Το πολλαπλό είδωλο του φασισμού #2
Ουγγαρία. Οι νεοφασίστες κερδίζουν τους απογοητευμένους
Με αφορμή τις ευρωεκλογές, το Περιοδικό κάνει ένα μικρό αφιέρωμα στο φαινόμενο της ανόδου της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Χθες δημοσιεύτηκε ένα κείμενο εν είδει εισαγωγής και συνεχίζουμε σήμερα με το παράδειγμα της Ουγγαρίας. Αύριο θα ακολουθήσει το παράδειγμα της Αυστρίας.
Η Ουγγγαρία αποτελεί μία πολύ χαρακτηριστική περίπτωση αυτού που αναφέραμε χθες, για την απαξίωση της ιδέας της κοινωνικής χειραφέτησης. Το ουγγρικό νεοφασιστικό κόμμα Γιόμπικ έχει καταφέρει να θεωρείται ως η ισχυρότερη αντιπολιτευόμενη δύναμη στην υπερσυντηρητική δεξιά κυβέρνηση του Βίκτορ Ορμπάν. Το Κίνημα για μια καλύτερη Ουγγαρία (Jobbik) κατέγραψε εντυπωσιακή άνοδο στις εθνικές εκλογές του περασμένου Απριλίου φτάνοντας σε ποσοστό 20% και κατακτώντας 23 από τις 199 έδρες του Κοινοβουλίου. Δηλωτικό της ενσωμάτωσης της ακροδεξιάς στο σύστημα είναι η ανάδειξη ενός βουλευτή τού κόμματος (ο οποίος υπήρξε σκίνχεντ με «ακτιβιστική δράση» ανάλογη των ταγμάτων εφόδου της ΧΑ) σε αντιπρόεδρο της Βουλής με τις ψήφους και βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος. Ο ίδιος εμφανίστηκε χαλαρός μπροστά στους συναδέλφους του υποστηρίζοντας με στυλ Βορίδη σε τηλεοπτική εκπομπή ότι «αφού μάλλον όλοι ξέρουμε το παρελθόν μου, ας αναφερόμαστε πλέον στο μέλλον». Στην ίδια λογική της συναίνεσης με όλες τις πολιτικές δυνάμεις, ένα άλλο μέλος του Γιόμπικ ορίστηκε πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής για θέματα παιδείας και πολιτισμού.
Άλλωστε κυβέρνηση και ακροδεξιά παίζουν στο ίδιο γήπεδο στην Ουγγαρία. Η προηγούμενη θητεία του Ορμπάν καθώς και η προεκλογική του εκστρατεία πριν την πρόσφατη αναμέτρηση κινήθηκαν σε μια αντιευρωπαϊκή ρητορική με σταθερές αναφορές στον «περήφανο ουγγρικό λαό» που δοκιμάζεται από τη φτώχεια και στο όραμα για μια «Μεγάλη Ουγγαρία». Ως εδώ καμιά διαφοροποίηση με το Γιόμπικ. Η διαφορά είναι ότι ο Ορμπάν είναι αυτός που στην πρώτη του θητεία κυβέρνησε (σχεδόν αποκλειστικά) με προεδρικά διατάγματα, που προώθησε σκληρότερους κατασταλτικούς νόμους και που εφάρμοσε μια πολιτική άγριας λιτότητας διευρύνοντας τη φτώχεια και την ανεργία. Έτσι η πιο αποφασιστική γραμμή του Γιόμπικ έναντι της Ευρωπαϊκής Ενωσης (που εκφράστηκε συμβολικά με το κάψιμο της σημαίας της ΕΕ έξω από το ουγγρικό κοινοβούλιο) κερδίζει όλο και μεγαλύτερη συμπάθεια στο εκλογικό σώμα. Το Γιόμπικ δεν προτάσσει μόνο «προωθημένες ιδέες», όπως το δημοψήφισμα για την έξοδο από την ΕΕ, αλλά και μια (θολή έστω) αντινεοφιλελεύθερη πολιτική. Είναι αυτό που δημιουργεί ελπίδες για την αποκατάσταση των οικονομικών ανισοτήτων και υπόσχεται δουλειές σε μια χώρα που είδε την ανεργία να αυξάνεται δραματικά τα τελευταία 20 χρόνια.
Είναι αυτό που -όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται- διεκδικεί για τον εαυτό του να είναι ταυτόχρονα κληρονόμος του κοινωνικού κράτους που κατέρρευσε μαζί με το σοσιαλιστικό καθεστώς και θεματοφύλακας της εθνικής ταυτότητας (η οποία προπαγανδίζεται στην πράξη με πογκρόμ εναντίον των Ρομά).
Όμως η λογική της αναζήτησης αποδιοπομπαίων τράγων που ευθύνονται για τα δεινά της χώρας δεν είναι ξένη στους Ούγγρους αφού εγκαινιάστηκε από το κυβερνών κόμμα πολύ πριν τους φασίστες του Γιόμπικ. Ο πόλεμος στη φτώχεια, που κήρυξε τα προηγούμενα χρόνια ο Ορμπάν, δεν ήταν παρά ένας καμουφλαρισμένος ρατσισμός εναντίον όσων βρίσκονταν στο κοινωνικό περιθώριο. Το επίδομα ανεργίας συνδέθηκε με την υποχρεωτική κοινωνική εργασία με το σκεπτικό ότι η φιλανθρωπία του κράτους δεν μπορεί να παρέχεται δωρεάν. Πάνω στον ίδιο θεωρητικό άξονα κινήθηκε και η κατάργηση άλλων επιδομάτων προς πληθυσμιακές ομάδες που θεωρήθηκαν αντιπαραγωγικές και επομένως εχθρικές στο κοινωνικό σύνολο. Το γεγονός ότι το Γιόμπικ και το κυβερνών κόμμα Fidesz ενισχύθηκαν εκλογικά (το πρώτο με τη θριαμβευτική είσοδο στο κοινοβούλιο, το δεύτερο με την ανάρρηση στην εξουσία) στην αναμέτρηση του 2010, μόνο συμπτωματικό δεν είναι. Όπως άλλωστε και η ακροδεξιά μετατόπιση του μεγαλύτερου μέρους των δυσαρεστημένων από την κυβέρνηση Ορμπάν. Αναμένουμε τις εξελίξεις…