Νέα Λατινοαμερικάνικη Γραφή
Αλεχάντρο Σάμπρα, Κανέκ Σάντσες Γκεβάρα, Χόρχε Γκαλάν
Πρόκειται για τρεις λογοτέχνες της Λατινικής Αμερικής – Αλεχάντρο Σάμπρα από την Χιλή, Κανέκ Σάντσες Γκεβάρα από την Κούβα και Χόρχε Γκαλάν από το Σαν Σαλβαδόρ – όλοι τους γεννημένοι στην διετία 1974-75 και μεταφρασμένοι εξαιρετικά από τον Αχιλλέα Κυριακίδη. Ακολουθούν διάφορες σχολές (μαγικό ρεαλισμό, εκλεκτική λογοτεχνία, μπορχεσιανό στιλ κ.α.) χωρίς ταυτίζονται με καμία, ιστορώντας, παράλληλα, τα κοινά των τόπων τους.
[hr]
Alejandro Zambra, Τρόποι να γυρίζεις σπίτι – Μετάφραση – Σημειώσεις Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδ. Ίκαρος
Ο Χιλιανός Αλεχάντρο Σάμπρα γεννήθηκε στο Σαντιάγο [το 1975], δύο χρόνια μετά το πραξικόπημα του 1973 από τον Πινοτσέτ. Κριτικός λογοτεχνίας στον Τύπο και καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ντιέγο Πορτάλες της πρωτεύουσας, έχει γράψει τρία μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, διηγήματα, με περίοπτη θέση στον ισπανόφωνο κόσμο, κοντά στον Ρομπέρτο Μπολάνιο.
Το βιβλίο άρχεται από ένα πραγματικό γεγονός, αυτό του μεγάλου σεισμού που έλαβε χώρα το 1985, νότια του Βαλπαραΐσο και έγινε πολύ αισθητός στο Σαντιάγο και κατ’ επέκταση στην μεσοαστική συνοικία του Μαϊπού όπου ζούσε το εννιάχρονο αγόρι που πρωταγωνιστεί στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Στο δεύτερο είναι το ίδιο άτομο αλλά πολλά χρόνια μετά ως φτασμένος συγγραφέας.
Μάλλον αυτοβιογραφικό έργο εκφράζεται ως επί το πλείστον ως ένα μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα καθώς ο κεντρικός ήρωας ανασύρει, ίσως δύσκολα, θραύσματα μνήμης των παιδικών χρόνων για να συνθέσει το κάδρο της διήγησής του.
Δευτερεύοντες χαρακτήρες, όπως τιτλοφορείται το πρώτο κεφάλαιο των «Τρόπων», είναι η κατά τρία χρόνια μεγαλύτερή του Κλάουδια, ο θείος της Ραούλ και ο πατέρας της τελευταίας Ρομπέρτο, στην ουσία το ίδιο πρόσωπο. Επίσης, οι γονείς του αφηγητή, άνθρωποι νομοταγείς και ουδέτεροι που ισχυρίζονται πως ούτε με τον Αλλιέντε ήταν ούτε με τον Πινοτσέτ, με άλλα λόγια, κρυφοί υποστηρικτές της χούντας.
Με αυτά τα δεδομένα, ο Σάμπρα επιδιώκει να μιλήσει για την προσωπική του ιστορία, την ιστορία των δικών του αλλά και την πρόσφατη ιστορία της πατρίδας του σχετικά με το χουντικό καθεστώς. Επιχειρεί να αγγίξει το μεγάλο τραύμα της Χιλής μέσα από πλάγιες οδούς, αυτές των αναμνήσεων της νεαρής ηλικίας. Δεν πολιτικολογεί, όχι, αλλά κατά βάθος αναφέρεται στο φασιστικό καθεστώς μέσα από παιχνίδια μνήμης και βιωμάτων. Οι σίγουροι τρόποι να γυρίζεις σπίτι, ήτοι, οι ακλόνητες πεποιθήσεις που έχει ο καθένας μας και τις ακολουθεί τυφλά, με την ενηλικίωση – όποτε αυτή έλθει – καταρρίπτονται μία προς μία: «Σκέφτηκα πως είχε δίκιο· πως ξέρουμε πολύ λίγα· πως παλιά ξέραμε περισσότερα γιατί ήμαστε γεμάτοι πεποιθήσεις, δόγματα, κανόνες· πως τους αγαπούσαμε εκείνους τους κανόνες· πως το μοναδικό πράγμα που είχαμε πραγματικά αγαπήσει ήταν αυτοί οι παράλογοι πέντ’- έξι κανόνες. Και τώρα τα καταλαβαίνουμε όλα· κυρίως, την αποτυχία.».
