Μονόλιθος (μία χαλασμένη χριστουγεννιάτικη ιστορία)
Δεν βιαζόταν να γυρίσει σπίτι. Ακόμη κι η παγωνιά ήταν ευπρόσδεκτη τώρα.
Κοίταξε την βιτρίνα με τα παιχνίδια. Στο τζάμι με το ψεύτικο χιόνι κολλημένο περιμετρικά, αντανακλούσαν τα σκοτεινά σύννεφα, τα μαύρα φύλλα των λιγοστών καχεκτικών δέντρων, τα φώτα ενός περαστικού περιπολικού που χάθηκε βιαστικά στο βάθος του έρημου δρόμου, τα χλωμά χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια του δήμου.
Τα δικά του μάτια όμως ήταν καρφωμένα στην κονσόλα, με έναν χαμογελαστό Σάντα καθισμένο πάνω της, σαν τον πιλότο του Β-52 πάνω στην ατομική βόμβα στο Dr Strangelove.
Έσφιξε το κέρμα στην τσέπη του. «Σου λείπουν ακόμη 346 ευρώ» σκέφτηκε κι ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του.
Δεν βιαζόταν να γυρίσει σπίτι. Ακόμη κι η παγωνιά ήταν ευπρόσδεκτη τώρα.
Επειδή δεν άντεχε τα μάτια του. Κι εκείνο το «μη στενοχωριέσαι μπαμπά».
Η σύμβαση δεν ανανεώθηκε. Και ο τελευταίος μισθός εξαφανίστηκε, «όπως εξαφανίζεται η γροθιά όταν ανοίγεις τα δάχτυλα».
Ποιος τό ‘λεγε αυτό;
Α, ναι. Χάμετ. «Γεράκι της Μάλτας».
Πολύ λογοτεχνικός τρόπος για να εκφράσεις το πόσο μπατίρης είσαι.
«Ελπίζω να μην χρειαστεί να θυμηθώ και τον Χάμσουν» σκέφτηκε ξανά και αυτή τη φορά γέλασε δυνατά.
Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε κάνεις γύρω να τον ακούσει.
Αμέσως μετά συνοφρυώθηκε. Τα μάτια του είχαν αδειάσει. Κρέμασε το σαγόνι του και ακούμπησε την δεξιά παλάμη στην βιτρίνα.
Θα υπήρχε συναγερμός σίγουρα.
Αμέσως μετά τράβηξε το χέρι του σαν να τον έκαψε το κρύσταλλο. «Τι μαλακίες σκέφτεσαι τώρα;».
Θα τον απογοήτευε. Θα άρχιζε να ρωτάει «γιατί μπαμπά;» και αυτό δεν θα μπορούσε να το αντέξει.
«Τι λέει γι’ αυτό η λογοτεχνία σου μάγκα μου;».
Έκανε να στρίψει τον κορμό αλλά τα πόδια του έμοιαζαν καρφωμένα στις πλάκες. Η μαύρη κονσόλα εξακολουθούσε να υπάρχει με εκείνη την αδυσώπητη αδιαφορία των πραγμάτων για τον κόσμο.
Για σένα.
Για εκείνα τα ίδια.
«Μακάρι να ήμουν εσύ», αλλά αμέσως κούνησε δυνατά το κεφάλι. «Όχι βέβαια!».
Αυτή τη φορά κινήθηκε πιο αποφασιστικά να ξεκολλήσει από τη βιτρίνα και σχεδόν τα κατάφερε, όταν με την άκρη του ματιού έπιασε μια κίνηση.
Αρχικά νόμισε πως του φάνηκε. Αλλά μετά γύρισε πάλι προς το γυαλί και πλησιάζοντας κοίταξε πιο προσεκτικά. Ναι. Σίγουρα. Η κονσόλα έμοιαζε να είχε μεγαλώσει.
«Εντάξει. Αυτό μου έλειπε τώρα…».
Γύρισε το κεφάλι προς τον δρόμο και πήγε να κάνει το πρώτο βήμα, όταν άκουσε το ράγισμα.
