Μουσεία - «μαγαζιά», αρχαιότητες - εμπόρευμα
Το «φάντασμα» των ΝΠΔΔ και η «φαντασίωση» της «αγοράς»
Να ολοκληρώσει το έγκλημα της εμπορευματοποίησης των δημόσιων μουσείων θέλει η κυβέρνηση, μέσω της δοκιμασμένης «συνταγής» της αποκοπής τους από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και της μετατροπής τους σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.
Ήδη ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων τάχθηκε απερίφραστα κατά του σχετικού νομοσχεδίου που προωθεί το υπουργείο Πολιτισμού και το οποίο αφορά σε πέντε δημόσια μουσεία: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.
«Το σχέδιο νόμου, που έγινε γνωστό από διαρροές, είναι ακόμη χειρότερο για τα Μουσεία από όσα ως σήμερα είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση» αναφέρουν οι αρχαιολόγοι και προσθέτουν: «Μετατρέπει τα κρατικά Μουσεία σε κυβερνητικά υποχείρια με Διοικητικό Συμβούλιο και Γενικό Διευθυντή που επιλέγονται και διορίζονται από τον εκάστοτε Υπουργό, δεν διασφαλίζει τα δικαιώματα των εργαζόμενων, ενώ προσθέτει αδικαιολόγητα κόστη στον κρατικό προϋπολογισμό με τελικό αποδέκτη τον Έλληνα φορολογούμενο. Η κυβερνητική πρωτοβουλία, η οποία αποκρύφθηκε με απαξιωτικό τρόπο από τους εργαζόμενους/ες στα αρχαιολογικά μουσεία και την Αρχαιολογική Υπηρεσία, ανακοινώνεται μάλιστα σε εποχή πανδημίας και πολέμου, ακρίβειας και επισιτιστικής κρίσης, κατά την οποία πολλά μουσεία του εξωτερικού διακινδυνεύουν την ίδια την ύπαρξή τους, προχωρώντας σε περιορισμό – αναστολή δραστηριοτήτων ή ακόμα και σε περικοπές προσωπικού και κλείσιμο παραρτημάτων τους».
Υπονόμευση του ενιαίου χαρακτήρα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας
Μιλώντας επί της ουσίας του κυβερνητικού σχεδίου, οι αρχαιολόγοι σημειώνουν:
«Η κυβερνητική επιλογή υπονομεύει τον ενιαίο χαρακτήρα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και οδηγεί στη διάλυσή της, αποδυναμώνει τον επιστημονικό και παιδευτικό ρόλο των Μουσείων, θέτει σε κίνδυνο την επαρκή χρηματοδότηση και στελέχωσή τους, ανοίγει τον δρόμο για την εφαρμογή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων λειτουργίας τους, με την αύξηση της τιμής των εισιτηρίων και τη διαφαινόμενη κατάργηση των δωρεάν παροχών στους πολίτες (ξεναγήσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα, δωρεάν ημέρες, εκδηλώσεις).
»Ανοίγει το δρόμο για την ανάθεση κρίσιμων τομέων λειτουργίας τους, που σήμερα εκτελούνται από το προσωπικό των Μουσείων, σε ιδιωτικές εταιρείες, με άμεσα αποτελέσματα τόσο στην ασφάλεια των αρχαιοτήτων όσο και στους εργαζόμενους (λχ τομείς φύλαξης, καθαριότητας, οργάνωσης εκθέσεων, επικοινωνίας), μειώνει τα έσοδα του ΟΔΑΠ, τα οποία στηρίζουν όλους τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία της χώρας, και απειλεί με οριστικό λουκέτο τα μικρότερα μουσεία ανά την επικράτεια.».
Προσθέτουν, ότι «η αλλαγή αυτή δεν έχει καμία σοβαρή αιτιολόγηση».
«Εντύπωση προκαλεί ότι οι “σκοποί” που περιγράφονται στο σχέδιο νόμου ως σκοποί των νέων Μουσείων-ΝΠΔΔ έχουν επιτευχθεί όλοι από τα πέντε μεγάλα δημόσια Μουσεία, με την διοικητική μορφή που έχουν σήμερα ως ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ, εδώ και 20 χρόνια: η προστασία και ανάδειξη αρχαιοτήτων, η εξωστρέφεια, οι περιοδικές εκθέσεις, η συνάντηση της πολιτιστικής κληρονομιάς με τη σύγχρονη τέχνη, τα εκπαιδευτικά και ερευνητικά προγράμματα, η αύξηση της επισκεψιμότητας και πολλές ακόμη δράσεις έχουν καταστήσει τα πέντε δημόσια Μουσεία πρωτοπόρα στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, την υλοποίηση μουσειολογικών και μουσειογραφικών προγραμμάτων, την εκπαίδευση και την έρευνα τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς.