Σε αντίθεση με τους φοβισμένους γονείς του αφηγητή, ο Ραούλ, λίγα σπίτια πιο κάτω διάγει βίο μυστικό. Το ανακαλύπτει με δέος ο μικρός ήρωας μιας και η Κλάουδια τον βάζει να τον παρακολουθεί και αυτός για να κερδίσει την εύνοια της το πράττει. Πολλά πήγαινε έλα στο μέρος όπου η αντίσταση στο αιμοσταγές καθεστώς είναι ζωντανή. Τα αδιάκοπα πισωγυρίσματα λόγου αποκαλύπτουν αργά αλλά σταθερά τις διαφορετικές αντιδράσεις κατά την διάρκεια των πέτρινων χρόνων όπως την όλο και μεγαλύτερη δυσαρέσκεια του μικρού ήρωα απέναντι στον ίδιο τον Πινοτσέτ. Στην αρχή σαν μια σπαστική φιγούρα που έκοβε εν ψυχρώ τα παιδικά προγράμματα στην τηλεόραση για να βγάλει διαγγέλματα, κατόπιν, αυτός που δημιούργησε οικογένειες χωρίς ιστορία.
Παράλληλα, ο αναγνωρισμένος συγγραφέας, χωρισμένος πλέον, συναντάται με την Κλαούδια και είναι οι μνήμες εδώ που τους συνδέουν ερωτικά, η παιδική αίσθηση που τους καθοδηγεί, τα συναισθήματα που ένιωθαν τότε και που τώρα, με το, από καιρό, τέλος της αθωότητας, δεν στέκονται ικανά να τους κρατήσουν μαζί. Αλλά και η απελπισμένη προσπάθεια του κεντρικού παίκτη να ξανασυνδεθεί με την πρώην του, Έμε, στέφεται από πλήρη αποτυχία. Το βιβλίο τελειώνει όπως αρχίζει: με έναν ακόμη σεισμό. Και ο συγγραφέας επιστρέφει στην μικρή του ηλικία και παίρνει τους δρόμους του Σαντιάγο με πρόθεση, όπως παλιά, να βρει τρόπους να γυρίσει στο σπίτι χωρίς να γνωρίζει που ακριβώς βρίσκεται αυτό. Ένα τέτοιο περιπλεγμένο κείμενο με συνεχή φλασμπάκ και εσωτερικούς μονόλογους εκφράζεται υφολογικά με το νέο ύφος που έφερε από τους πρώτους στην σύγχρονη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία ο συμπατριώτης του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Δεν υπόκειται σε ένα συνεχές ξετύλιγμα της ιστορίας αλλά εννοεί να μεγεθύνει τις λεπτομέρειες και από το ατομικό να πηγαίνει στο γενικό – να ανοίγει ενότητες μέσα σε ενότητες χωρίς αναγκαστικά να καταλήγει πουθενά – με ρίζες έως στον Μπόρχες. Πολύ χαρακτηριστικά είναι τα δυο βιβλία του Κολομβιανού Χουάν – Γκαμπριέλ Βάσκες – «Ο Ήχος των Πραγμάτων Όταν Πέφτουν» και «Οι Πληροφοριοδότες» που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Ίκαρος, πάλι σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη που παρουσιάσαμε παλιότερα στο Περιοδικό.
Canek Sánchez Guevara, 33 Στροφές – Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδ, Ίκαρος
Κανέκ Σάντσες Γκεβάρα, γιός της Ιλδίτα, κόρης της Περουβιανής Ίλδα Γαδέα και του Τσε Γκεβάρα, γεννήθηκε στην Αβάνα το 1974 και πέθανε από την καρδιά του, το 2015, στην Πόλη του Μεξικού, μόλις 41 ετών. Φωτογράφος, συγγραφέας, γραφίστας και μουσικός, αρθρογράφος και ανταποκριτής σε μεγάλες μεξικάνικες εφημερίδες. Έχει γράψει πολλά, οι «33 Στροφές» είναι το μοναδικό βιβλίο του που τυπώθηκε. Θεωρούσε εαυτόν αναρχικό και ελευθερόφρονα, έκανε σκληρή κριτική στον Κάστρο και στα 22 του έφυγε από το νησί πλήρως απογοητευμένος από το καθεστώς.
