Νάκμπα: η «Καταστροφή» που δεν τελείωσε ποτέ

Το διαρκές έγκλημα της ισραηλινής κατοχής

| 15/05/2020

Οι Παλαιστίνιοι ως «Νάκμπα » αναφέρονται στο διωγμό που υπέστησαν μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ στις 15 Μάη του 1948, ο οποίος οδήγησε περίπου 700.000 Παλαιστινίους στην προσφυγιά: το 66% του συνολικού παλαιστινιακού πληθυσμού εκδιώχθηκε ενώ 531 πόλεις και χωριά σβήστηκαν από το χάρτη. Σήμερα, οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες έχουν φτάσει συνολικά τα πέντε εκατομμύρια και είναι η μεγαλύτερη, καταγεγραμμένη από τον ΟΗΕ, κοινότητα προσφύγων στον κόσμο. Το δικαίωμα επιστροφής τους αναφέρεται στο ψήφισμα 194 του ΟΗΕ που εγκρίθηκε το Δεκέμβρη του 1948 και έκτοτε έχει επαναδιατυπωθεί περισσότερες από 110 φορές από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενταγμένο μέσα σε άλλα ψηφίσματα.

Σήμερα, τόσα χρόνια χρόνια μετά, η Λωρίδα της Γάζας παραμένει ισοπεδωμένη από τους αλλεπάλληλους γύρους βομβαρδισμών των τελευταίων χρόνων με ποικίλα προσχήματα, παραμένει ουσιαστικά αποκλεισμένη, χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με τη Δυτική Όχθη. Η Δ. Όχθη μετατρέπεται σε ένα παζλ από καντόνια διάτρητα από εκατοντάδες εποικισμούς, άλλα τόσα στρατιωτικά σημεία ελέγχου, και περικυκλωμένη από ένα τερατώδες τείχος. Αποκλεισμένη ουσιαστικά είναι και η ανατολική Ιερουσαλήμ,  αφού εκτός από τους κατοίκους της, οι υπόλοιποι Παλαιστίνιοι είναι πολύ δύσκολο να την προσεγγίσουν.

72 χρόνια από τη Νάκμπα! 72 χρόνια από τότε που με απόφαση της τότε Κοινωνίας των Εθνών ιδρυόταν το ανεξάρτητο κράτος του Ισραήλ σε γη όπου ζούσαν κατά πλειοψηφία Παλαιστίνιοι και οι άραβες γείτονες με τα τότε βασιλικά τους καθεστώτα (κυρίως Αίγυπτος και Ιορδανία τότε οι οποίες κατείχαν μετά από τις διευθετήσεις με τους αποχωρούντες αποικιοκράτες Άγγλους τη Λωρίδα της Γάζας η πρώτη και τη Δυτική Όχθη και την ανατολική Ιερουσαλήμ η δεύτερη)  αρνούνταν την ίδρυση παράλληλα ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους αποβλέποντας στη διατήρηση του ελέγχου τους επί της παλαιστινιακής γης. Την ίδρυση του Ισραήλ ακολουθούν μαζικές μεταναστεύσεις Εβραίων στην Παλαιστίνη και η προσάρτηση παλαιστινιακής γης δια της στρατιωτικής και παραστρατιωτικής οδού (μην ξεχνάμε τις «δάφνες» του αποθανόντα Αριέλ Σαρόν από την περίοδο εκείνη λόγω των «εκκαθαριστικών» του επιτευγμάτων). Το 1948, περισσότερος από τον μισό συνολικό πληθυσμό των Παλαιστίνιων, περίπου 800.000, παίρνει το δρόμο της προσφυγιάς και θα ακολουθεί από το δεύτερο κύμα προσφυγιάς το 1967, μετά τον πόλεμο των 6 ημερών, οπότε το Ισραήλ κατέλαβε και τα εδάφη που έλεγχαν Ιορδανία και Αίγυπτος φθάνοντας σχεδόν μέχρι τη χερσόνησο του Σινά.

