα μέσα από αυτή τη ματιά. Μόνο αυτός ο πολιτισμός μπορούσε να γράψει «Τρωάδες». Η στενόψυχη περιχαράκωση και η απρόσωπη διάχυση δε μπορούν να συλλάβουν διαχρονικές ουσίες, καθώς το «εγώ» χωρίς «εμείς» είναι περιορισμένο και το «εμείς» χωρίς «εγώ» είναι μια αφαίρεση.