Μιχαήλ Άγγελος, το τέλος

Η "Πιετά" που τον ακολούθησε μέχρι τον θάνατό του

| 05/03/2018

Η πρώτη «Πιετά» του Μιχαήλ Άγγελου που βρίσκεται στον Άγιο Πέτρο φιλοτεχνήθηκε όταν ήταν πολύ νέος, μόλις είκοσι τριών ετών. Το έργο αυτό αποτελεί την πεμπτουσία της ψυχής και της τέχνης του Μιχαήλ Άγγελου. Το μεσαιωνικό θέμα της «Πιετά» απασχόλησε τον καλλιτέχνη σε τρία ακόμη έργα τα οποία διαφοροποιούνται ως προς τη στάση των σωμάτων της σύνθεσης και είναι πιο ελεύθερα. Η τελευταία «Πιετά» φιλοτεχνήθηκε όταν έφτανε η ώρα του θανάτου του.

Το πρώτο από αυτά τα έργα, η «Πιετά» Μπαντίνι τοποθετήθηκε το 1722 στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας και βρίσκεται από τότε εκεί. Ο Βαζάρι που είδε το έργο όταν φτιαχνόταν γράφει: «Δεν υπάρχει καμιά άλλη καλλιτεχνική παράσταση νεκρού σώματος που να μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτόν τον Χριστό». Η στιγμή της παροδικότητας και το αιώνιο αποδίδεται με μοναδικό τρόπο.  Ο Βαζάρι, σταλμένος μια νύχτα από τον Πάπα Ιούλιο Γ’, πήγε ξαφνικά στο σπίτι του Μιχαήλ Άγγελου και τον έπιασε να δουλεύει το πόδι του νεκρού Χριστού. Όταν έπεσε το μάτι του επάνω στο πόδι αυτό, ο Μιχαήλ Άγγελος – μη θέλοντας, άγνωστο γιατί, να το δει ο Βαζάρι – άφησε τη λάμπα να πέσει από το χέρι του και είπε: «Είμαι τόσο γέρος που ο θάνατος συχνά με τραβάει από τον μανδύα για να τον ακολουθήσω, κι έτσι θα πέσω κι εγώ μια μέρα σαν κι αυτή τη λάμπα και το φως της ζωής μου θα σβήσει». Το υπέροχο αυτό έργο είχε προορίσει ο Μιχαήλ Άγγελος να στηθεί στο μνήμα του, όμως αποφάσισε μια μέρα να το καταστρέψει και άρχισε να το χτυπάει και να το σπάει. Ένας μαθητής του, ο Τιμπέριο Καλκάνι, συνέλεξε τα κομμάτια και ανασυγκρότησε το γλυπτό, δίνοντας τη δική του εκδοχή στη Μαγδαληνή που ο Μιχαήλ Άγγελος είχε αφήσει ασχημάτιστη. Όλοι οι ιστορικοί τέχνης έχουν εκτιμήσει αρνητικά αυτή την πράξη του.

Το 1556 φιλοτεχνήθηκε μια άλλη «Πιετά» η λεγόμενη Παλεστρίνα η οποία βρίσκεται στην Ακαδημία της Φλωρεντίας. Και αυτό το έργο είναι σχετικά ημιτελές και υπήρχε η άποψη ότι δεν ανήκει στον Μιχαήλ Άγγελο ολοκληρωτικά, σε κάθε περίπτωση όμως αποτελεί έργο του πνεύματός του.

Η «Πιετά» Ροντανίνι που βρίσκεται στο “Castello Sforzesco” του Μιλάνου είναι το έργο εκείνο που οδήγησε τον Μιχαήλ Άγγελο από τη ζωή στο θάνατο. Το δούλευε μέχρι τις τελευταίες του ώρες, τις νύχτες του Φεβρουαρίου 1564. Αποτελεί ένα έργο αποκάλυψη όπου τηρούνται όλοι οι κανόνες της παράδοσης. Η μυστικιστική διάστασή του,  το υπερβατικό στοιχείο και η αποτύπωση της απομάκρυνσης από τα εγκόσμια το καθιστούν ένα μοναδικό αριστούργημα. Το πνεύμα και η ύλη που αντιστέκεται σε έναν αέναο διάλογο.

Στις 14 Φεβρουαρίου του 1564 ο Τιμπέριο Καλκάνι έγραψε στον ανιψιό του Μιχαήλ Άγγελου, Λιονάρντο, για την υγεία του θείου του:

“ Τον βρήκα να περπατάει έξω από το σπίτι με δυνατή βροχή. Του είπα ότι δεν μου φαίνεται σωστό να μένει με τέτοιον καιρό στο ύπαιθρο. Τι να κάνω! – μου είπε – αισθάνομαι άσχημα και δεν βρίσκω πια πουθενά ησυχία». Η έξοδος αυτή είχε ως αποτέλεσμα ν’ ανέβει ο πυρετός και να πεθάνει στις 17 Φεβρουαρίου του 1564.