Όλες αυτές τις δεκαετίες, η πλειοψηφία των αραβικών ηγεσιών εξέφραζε συμπαράσταση στους Παλαιστινίους και οργή για την ισραηλινή κατοχή, κάνοντας επί του πρακτέου, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σχεδόν τίποτε. Πολλές φορές ούτε καν τα χρήματα που ανακοινώνονταν ως βοήθεια δεν έφταναν στα παλαιστινιακά εδάφη. Σήμερα, δεν υπάρχουν καν καταδίκες από όλους, καθώς οι πετρελαιομοναρχίες με αιχμή τη Σ. Αραβία τα «έχουν βρει» με τον αμερικανο-ισραηλινό άξονα.

Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ισραήλ – Παλαιστινίων, που με διακοπές μικρότερες ή μεγαλύτερες, διεξάγονταν επί 22 χρόνια έχουν διακοπεί μετά την κατάρρευση και του τελευταίου «γύρου» υπό την αιγίδα των ΗΠΑ.  Άλλωστε, από την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντ. Τραμπ δεν τηρούνται ούτε τα δήθεν προσχήματα της «ουδετερότητας» του διαμεσολαβητή μετά και την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως ενιαίας πρωτεύουσας του εβραϊκού κράτους, κατά παραβίαση των σχετικών αποφάσεων του ΟΗΕ.

Έκτοτε, το Ισραήλ έχει μετατραπεί σε μία από τις μακροβιότερες, αν όχι η μακροβιότερη, κατοχική δύναμη στον πλανήτη καθώς διαρκώς δια της βίας, της τρομοκρατίας, των δολοφονιών, της εξαθλίωσης και του εξευτελισμού, δημιουργεί δεδομένα στο έδαφος και προκαταλαμβάνει εξελίξεις, «τρώγοντας» βήμα βήμα ό,τι απέμεινε από την παλαιστινιακή γη το 1948 και το 1967 με την πασίγνωστη μέθοδο των εποικισμών που έχουν καταντήσει αδιάβατα τα παλαιστινιακά εδάφη και τη ζωή αβίωτη με το νερό, τη γη, τις καλλιέργειες, τις μετακινήσεις σχεδόν τα πάντα να ελέγχονται πρακτικά από τον ισραηλινό στρατός κατοχής.

Ακόμη όμως και στη Γάζα, από όπου αποχώρησε ο κατοχικός στρατός το 2005, πρακτικά είναι πάντα εκεί αφού ουσιαστικά την μετέτρεψε σε μια τεράστια φυλακή για 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους, που δεν μπορούν ούτε νερό, ούτε ρεύμα, ούτε στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη και τρόφιμα να έχουν αν το Ισραήλ δεν το επιτρέψει και δεν ανοίξει τις ελάχιστες εισόδους – εξόδους της φυλακής.. Η Γάζα ξέρει τι θα πει «καραντίνα» και μάλιστα απόλυτη πολύ πριν την μάθει ο κόσμος ολόκληρος. Και «καραντίνα» για τα πάντα..