Στο βιβλίο, ο Σάντσες Γκεβάρα παρομοιάζει το σύστημα με γδαρμένο δίσκο βινυλίου 33 στροφών που παίζει χωρίς σχόλη πάνω σε κατεστραμμένο, σχεδόν, παλαιό πικάπ. Ακριβώς οι στριγγοί, επαναλαμβανόμενοι ήχοι και θόρυβοι που βγάζει ανταποκρίνονται σε μια χώρα όπου είχε προ πολλού απολέσει την επαναστατικότητά της. Ολόκληρο το σύντομο κείμενο – χωρισμένο, όχι τυχαία, σε 33 κεφάλαια – δεν είναι παρά μια ψυχική κάθοδος για να ολοκληρωθεί και με την σωματική, στο τέλος.
Ο κυρίαρχος χαρακτήρας του βιβλίου είναι δημόσιος υπάλληλος όπου κάθε ημέρα επαναλαμβάνει τα ίδια ανούσια πράγματα.
Έχει χωρίσει με την γυναίκα του, συνευρίσκεται συχνά με τη μεσόκοπη Ρωσίδα του πιο πάνω ορόφου και ανακαλύπτει μέσα από τα βιβλία της την χαρά του διαβάσματος. Μετατρέπεται σε παθιασμένο αναγνώστη και αυτό κάνει ακόμη πιο δυσβάστακτη την φθοροποιό ρουτίνα της δουλειάς. Ανακαλύπτει, επίσης, την φωτογραφία και τη μουσική, Αγαπάει πολύ την θάλασσα. Κάθε ημέρα πάει στην παραλία όπου με την δανεισμένη φωτογραφική μηχανή του απαθανατίζει νέους ανθρώπους που εγκαταλείπουν με παντός είδους αυτοσχέδια πλεούμενα το νησί της Κούβας για την απέναντι όχθη: «Καπνίζει μπροστά στην θάλασσα, σκέφτεται πως τίποτα δεν τον κρατάει εδώ – και εδώ, καθισμένος στην άμμο, αναρωτιέται γιατί (για ποιον). Η ζωή του περνάει με τρομαχτική βραδύτητα (αλά Ταρκόφσκι), κι όλα τα παλιά όνειρα έχουν διαλυθεί απ’ τον αμείλικτο ανταγωνισμό της πραγματικότητας. Ας ήταν, έστω, ευχαριστημένος με τη δουλειά του – ούτε καν αυτό: γραφειοκράτης, χαμηλόβαθμος, σκέφτεται, με απείρως μετριότερους προϊστάμενους. Ούτε πρόκειται για υλικό ζήτημα: θα ζούσε με τα ίδιο σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Πρόκειται για τη σύγκρουσή του με την πραγματικότητα ·για την αδράνεια που τον εμποδίζει να βγει από το τέλμα· για το ψευτοδίλημμα που τον δένει με το τίποτα». Περνάει την πεζή καθημερινότητά του στο σπίτι, μαγειρεύει, τρώει, καπνίζει διαρκώς, ακούει μουσική – Μουσόρσγκι, Βαρέζε – και πάλι δεν βγάζει νόημα – ασφυκτιά κάτω από την σκληρή και απογοητευτική πραγματικότητα, τίποτα το δημιουργικό δεν συμβαίνει εκεί, παντού – όλα ξανά και ξανά τα ίδια. Εξοκέλλει σε ένα μπαρ: «Σε μια γωνία, τέσσερεις τύποι παίζουν ντόμινο όπως κάθε μέρα του χρόνου. Όλα τα ίδια και απαράλλαχτα: τ’ άσπρα κόκκαλα με τις μαύρες τελίτσες, τα διπλά εννιάρια, οι κραυγές και οι βλαστήμιες. Δίπλα σε κάθε παίκτη, το αιώνιο ποτήρι ρούμι – στο κέντρο, το σταχτοδοχείο γεμάτο γόπες. Αυτό είναι σκέφτεται ο γρατζουνισμένος δίσκος της εθνικής κουλτούρας. Σε μιαν άλλη γωνιά, μια γυναίκα με ένα παρδαλό συνθετικό φουστάνι μιλάει μόνη της ενώ ξεφυλλίζει την χθεσινή εφημερίδα. Τέσσερεις σελίδες, όλες ίδιες, ίδιο ύφος, ίδια ψέματα, ίδιο τροπάριο, κάθε τους λέξη εξοργιστική.».