Σε ένα από τα τελευταία σονέτα του  ο Μιχαήλ Άγγελος φοβόταν μήπως η υπερβολική καθυστέρηση της ώρας του θανάτου του έκοβε την ελπίδα και έκανε την ψυχή θνητή. Η ύστατη επιθυμία του ήταν να μεταφερθεί το νεκρό του σώμα στη Φλωρεντία, όπως βεβαίωνε ο γιατρός Γκεράρντο Φιντελίσσιμι που τον είχε ακούσει να το λέει πριν πεθάνει και ενημέρωσε τον δούκα της Φλωρεντίας Κόζιμο τον Α’.

Όπως λέει ο Βαζάρι, όμως, επειδή δεν υπήρχε γραπτό κείμενο με την επιθυμία του να τον μεταφέρουν στη Φλωρεντία η μεταφορά του θα έπρεπε να γίνει μυστικά για να μην ξεσηκωθεί η πόλη. Μια νύχτα η σορός του βγήκε μυστικά από μια πύλη της Ρώμης “σαν εμπόρευμα”. Στις 11 Μαρτίου ημέρα Σάββατο έφθασε στη Φλωρεντία. Μυστικά μπήκε κι εκεί και αποτέθηκε στον San Pietro Maggiore. Ο επίλογος της ζωής του καλύφθηκε από ένα μυστήριο. Ολόκληρη την Κυριακή 12 Μαρτίου έγιναν περίεργες συνεννοήσεις και κρυφές προετοιμασίες. Ειδοποιήθηκαν μυστικά οι ζωγράφοι, οι γλύπτες και οι αρχιτέκτονες και πήγαν στην εκκλησία, όπου είχε αποτεθεί ο νεκρός, και έριξαν επάνω στο φέρετρο ένα χρυσοποίκιλτο μεταξωτό κάλυμμα. Γύρω στα μεσάνυχτα, όταν είχαν συγκεντρωθεί όλοι πλάι στο νεκρό, άρπαξαν μονομιάς στα χέρια τους οι πρεσβύτεροι και διασημότεροι καλλιτέχνες πολλές δάδες, που είχαν μεταφερθεί εκεί, και οι νεότεροι σήκωσαν το φέρετρο. Έτσι έγινε η μεταφορά στο θαυμάσιο ναό των Φραγκισκανών Santa Croce. Παρ’ όλη την μυστικότητα όμως οι ψίθυροι απλώθηκαν στην πόλη κι έτσι μαζεύτηκε κόσμος στο ναό. Όταν ανοίχτηκε το φέρετρο διαπιστώθηκε ότι ενώ είχαν περάσει είκοσι πέντε μέρες από το θάνατό του, έμοιαζε σαν να ζούσε λίγες ώρες πριν.

Οι παρακάτω στίχοι  από σονέτο του Μιχαήλ Άγγελου μας δίνουν μια εικόνα του ψυχισμού του.

«Ποιος είναι εκείνος που ζει μόνο από τον ίδιο του τον θάνατο,

όπως το κάνω εγώ, δοσμένος στη θλίψη και στον πόνο;»

«Όποιος ζει από τον θάνατο, μπορεί και να μην πεθάνει».

Πηγές:

  • Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, τομ. 4, εκδ. Βιβλιοθήκη Το Βήμα.
  • Giorgio Vasari, Τρεις καλλιτέχνες της Αναγέννησης, εκδ. Ερατώ, 2010.
  • Giorgio Vasari, Οι βίοι των πλέον εξαίρετων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων, εκδ. Πατάκη, 1997.

Φωτογραφίες: http://www.italianways.com/michelangelos-pieta-rondanini-an-incunabulum-of-contemporary-art/

Η Κατερίνα Κοφφινά είναι πολιτισμολόγος. Σπούδασε «Ευρωπαϊκό Πολιτισμό» με μεταπτυχιακή εξειδίκευση στη Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και Εφαρμοσμένες Εικαστικές Τέχνες στις σχολές Βακαλό και Αrtes (πρώην Δοξιάδη). Έχει εργαστεί πολλά χρόνια στον αρχιτεκτονικό χώρο. Έχει συνεργαστεί με ιδρύματα και συλλόγους στην παραγωγή καλλιτεχνικών και ιστορικών προγραμμάτων, καθώς και με τα περιοδικά «Ιστορία - Πάπυρος», «Science Illustrated», «Ιστορικά Θέματα», "Πολίτες" «Το Περιοδικό». Είναι ιδρυτικό μέλος της Ομάδας Παραγωγής Δημόσιας Ιστορίας "hιστορισταί". Επίσης είναι μέλος και γραμματέας του Δ.Σ του Συλλόγου Πτυχιούχων Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.