Απέναντι σε όλα αυτά, η …«διεθνής κοινότητα», πιο προκλητικά από ποτέ σήμερα, δεν ψελλίζει ούτε καν μια λέξη καταδίκης. Οι ισραηλινές κυβερνήσεις δολοφονούν ατιμωρητί όποιον θέλουν και όπου θέλουν (να θυμηθούμε τις επιδρομές στη Συρία) και κανείς δεν μιλά. Παραβιάζουν προκλητικά και χυδαία αποφάσεις του ΟΗΕ, κάθε διεθνούς οργανισμού και εκβιάζουν απροκάλυπτα τη…«διεθνή κοινότητα» και δεν κουνιέται φύλλο. Εκτελούν εν ψυχρώ αμάχους, γυναίκες, μανάδες, παιδιά, δημοσιογράφους, ξένους φιλειρηνιστές, και «δεν ανοίγει ρουθούνι». Φυλακίζουν επί χρόνια χωρίς απαγγελία κατηγοριών (διοικητική κράτηση), ακόμη και ανηλίκους, και δεν «ενοχλείται κανείς». Αντίθετα όποιος τολμήσει να καταγγείλει την ισραηλινή κατοχική πολιτική χαρακτηρίζεται αυτομάτως «αντισημίτης» ακόμη και αν είναι εβραίος (ίσως ο Τσόμσκι να είναι το γνωστότερο παράδειγμα αν και οι Ισραηλινοί αρνητές στράτευσης σε κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη είναι το πιο συγκλονιστικό αναμφισβήτητα). Και το κυριότερο: κυριαρχεί μια λογική αντιμετώπισης «ίσων αποστάσεων», διαμοιρασμού ευθυνών εκατέρωθεν, προσέγγιση της κατάστασης ως «διένεξη» σαν να βρίσκονται αντιμέτωπες δύο ισοδύναμες πλευρές, αποδίδεται θρησκευτική χροιά και το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι τελικά η βασική αιτία όλης αυτής της αιματηρής πορείας, η «ισραηλινή κατοχή», ως όρος να ακούγεται ολοένα λιγότερο με τάση να εκλείψει. 

Ο παλαιστινιακός λαός μόνος, και θα τολμούσε κανείς να πει «παραγκωνισμένος» πλέον από το προσκήνιο της διεθνούς πολιτικής σκηνής, συνεχίζει να δολοφονείται με όπλα, με πείνα, με εξαθλίωση, με αποκλεισμό, με βόμβες, και απειλείται να «δολοφονηθεί» και από την λήθη και την περιθωριοποίηση της αλήθειας, στο βωμό «συμφερουσών συμφωνιών και συμμαχιών».  Ο παλαιστινιακός λαός συνεχίζει να παλεύει, να αντιστέκεται και να αγωνίζεται για το αυτονόητο: για την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του, για μια βιώσιμη πατρίδα και για ένα μέλλον για τα παιδιά του.

Γι αυτό η Παλαιστίνη είναι «πιο πατρίδα από τις άλλες πατρίδες» ή καλύτερα μια πατρίδα που την αγαπούν άνθρωποι από όλον τον κόσμο.  Γιατί οι εξεγερμένοι και οι καταπιεσμένοι, οι άνθρωποι της δουλειάς, των μικρών και μεγάλων καθημερινών δυσκολιών βλέπουν στον αγώνα των παιδιών τη Παλαιστίνης για ελευθερία και τον δικό τους αγώνα. Βλέπουν ίσως λίγη από την έμπνευση και το κουράγιο που τους λείπει. Όπως έλεγε η Rafeef Ziadah, οι Παλαιστίνιοι, δείχνουν πώς να ζούμε και να αγωνιζόμαστε:

«Διδάσκουμε ζωή. Εμείς, οι Παλαιστίνιοι, διδάσκουμε ζωή όταν αυτοί έχουν καταλάβει και τον τελευταίο ουρανό. Διδάσκουμε ζωή, αφού μετά τον τελευταίο ουρανό, έχτισαν τους εποικισμούς τους και τα τείχη του Απαρτχάιντ. Διδάσκουμε ζωή. Εμείς, οι Παλαιστίνιοι, ξυπνάμε κάθε πρωί για να διδάξουμε όλο τον υπόλοιπο κόσμο ζωή.»

 

Ανάμεσα στις δύο μεγάλες αγάπες, την ψυχολογία και τη δημοσιογραφία, την μία την σπούδασε και την άλλη την έκανε επάγγελμα. Καμβάς το διεθνές ρεπορτάζ. Eκεί που δυστυχώς οι ζωές γίνονται ακόμη αριθμοί. Αγαπημένη ερώτηση: γιατί. Αγαπημένο μέσο: οι λέξεις, γραπτές ή ραδιοφωνικές. Μετά κόπων και βασάνων, κατάφερε να ολοκληρώσει διδακτορική διατριβή, όπου αποπειράθηκε να συνδυάσει πολιτική φιλοσοφία και σύγχρονες εξελίξεις.