»Την ίδια χρονική συγκυρία η πολιτική ηγεσία δεν ασχολείται με την κάλυψη των αναγκών σε προσωπικό, με αποτέλεσμα μεγάλα διαστήματα κατ’ έτος να υπάρχουν κλειστές αίθουσες σε όλα τα μεγάλα και μικρά μουσεία της χώρας! Αντί να θεραπεύσει τα πραγματικά προβλήματα των Μουσείων, η πολιτική ηγεσία ετοιμάζεται να τους αλλάξει διοικητικό καθεστώς, για να διορίσει μια σειρά από “εκλεκτούς” της στη διοίκησή τους.».
Στη συνέχεια οι αρχαιολόγοι υπενθυμίζουν μια διαχρονική κοινή αλήθεια:
«Όλες οι εξαγγελίες της Υπουργού για “διοικητική” και “οικονομική αυτοτέλεια” των Μουσείων διαψεύδονται αμέσως! Άλλωστε, με βάση τα στοιχεία μελέτης που είχε παραγγείλει το ίδιο το Υπουργείο, αποδεικνύεται ότι κανένα Μουσείο στην Ελλάδα ή το εξωτερικό δεν επιβιώνει χωρίς δημόσια χρηματοδότηση (…)».
Τέλος, οι αρχαιολόγοι προαναγγέλουν κινητοποιήσεις κατά του κυβερνητικού σχεδιασμού.
Η προϊστορία
Η αλήθεια επίσης είναι, ότι δεν υπάρχει κυβέρνηση που να μην υπονόμευσε τον δημόσιο χαρακτήρα της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ειδικά τα μουσεία, όπως και τα αρχαία θέατρα, εκλμβάνονται ως οικονομικά – αλλά και ιδεολογικά – «φιλέτα» για την αστική τάξη και τις κυβερνήσεις της.
Η θεσμική αρχή έγινε με τον Οργανισμό του υπουργείου Πολιτισμού επί υπουργίας Βενιζέλου στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν το Εθνικό Αρχιαολογικό Μουσείο, μετατράπηκε σε «ειδική περιφερειακή μονάδα» του υπουργείου Πολιτισμού μαζί με μερικά ακόμη μεγάλα κρατικά μουσεία. Στόχος ήταν εξαρχής, όπως διαπιστώνεται σήμερα, η αυτονόμηση των μεγάλων κρατικών μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία για να παραδοθούν προοπτικά στο κεφάλαιο.
Τη «σκυτάλη» πήρε το 2005 η ΝΔ, η οποία (με υπουργό Πολιτισμού τον Π. Τατούλη) επιχείρησε να αλλάξει επί το αντιδραστικότερον τον Οργανισμό του ΥΠΠΟ φέρνοντας ένα σχετικό νομοσχέδιο το οποίο, μεταξύ άλλων, προέβλεπε τη μετατροπή σε ΝΠΔΔ 10 σημαντικών μουσείων που θα ήταν πλέον απλώς «εποπτευόμενα» από το ΥΠΠΟ, αλλά «με πλήρη διοικητική, δημοσιονομική και λειτουργική αυτοτέλεια». Επρόκειτο για τα: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο , Μουσείο Ακροπόλεως, Βυζαντινό και Χριστιανικό, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, Μουσείο Ασιατικής Τέχνης, Νομισματικό Μουσείο, Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας – Μουσείο Ιστορίας Ολυμπιακών Αγώνων και Μουσείο Δελφών.
Η «ναυρχίδα» αυτής της επικίνδυνης πολιτικής είναι το Νέο Μουσείο Ακρόπολης, το οποίο είναι η ελληνική εκδοχή της «επιτομής» της εμπορευματικής λειτουργίας των μουσείων. Εξαρχής το θεσμικό του πλαίσιο το απέκοψε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία για να λειτουργήσει «αυτόνομα», προσανατολισμένο σε επιχειρηματικές δράσεις.
Δανεισμοί και «αντίδωρα»
Ένας από τους σημαντικότερους κινδύνους που συνοδεύει την οικονομική, αγοραία «αυτοτέλεια» των μουσείων, αφορά στις ίδιες τις συλλογές τους. Είναι προφανές, ότι, όπως συμβαίνει στην καπιταλιστική παραγωγή, όπου εργατική δύναμη και παραγώμενος πλούτος δεν είναι παρά εμπορεύματα, έτσι και ένα μουσείο, είναι αδύνατον να λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικού όρους, χωρίς να αντιμετωπίζει ως εμπορεύματα τις συλλογές του.
