Αντιφασιστική Νίκη: Για πάντα 23 ετών...

Στα ίχνη ενός αγνοούμενου μαχητή του Κόκκινου Στρατού στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Stalag II A

| 09/05/2019

Πλησιάζοντας η 9 Μάη, η σημερινή, μεγάλη γιορτή της Αντιφασιστικής Νίκης, έφτασε στο «Περιοδικό» μια από τις εκατομμύρια άγνωστες, προσωπικές ιστορίες που την σφράγισαν. Δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο σε σχέση με τις άλλες. Αλλά είναι προσωποποιημένη και γι’ αυτό, πιο οικεία. Σκεφτήκαμε ότι η δημοσιοποίησή της θα τιμούσε όσους έδωσαν την ζωή τους για το τσάκισμα του φασισμού, αναδεικνύοντας, ταυτόχρονα, την συνεχιζόμενη έρευνα για την «μοίρα» των αγνοουμένων. Δηλαδή, μια από τις μεγαλύτερες ανοιχτές πληγές του μεγαλύτερου μακελειού που γνώρισε η ανθρωπότητα.

Στις 0:43 της 9 Μάη του 1945, στο Βερολίνο, στο προάστιο Κάρλσχορστ, οι πληρεξούσιοι της γερμανικής ανώτατης διοίκησης στρατάρχης Κάιτελ, ναύαρχος Φρίντεμπουργκ και στρατηγός της αεροπορίας Στουμπφ, υπέγραψαν ενώπιον των αντιπροσώπων των ενόπλων δυνάμεων της Σοβιετικής Ενωσης – στρατάρχη Ζούκοφ, της Αγγλίας – στρατάρχη Τέντερ, των ΗΠΑ – στρατηγού Σπάατς, της Γαλλίας – στρατηγού ντε Λατρ ντε Τασινί την Πράξη για την χωρίς όρους συνθηκολόγηση της Γερμανίας.

Ο πόλεμος είχε τελειώσει και τυπικά. Για την Σοβιετική Ενωση, αυτή η πράξη θα αποτελούσε την ιστορικά ανεξίτηλη, αναντικατάστατη «σφραγίδα» της στην ήττα του φασισμού, με πολύ βαρύ, ωστόσο, τίμημα: 27 εκατομμύρια νεκρούς, 4,4 εκατομμύρια αιχμαλώτους και αγνοούμενους, το ευρωπαϊκό τμήμα της ισοπεδωμένο και την πολιτιστική κληρονομιά που υπήρχε σε αυτό, λεηλατημένη.

Η επούλωση των πληγών και η ανεύρεση των αγνοουμένων – ή, έστω, πληροφορίες για το τί απέγιναν – είχε ξεκινήσει ουσιαστικά νωρίτερα, σε κάθε περιοχή που απελευθερωνόταν και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μέσα σε αυτά τα εκατομμύρια είναι και ο ήρωας της ιστορίας μας.

Στις 24 Σεπτέμβρη του 2013, ένας απόγονος μαχητή του Κόκκινου Στρατού, ο Ιβάν Βολοτίκιν, γράφει μια επιστολή προς την διεύθυνση του Κέντρου Τεκμηρίωσης της ‘Ενωσης Σαξονικών Μνημείων της Δρέσδης, με την οποία παρακαλεί να του δοθούν στοιχεία για τον μικρό αδελφό της γιαγιάς του, τον Βασίλι Σεργκέγιεβιτς Μουζίκα, τα ίχνη του οποίου είχαν χαθεί στον πόλεμο.

Ο Ιβάν έγραψε αυτή την επιστολή διότι ανακάλυψε στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων του Κέντρου, πως το όνομα του παππού εμφανιζόταν στους καταλόγους Σοβιετικών αιχμαλώτων.

Η απάντηση άργησε αλλά ήρθε: Ο Βασίλι, γεννημένος το 1920, αιχμαλωτίστηκε στο Ράντομισλ της Ουκρανίας, στις 22 Ιούλη του 1941, ακριβώς ένα μήνα, δηλαδή, μετά την έναρξη της ναζιστικής επίθεσης στην ΕΣΣΔ και πέθανε σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στις 25 Απρίλη του 1943. Ηταν μόλις 23 ετών.

Ο,τι απέμεινε από αυτόν ήταν μερικές σελίδες στον φάκελό του που τον ακολουθούσε καθ’ όλη την διάρκεια της αιχμαλωσίας, μια φωτογραφία με την στολή του στρατοπέδου και ένα σχεδιάγραμμα για τον πιθανό ομαδικό τάφο του. Είναι όμως κάτι για τους δικούς του.

Μπορεί αυτά που βρέθηκαν για τον Βασίλι να μην είναι πολλά, αλλά δίνουν κάποιες αρκετά χρήσιμες πληροφορίες. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι ο Βασίλι υπηρετούσε στο 16ο Τάγμα Σκοπευτών με την ειδικότητα του σνάιπερ (σσ. ελεύθερος σκοπευτής) και ότι έκανε μια απόπειρα απόδρασης από το στρατόπεδο αιχμαλώτων στις 14 Σεπτέμβρη του 1942. Οτι μετά «αρρώστησε» και λίγο αργότερα μεταφέρθηκε σε άλλο στρατόπεδο.