Ανατρίχιασε. Ήξερε τι θα δει πριν ακόμη στρέψει το βλέμμα του. Η κονσόλα, μαύρη, γυαλιστερή, αψεγάδιαστη, είχε μεγεθυνθεί φτάνοντας στο γυαλί και πιέζοντάς το, μέχρι που όλη η βιτρίνα έγινε θρύψαλα, με έναν έντονο αλλά σύντομο κρότο που τον κατάπιε η ερημιά.
Έμεινε άναυδος. Η κονσόλα υψώθηκε λίγο στον αέρα, με τον Σάντα χαμογελαστό πάντα πάνω της, και βγήκε αργά σε οριζόντια θέση, αιωρούμενη πάνω από το πεζοδρόμιο.
Ύστερα γύρισε κάθετα και το ορθογώνιο σχήμα της άρχισε να υψώνεται προς τα πάνω πετώντας τον Σάντα στις πλάκες.
Τα μάτια του παρακολουθούσαν δίχως ο εγκέφαλος να μπορεί ακόμη να επεξεργαστεί τι ακριβώς σήματα έφταναν.
Κοίταξε γύρω. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Ακόμη κι όταν φευγαλέα σκέφτηκε ότι ακόμη και με καραντίνα, ακόμη και αυτή την ώρα που πλησίαζε να νυχτώνει, παραήταν έρημα, πολύ γρήγορα το προσπέρασε.
Η κονσόλα κινήθηκε μερικά μέτρα και σταμάτησε. Δίχως να αντιλαμβάνεται τον λόγο – ή τον τρόπο – την ακολούθησε.
Η κονσόλα κινήθηκε πάλι.
Ήταν προφανές.
Άρχισε να περπατά πίσω της, με ριπές παγωμένου αέρα να χτυπούν το πρόσωπό του. Το κρύο όμως ήταν πολύ ανίσχυρος λόγος για να τα παρατήσει.
Αν και δεν είχε ιδέα τι ακριβώς ήταν εκείνο που θα παρατούσε, αν το έκανε.
Έτσι έφτασαν στο κλειστό mall.
Η κονσόλα ανυψώθηκε πάνω από το γιγάντιο κατασκεύασμα και στάθηκε, πάντα αιωρούμενη, λίγα μέτρα πάνω από το κέντρο της στέγης. Τώρα πια σίγουρα θα φαινόταν από μακριά. Ήταν θέμα χρόνου να σκάσουν μύτη οι μπάτσοι.
Αλλά δεν έγινε τίποτα απολύτως.
Η κονσόλα έμοιαζε με ένα μεγάλο τοτέμ πάνω από έναν βωμό.
Έναν βωμό γεμάτο διαφημίσεις.
Το ασθενικό φως της συννεφιασμένης μέρας άρχισε να χάνεται και οι αντανακλάσεις των φαναριών που αναβόσβηναν ρυθμίζοντας μια ανύπαρκτη κυκλοφορία, έπεφταν πάνω στο σώμα της κονσόλας – τοτέμ χαρίζοντάς της περιοδική λάμψη.
Σίγουρος πλέον ότι άρχισε να τα χάνει, κινήθηκε να επιστρέψει.
Αλλά να που κάτι έγινε πάλι. Η κονσόλα υψώθηκε κι άλλο, μέχρι που χάθηκε στον σκοτεινό ουρανό και μετά, αθόρυβα, αφέθηκε να πέσει στο κέντρο της στέγης του mall.
Το οικοδόμημα τραντάχτηκε και άρχισε να καταρρέει. Τρομαγμένος έκανε μερικά βήματα πίσω. Το mall εξαφανίστηκε μαζί με την κονσόλα μέσα σε ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης.
Και πριν προλάβει να χωνέψει το μυαλό του όσα έβλεπε, μέσα από τη σκόνη, εμφανίστηκε ο γιος του. Με τις πιτζάμες του και με εκείνα τα χαμογελαστά μάτια που τον έκαναν να θυμάται ότι ήταν άνθρωπος.
«Έλα μπαμπά. Μην στενοχωριέσαι. Διάβασέ μου ένα παραμύθι για καληνύχτα».