Μιχάλης Αλμπάτης: «Όλοι μετέχουμε στην αχρειότητα και στο μεγαλείο του ανθρώπου»

Ο συγγραφέας μας μιλά για το βιβλίο του «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» (Εκδόσεις Νήσος).

| 29/06/2023

Ο Μιχάλης Αλμπάτης δεν διστάζει να αγγίξει την ανθρωπιά μας, την ευαίσθητη ματιά μας, την ψυχή μας, τους νεκρούς μας! Το μυθιστόρημα του «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» (Εκδόσεις Νήσος) κυλάει σαν το γάργαρο νερό και στην κρυστάλλινη επιφάνεια του ταξιδεύουμε σε κόσμους βαθιά αληθινούς, μαγικούς, σκοτεινούς, λαμπερούς, ονειρεμένους. Και πάνω απ’ όλα η πανέμορφη, δυνατή, γλώσσα. Ο συγγραφέας μας μιλά για το ποια ήταν η αφορμή να γράψει το βιβλίο, τι τον δυσκόλεψε περισσότερο στη δημιουργία του, γιατί επιλέχθηκε η Κρήτη ως τόπος δράσης… Τον ευχαριστούμε πολύ.

Ποια ήταν αφορμή για να γραφτεί το «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους»;

Ήμουν σε μια κηδεία, ξενυχτώντας τον νεκρό, όπως συνηθίζουμε ακόμα στην Κρήτη, κι ένας απ’ τους φίλους του μακαρίτη τού απευθύνονταν σαν να ήταν ακόμα εκεί, σαν να μας άκουγε, πράγμα που κάνουμε από πάντα οι άνθρωποι μιλώντας στους νεκρούς μας.

Κι αν μας ακούν; σκέφτηκα, τι θα μας έλεγαν; θα άλλαζε ο θάνατος την όψη των πραγμάτων; Έτσι, φαντάστηκα όλους εμάς απόλυτα ελεύθερους μετά τον θάνατό μας, προσδεμένους στο σώμα μας, απόλυτα ειλικρινείς, παθιασμένους να μιλήσουμε για όλα όσα μια ζωή κρατούσαμε κρυμμένα, κι έπρεπε να επινοήσω, μαζί με αυτό, έναν ήρωα ικανό τις εξομολογήσεις των νεκρών να ακούσει.

Τι σας δυσκόλεψε περισσότερο στη συγγραφή του;

Καθένας απ’ τους νεκρούς, αλλά και μερικοί από τους ζωντανούς που λένε τις ιστορίες τους κατά την εξέλιξη της πλοκής, επιχειρούν μέσα σε λίγες σελίδες να συνοψίσουν το νόημα, το απόσταγμα μιας ολόκληρης ζωής, να συλλαβίσουν την ουσία της. Η πρόκληση ήταν να ανακαλύψω για καθέναν από αυτούς μια ξεχωριστή κοσμοθεώρηση και ψυχοσύνθεση και να την αποδώσω με ένα ξεχωριστό ηχόχρωμα και ύφος, τέτοιο που να συμπνέει με την ηλικία, το φύλο, την καταγωγή και τον χαρακτήρα του. Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό το κατάφερα.

Η Κρήτη ως τόπος δράσης του μυθιστορήματος τι ρόλο έπαιξε;

Δεν θα μπορούσε νομίζω να διαδραματίζεται αλλού. Έχω ζήσει όλη μου τη ζωή στο νησί και είναι ο μόνος τόπος που θα μπορούσα να περιγράψω με πληρότητα· τα τοπία, τους ανθρώπους, τα έθιμα, την ψυχοσύνθεση, το χιούμορ, τον τρόπο ομιλίας τους, όλα όσα είναι απαραίτητα ώστε το εξωφρενικό της υπόθεσης να ξεδιπλωθεί σε μια ρεαλιστική βάση.

Διαβάζοντας το, η θεματική του με έφερε κοντά στον Πόε. Υπάρχει σύνδεση με τον μεγάλο κλασικό;

Νομίζω ότι μονάχα η τελευταία σκηνή του βιβλίου έχει κάτι που παραπέμπει ευθέως στις εμμονές του Πόε. Κατά τα άλλα όχι, το παγανιστικό στοιχείο, ο άκρατος ερωτισμός, το ιδιαίτερο χιούμορ, η καρναβαλική διάσταση, νομίζω απέχουν πολύ από την αισθητική του συγγραφέα.

Ο ήρωας σας πιστεύετε ότι ενσαρκώνει μια ελπίδα ή κατάρα;

Αν ρωτούσαμε τον ίδιο τον Φανούρη μετά το πέρας της περιπέτειάς του, σαν γνήσιος τραγικός ήρωας που είναι, θα μας έλεγε πως ενσαρκώνει την ελπίδα, την υπόσχεση που μετατρέπεται, νομοτελειακά ίσως, σε διάψευση, ματαίωση, πτώση και ήττα.