βασιλι1

Τελευταίο κολαστήριο για τον Βασίλι ήταν το στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων Stalag II A, στο Neubrandenburg, στον γερμανικό βορρά. Οπως κάθε στρατόπεδο του είδους του, ήταν η επιτομή της ναζιστικής βαρβαρότητας. Ειδικά για τους «υπάνθρωπους», όπως χαρακτήριζαν οι ναζί γενικά τους Σλάβους και ειδικά τους Σοβιετικούς και τους Ρώσους.

Το Stalag II A άρχισε να χτίζεται λίγο πριν την γερμανική επίθεση στην Πολωνία. Στις 12 Σεπτέμβρη του 1939… το «εγκαινιάζουν» Πολωνοί αιχμάλωτοι. Μέσα σε ένα μήνα είχε 10.858 αιχμαλώτους.

Από το 1940 άρχισαν να καταφτάνουν Γάλλοι, Αγγλοι και Βέλγοι αιχμάλωτοι. Από το 1941, Ελληνες και Σέρβοι και από τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, Σοβιετικοί.

Για τους τελευταίους, οι ναζί είχαν επιφυλάξει ακόμη πιο «ειδική» μεταχείριση: Επειδή οι στρατώνες ήταν ήδη γεμάτοι φυλακισμένους, οι Σοβιετικοί αιχμάλωτοι κρατήθηκαν σε ξεχωριστό σημείο, σε ανοιχτό προαύλιο και σε εσωτερική περίφραξη με αγκαθωτό συρματόπλεγμα.

Ο συνολικός αριθμός των αιχμαλώτων έφτασε τις πολλές δεκάδες χιλιάδες. Είναι χαρακτηριστικό, πως ο αύξων αριθμός του Σοβιετικού αιχμαλώτου, Ιβαν Βιάλκοφ, ο οποίος πέθανε στις 21 Μάρτη του 1943 – λίγους μήνες δηλαδή πριν τον Βασίλι – ήταν 95.496!

Το συσσίτιο για τους Σοβιετικούς αιχμαλώτους ήταν το μισό από ό,τι για τις άλλες εθνικότητες. Το 1944, η τροφή για όλους τους αιχμαλώτους δεν ξεπερνούσε τις 515 θερμίδες (πάντα μισές για τους Σοβιετικούς) και αν σκεφτεί κανείς πως, σύμφωνα με υπολογισμούς, χρειάζονταν περίπου 3.600 θερμίδες για να επιβιώσουν από την απάνθρωπη δουλειά, είναι προφανές ότι άρχισαν να πεθαίνουν κατά εκατοντάδες από την πείνα σε συνδυασμό με την εξάντληση.

Το 1943 οι Σοβιετικοί αιχμάλωτοι συγκρότησαν το 102 τάγμα εργασίας, το οποίο έφτασε να αριθμεί μέχρι και 1.629 ανθρώπους, ενώ τον Μάρτη του 1945, λίγο πριν την απελευθέρωση από τον Κόκκινο Στρατό, είχαν συγκροτηθεί τέσσερα τάγματα εργασίας.

Σε συνδυασμό με τις λακωνικές αναφορές στον φάκελό του περί «αρρώστιας», είναι πολύ πιθανό ο Βασίλι, να άφησε την τελευταία του πνοή λόγω αυτών των άθλιων συνθηκών.

βασιλι2

Κοντά στο στρατόπεδο βρισκόταν το νεκροταφείο. Εκτός από τους Σοβιετικούς, οι άλλες εθνικότητες αιχμαλώτων θάβονταν σε ξεχωριστούς τάφους. Μάλιστα, στους Αγγλους επέτρεπαν να θάβουν τους νεκρούς τους με τα παράσημα και τα στρατιωτικά διακριτικά.

Οι Σοβιετικοί θάβονταν πάντα σε ομαδικούς τάφους και φυσικά χωρίς τα διακριτικά ή τα παράσημά τους. Μέχρι και σήμερα δεν είναι γνωστός ο ακριβής αριθμός τους.

Από τον Οκτώβρη του 1943 έρχονται στο στρατόπεδο οι πρώτοι Ιταλοί αιχμάλωτοι – μετά την συνθηκολόγηση της φασιστικής Ιταλίας – και ακολουθούν Αμερικανοί και Σλοβάκοι.

Στις 4 Μαη του 1945 ο Κόκκινος Στρατός ανοίγει τις πύλες του Stalag II A και απελευθερώνει περίπου 15.000 επιζώντες αιχμαλώτους διαφόρων εθνικοτήτων.

Ο Βασίλι ήταν ανάμεσα στα εκατομμύρια που δεν θα επέστρεφαν ποτέ στην πατρίδα…

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.