Θυμίζουμε, ότι από τον Δεκέμβριο του 2020 έγινε νόμος του κράτους ο δανεισμός αρχαιοτήτων στο εξωτερικό με το «φαραωνικό» χρονοδιάγραμμα των 25 ετών και με δυνατότητα πενταετών παρατάσεων μέχρι 25 χρόνια επιπλέον.
Πώς συνδέεται η εμπορευματοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς με τον δανεισμό αρχαιοτήτων;
Τότε, το υπουργείο Πολιτισμού σημείωνε, ότι «η ρύθμιση αφορά καταρχήν στο Μουσείο Μπενάκη, το οποίο έχει ήδη προσεγγιστεί από το Ελληνικό Μουσείο της Μελβούρνης – την τρίτη πόλη στον κόσμο με ομογενειακό πληθυσμό – προκειμένου να συστεγαστεί σε νέο κτήριο το οποίο κατασκευάζεται επί τούτου με τον διακριτό τίτλο “Μουσείο Μπενάκη Μελβούρνης”. Στην πραγματικότητα δημιουργείται ένα μίνι Μουσείο Μπενάκη με εκπροσώπηση όλων των συλλογών του – αντίστοιχου του αθηναϊκού – με αντικείμενα προερχόμενα από τις αποθήκες του.».
Όπως εξηγούσε το Περιοδικό, η τακτική δημιουργίας παραρτημάτων μουσείων στο εξωτερικό ξεκίνησε από τα μεγάλα μουσεία όπως το Λούβρο, που εγκαινίασε το παράρτημά του στο Άμπου Ντάμπι το 2017, αλλά και το Ερμιτάζ, το οποίο σύναψε συμφωνία για τη δημιουργία παραρτήματος στο Λας Βέγκας, ήδη από το 2000, μαζί με το γερμανικό Μουσείο Γκούγκενχάιμ.
Για να συμβεί αυτό όμως, προϋποθέτει την επιχειρηματική λειτουργία των μουσείων, έτσι ώστε να μην υπόκεινται πλήρως στους περιορισμούς της νομοθεσίας για την πολιτιστική κληρονομιά των χωρών προέλευσης, να είναι πιο «ευέλικτα» στην πολιτιστική «αγορά» και να μπορούν να διαχειρίζονται τα «προϊόντα» τους, εν προκειμένω τις συλλογές τους, με αγοραίους όρους.
Για τα ξένα μουσεία αυτό είναι πιο απλό, αφού αποτελούν όντως ξεχωριστές «επιχειρήσεις». Για την Ελλάδα, όμως, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα, αφού τα μουσεία επί το πλείστον είναι «δεμένα» με τους αρχαιολογικούς χώρους τους οποίους αναδεικνύουν και, κατά συνέπεια, με την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Αυτός λοιπόν ο «χαλκάς» – όπως τον αντιλαμβάνεται το αστικό κράτος – του δημόσιου χαρακτήρα των μουσείων, έπρεπε να φύγει. Και η μέθοδος ήταν το «στρίβειν» διά της μετατροπή των κρατικών μουσείων σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Καθεστώς το οποίο ουσιαστικά τα αποκόβει από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, στο όνομα, όπως είπαμε, της «ευελιξίας», της «αυτονομίας» και της «αυτοτέλειάς» τους.
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι τα μουσεία θα οφείλουν να αναζητούν μόνα τους πηγές εσόδων, λειτουργώντας πλέον με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και αναπτύσσοντας κάθε είδους δραστηριότητες, προκειμένου να προσελκύσουν περισσότερους «πελάτες», σε βάρος της πραγματικής αποστολής τους που θα έπρεπε να είναι η συμβολή τους στην άνοδο του πολιτιστικού – μορφωτικού επιπέδου του λαού.
Μάλιστα ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, στην διαφωνία του με την αύξηση του χρόνου δανεισμού ανέφερε, ότι «είναι εύλογη η υπόνοια ότι η αιφνίδια αλλαγή του άρθρου εξυπηρετεί την κυβερνητική εξαγγελία της αλλαγής της νομικής μορφής των μεγάλων δημόσιων Μουσείων (με τη μετατροπή τους σε ΝΠΔΔ με διορισμένα ΔΣ).».