Το νεαρό αγόρι θα μπορούσε να είναι ένα συγγραφικό alter ego; Το αναφέρω επειδή οι συγγραφείς μεσολαβούν μεταξύ του φανταστικού και του πραγματικού.

Όλοι οι ήρωές μου κουβαλάνε κομμάτια μου, όλους τους προσεγγίζω αναγκαστικά χρησιμοποιώντας υλικό από τις δικές μου εμπειρίες,  όμως κανείς τους δεν είναι προβολή δική μου, κανείς δεν είναι εγώ…

Το μυθιστόρημα είναι βαθιά ανθρώπινο. Τι μάθατε για τον άνθρωπο γράφοντας το;

Όλοι μετέχουμε, λίγο ή πολύ, στην αχρειότητα και στο μεγαλείο του ανθρώπου. Όταν επιχειρείς να καταδείξεις την μικρότητα του είδους μας, να σαρκάσεις τις αδυναμίες και τις παθογένειες της κοινωνίας μας, δεν πρέπει στιγμή να ξεχνάς ότι μετέχεις σε αυτές, δεν πρέπει στιγμή να νιώσεις ανώτερος, κι ας στέκεις την ώρα που τα γράφεις σ’ ένα βάθρο απ’ όπου τον κόσμο παρατηρείς και περιγράφεις. Πρέπει να συνταιριάσεις μέσα σου την αυστηρότητα με την κατανόηση και την τρυφερότητα για την κωμική και τραγική φύση της ανθρώπινης κατάστασης, κι αυτό είχα πάντα κατά νου γράφοντας τους «Νεκρούς» μου.

Αν και έχουμε έργο μυθοπλασίας, γίνεται ξεκάθαρο ότι η αλήθεια σώζει την ψυχή. Συμφωνείτε;

H αλήθεια είναι σωτήρια για την ψυχή, ωστόσο δεν μας αρκεί να την ανακαλύψουμε, αλλά θέλουμε, σαν ένα βάρος, να τη μοιραστούμε, κι αυτό παθαίνουν οι νεκροί στο βιβλίο μου, φλέγονται όσα πια τολμάνε μέσα τους απροκάλυπτα να δεχθούν στους ζωντανούς σαν κληρονομιά να παραδώσουν. Μόνο ο θάνατος πάντρεψε μέσα τους την αλήθεια με την ελευθερία, και μόνο ενωμένα αυτά τα δυο βγάζουν κάποιο νόημα.

Πέρα από την εντυπωσιακή ιστορία, την καλοδουλεμένη πλοκή, είναι η γλώσσα που ξεχωρίζει με τον λυρισμό της. Απαιτεί λεπτές ισορροπίες η χρήση του λυρικού στοιχείου στην πεζογραφία;

Σίγουρα! Η ίδια η ιστορία που ξεκινάμε να διηγηθούμε μας επιβάλει κάθε φορά το ύφος που πρέπει να υιοθετήσουμε. Η μίξη ρεαλισμού με το μαγικό στοιχείο, η νεανική, αθώα ματιά του κεντρικού ήρωα, η ελαφρά ονειρική διάσταση των αφηγήσεων/αναμνήσεων των νεκρών, όλα αυτά μου επέβαλαν τον λυρικό τόνο της γλώσσας, κάτι που φυσικά ξενίζει σε μια μερίδα των αναγνωστών. Οι περισσότεροι ωστόσο, απ’ ότι μου γράφουν και μου λένε, φαίνεται να παρασύρονται από τη ροή, τον ρυθμό και την μουσικότητά της και να απολαμβάνουν τη γλώσσα καθαυτή το ίδιο με την πλοκή και τους χαρακτήρες, κι αυτή η ισορροπία είναι το ζητούμενο σε κάθε αφήγηση.

Τι αντιδράσεις έχετε εισπράξει από το κοινό; Από την εκκλησία;

Κανείς δεν γράφει στον συγγραφέα για να του πει ότι δεν του άρεσε το βιβλίο του, ωστόσο οι εκδηλώσεις ενθουσιασμού συνεχώς αυξάνουν, κι αυτό που πραγματικά με χαροποιεί είναι ότι καταφέρνει να συγκινήσει βαθιά αρκετούς από τους αναγνώστες του που νιώθουν την ανάγκη να μου εκμυστηρευτούν πόσο γέλασαν και έκλαψαν με τους ήρωές μου, και αρκετοί είναι αυτοί που όπως μου γράφουν σπεύδουν να το διαβάσουν για δεύτερη φορά μετά την ολοκλήρωση της πρώτης ανάγνωσης! Όσο για την εκκλησία, νομίζω ότι έχουν γίνει πια αρκετά σοφοί, δεν θα έπεφταν στην παγίδα να διαφημίσουν ένα βιβλίο με την όποια αντίδρασή τους, όσο «βέβηλο» κι αν θα έφταναν να θεωρήσουν το περιεχόμενό του.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις