«Μπράβος», του Αλαν Τρότερ
Μέχρι να βρει η βία διέξοδο
Το χάος μένει κρυφό όσο ελέγχουμε το θράσος μας. Όταν χαθεί ο έλεγχος δεν υπάρχει κανόνας, δεν υπάρχει βεβαιότητα, δεν υπάρχει ήσυχος δρόμος, γνώριμος ουρανός. Η ανατροπή και η πορεία χωρίς γυρισμό ξεκινούν από την αναζήτηση της αδικαιολόγητης βίας. Το ένστικτο κυριαρχεί και η λογική υποχωρεί στο παράλογο. Η ορθολογική σκέψη αντικαθίσταται από τη βίαιη και το υποκείμενο ζει και πεθαίνει μ’ αυτήν. Η πρόκληση-πρόσκληση του θανάτου είναι σίγουρη και μέχρι να έρθει το τέλος η ζωή του ατόμου ορίζεται από τη βία. Αυτή είναι το μέσο έκφρασης συναισθημάτων, αιτημάτων, διαταγών, επιβολής, επιβίωσης. Οι απόλυτες πράξεις όμως φέρνουν -αναπόφευκτα- και απόλυτους αντιπάλους. Τα πάντα, από κει και πέρα, καθορίζονται από τον χρόνο και την τύχη. Κάποια στιγμή το χτύπημα δεν θα έχει απάντηση, το αίμα δεν θα βρει αίμα και η σφαίρα θα ακολουθήσει μία κατεύθυνση, αυτήν της καθόδου στην άβυσσο. Το θράσος εξαφανίζεται και το χάος καλύπτει τα πάντα στον κόσμο του ασυλλόγιστου ανθρώπου. Ελπίδες, όνειρα, αναμνήσεις, όλα, χωνεύονται από τη δίνη που δεν σταματά παρά μόνο όταν η βία βρει διέξοδο. Όχι εδώ όμως, όχι στο μυθιστόρημα του Αλαν Τρότερ. Ο «Μπράβος» (Εκδόσεις Gutenberg) είναι ιστορία εγκλωβισμού και μάταιης αναζήτησης ταυτότητας.
Το ντεμπούτο του Τρότερ είναι εντυπωσιακό. Δημιουργεί μια ιστορία φαινομενικά ακατανόητης βίας για να εξηγήσει το φαινόμενο και την επίδραση της στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Δεν μένει όμως στην περιπέτεια και το μυστήριο, αλλά εμπλέκει στην αφήγηση την επιστημονική φαντασία και τη φιλοσοφία! Στο βιβλίο του Τρότερ «Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο Αλμπέρ Καμί, ο Φίλιπ Ντικ και η Πατρίσια Χάισμιθ ενώνονται σε ένα εξαιρετικά φρέσκο μυθιστόρημα» έγραψε ο «Guardian». Διαβάζοντας το διακρίνεις σημάδια σκληρής αστυνομικής ιστορίας. Οι σκέψεις του ήρωα Μποξ και η ανωνυμία του συνεργού του, που αποτυπώνεται με μία παύλα (-), παραπέμπουν στον Καμί. Οι ιστορίες ενός συγγραφέα «της κακιάς ώρας» ανακατεύουν παρόν, παρελθόν, μέλλον και άγνωστα πλάσματα, ξεκάθαρη αναφορά στον Φ.Ντικ. Τέλος, το μαύρο χιούμορ και η ατμόσφαιρα ψυχολογικού θρίλερ δείχνουν την Π. Χάισμιθ. Η ισορροπία όλων αυτών οφείλεται στην ανάγκη των ηρώων για βία. Ο Τρότερ δεν ασχολείται με το αυθόρμητο και το παρορμητικό, αλλά με το κίνητρο και την αίτια ζωής που προσφέρει η βία. Γι’ αυτό και το μυθιστόρημα αποκτά βάθος και λειτουργεί σε επίπεδο υπαρξιακό και κοινωνιολογικό. Προφανώς για τον συγγραφέα είναι η δική του περιέργεια και έρευνα στο «πού οδηγεί η αδικαιολόγητη βία;» και δεν χάνει τον προορισμό του. Ολοκληρώνοντας την ιστορία καταλαβαίνουμε ότι η αδικαιολόγητη βία θα οδηγήσει σε ένα μέλλον που τίποτα δεν θα αναγνωρίζεται.
Σε μια πόλη γεμάτη απατεώνες και κακοποιούς, ο μπράβος Μποξ και ο συνεργάτης του σέρνουν και μαχαιρώνουν κατά παραγγελία. Κάποιο, βράδυ, σ’ ένα τραπέζι πόκερ συναντούν συγγραφέα «της κακιάς ώρας» και έναν μυστηριώδη ντετέκτιβ, οι οποίοι τους εμπλέκουν σε μια ιστορία αποτρόπαιης βίας που αφήνει πίσω της αμέτρητα πτώματα. Η βία ως μέσο «επαγγελματικής αποκατάστασης» (sic), μα και μέσο προβληματισμού για την εικόνα, τη συμπεριφορά, τη δράση του μπράβου. Ο θύτης γίνεται θύμα και η βία που μετατρέπεται σε κέρδος, γίνεται βία που σκοτώνει σώμα και συναίσθημα. Σαν ιδιότυπο «Παρίσι-Τέξας» αυτό το βιβλίο. Η βία είναι η λεωφόρος του και η αναζήτηση ταυτότητας και θέσης στον κόσμο, ο άπιαστος στόχος. Η μετάφραση ανήκει στον Γιώργο-Ικαρο Μπαμπασάκη ο οποίος κατάφερε να μας βάλει στο πολύπλοκο σύμπαν του Τρότερ.