Επιχειρηματικός «διάλογος» με την πολιτιστική κληρονομιά
Για να γίνει πιο κατανοητό το γεγονός που η εμπορευματοποίηση των μουσείων είναι μέρος του στρατηγικού στόχου του κεφαλαίου για πλήρη εμπορευματοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς εν γένει, το παρακάτω παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό:
Στις 24 Μαΐου 2018, πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες μια ακόμη ευρωπαϊκή επιχειρηματική διάσκεψη κορυφής στο πλαίσιο της European Business Summit, μιας από τις πιο εκτεταμένες και σημαντικές πλατφόρμες επιχειρηματικής δικτύωσης στην Ευρώπη, η οποία ήταν εξολοκλήρου αφιερωμένη στην πολιτιστική κληρονομιά, για πρώτη φορά στην ιστορία της. Προσέλκυσε πάνω από 1.700 συμμετέχοντες και 175 ομιλητές και, σύμφωνα με τους διοργανωτές, «έδωσε στους επιχειρηματικούς εκπροσώπους την ευκαιρία διαλόγου με βασικούς φορείς λήψης αποφάσεων της ΕΕ και να αποδείξουν ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη λύσεων στα πιό πιεστικά ζητήματα στην Ευρώπη.».
Εκτός «από την προβολή της αξίας και των πολλαπλών οφελών της πολιτιστικής κληρονομιάς για την κοινωνία, το περιβάλλον και την ευημερία των πολιτών της Ευρώπης», το στρογγυλό τραπέζι της συνόδου υπό την χαρακτηριστική θεματική ενότητα «Agora» και τίτλο «Ευρωπαϊκό Έτος Πολιτιστικής Κληρονομιάς: Επένδυση στην πολιτιστική κληρονομιά» στόχευσε στην «προβολή της οικονομικής δυναμικής της επένδυσης και προώθησης της πολιτιστικής κληρονομιάς στις πόλεις και την ύπαιθρο. σε ολόκληρη την ήπειρο».
Γιατί τόσος επιχειρηματικός «πόνος» για την πολιτιστική κληρονομιά. Διότι, όπως προκύπτει από τις αναγορές του προγράμματος της ΕΕ, «η Πολιτιστική κληρονομιά μετρά για την Ευρώπη», με συντονιστή την Europa Nostra, μεταξύ του 2013 και του 2015, περίπου 300.000 άνθρωποι εργάζονταν απευθείας στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς στην ΕΕ, με 7,8 εκατομμύρια θέσεις εργασίας που προέκυπταν έμμεσα από τον τομέα. Για κάθε άμεση θέση εργασίας, ο τομέας της πολιτιστικής κληρονομιάς παράγει έως και 26,7 έμμεσες, παραδείγματος χάριν στους τομείς των κατασκευών και του τουρισμού. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της ακόμη μεγαλύτερης κερδοφορίας στην οποία ελπίζει να αρπάξει το κεφάλαιο από την πολιτισιτκή κληρονομιά, σε σύγκριση, στην αυτοκινητοβιομηχανία παράγονται μόλις 6,3 έμμεσες θέσεις εργασίας για κάθε άμεση θέση.
«Επομένως», διαπιστώνει πανευτυχής η European Business Summit, «η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί ζωτικό τμήμα της ευρωπαϊκής οικονομίας και βασικό πόρο για την αειφόρο ανάπτυξη, σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη και απασχόληση. Με συγκεκριμένους αριθμούς, η σύνοδος προσέγγισε την οικονομική, χρηματοπιστωτική και επιχειρηματική κοινότητα για να την πείσει να επενδύσει σε αυτό το μοναδικό κεφάλαιο».
Και πώς πείθεις έναν επιχειρηματία να επενδύσει;
Μόνο με την υπόσχεση μεγάλου κέρδους. Ικανού να τον κάνει να μεταφέρει χρήματα, π.χ, από την αυτοκινητοβιομηχανία, σε ένα μεγάλο μουσείο.
***
Περισσότερα:
- Μουσεία – ΝΠΔΔ και «business as usual»
- Γλυπτά Παρθενώνα – Νέο Μουσείο Ακρόπολης: «Εθνικοί στόχοι», «εθνικά σύμβολα»… και τραπεζάκια έξω
- ΣΕΑ: Υπόμνημα ενάντα στη μετατροπή δημόσιων/κρατικών μουσείων σε ΝΠΔΔ
- Τα διαμεσολαβητικά «γρανάζια» της εμπορευματοποίησης του πολιτισμού: Η περίπτωση του «Διαζώματος»
- Από τον δανεισμό, στον εκπατρισμό αρχαιοτήτων, μια αγορά δρόμος: Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος εγκλήματος
- Διεθνής Ημέρα Μουσείων: Δεν γιορτάζουμε όλοι, το ίδιο