Σαν άλμπουμ με ασπρόμαυρες σκοτεινές φωτογραφίες περιγράφονται οι σκηνές από την μεγάλη πόλη της Αβάνας, ένας κόσμος σε πλήρη ύφεση χωρίς στόχους, όραμα και νεύρο. Ο πυρετικός τρόπος γραφής, ο τρόπος που οι λέξεις πέφτουν στο χαρτί – τα συναισθήματα που κατακλύζουν τον ήρωα και τα εφιαλτικά όνειρα που βλέπει να μπουκάρουν ασφαλίτες σπίτι και να τον σέρνουν σε υγρές φυλακές – όλα συναινούν στην απόφασή του να φύγει, να δραπετεύσει, αφού ήδη το μυαλό του είναι αλλού: «Ατενίζει πάλι τη θάλασσα και ξαναπίνει από το μπουκάλι. Πίσω του, η πόλη – βρόμικη και ωραία και χαλασμένη· μπροστά του, η άβυσσος που υποδηλώνει την ήττα. Δεν είναι δίλλημα, δεν είναι καν αντίφαση, αλλά η βεβαιότητα πως αυτή η άβυσσος, αυτή η απομόνωση, μας καθορίζει και μας περιορίζει. Νικάμε την απομόνωσή μας , σκέφτεται, και η απομόνωσή μας νικάει. Το τείχος είναι η θάλασσα, το παραπέτασμα που μας προστατεύει και μας εγκλείει. Δεν υπάρχουν σύνορα· αυτά τα νερά είναι κάστρο και συρματόπλεγμα, χαράκωμα και κάτεργο, όρυγμα και καταπακτή. Αντιστεκόμαστε στην απομόνωση. Επιβιώνουμε με την επανάληψη.»
Το ποτήρι ξεχειλίζει όταν τον πιέζουν να γίνει πληροφοριοδότης των κρατικών υπηρεσιών. Η βουλή του να «δραπετεύσει» είναι αμετάκλητη. Εγκαταλείπει την χώρα του, την Κούβα, όπου, «δεν μπορείς παρά να τη λατρεύεις μισώντας την και να τη μισείς λατρεύοντάς την». Σαλπάρει με ένα καρυδότσουφλο – μαζί με άλλους – πηγαίνοντας να συναντήσει την τραγική μοίρα του.
Χόρχε Γκαλάν, Το δωμάτιο στο βάθος του σπιτιού – Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδ. Ψυχογιός
Με μια απρόβλεπτη όσο και συναρπαστική εισαγωγή το μυθιστόρημα του γεννημένου – το 1973 – στο Σαν Σαλβαδόρ, Χόρχε Γκαλάν, προμηνύει μια περισσότερο απρόσμενη συνέχεια. Πολυγραφότατος – με ποιητικές συλλογές, παιδικά βιβλία, μυθιστορήματα – σε αναγκαστική εξορία, εδώ και λίγο καιρό, λόγω απειλών για την ζωή του, ένεκα του τελευταίου του βιβλίου για την δολοφονία ιησουιτών ιερέων – το 1989 – που αγωνίστηκαν ενάντια στην τρέλα του εμφύλιου πολέμου με τίμημα την ζωή τους και μετατράπηκαν σε σύμβολα ειρήνης και δικαιοσύνης.
Δεινός συνεχιστής της σχολής του μαγικού ρεαλισμού και του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο Γκαλάν επιδιώκει την μάγευση της αφήγησης, ένθα στην ίντριγκα των ρεαλιστικών εικόνων παρεισφρέουν ονειρικά θέματα παρμένα ενίοτε από μύθους και παραμύθια. Είναι αυτό το κέντημα καθημερινών καταστάσεων με το φανταστικό, το μεταφυσικό, που προσδίδει μέθεξη στον αναγνώστη, με ιστορίες όπου οι ανατροπές είναι συνεχείς έξω από κάθε ανθρώπινη λογική. Άλλο ενδιαφέρον υφολογικό εύρημα είναι οι πρώιμες αναφορές – κάπως σαν τρέϊλερ προσεχώς- καταστάσεων που θα εξελιχθούν στην ολότητά τους αρκετές σελίδες προσθέτοντας σασπένς στο ανορθολογικό πλαίσιο της αφήγησης. Υπό αυτό το αισθητικό καθεστώς, στο μυθιστόρημα κυριαρχεί η φιγούρα της δασκάλας Μαγδαλένα, ωραίας και υπερφυσικών δυνάμεων γυναίκας καθώς ανακαλύπτει από τα μικρά της πως δύναται να τιμωρεί οποιοδήποτε με τη σκέψη της. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τα προφητικά της όνειρα – τρία συνολικά – τότε αναφερόμαστε στον χαρακτήρα του «Δωματίου» που καθοδηγεί το στόρι μέχρι το τέλος.
Η διήγηση ανήκει, κυρίως, στον εγγονό της Μαγδαλένας, υπεισέρχονται, όμως, εδώ και εκεί φωνές από δευτερεύοντες χαρακτήρες ώστε η σύνθεση του κειμένου να ολοκληρωθεί μέσω πολλών μαρτυριών. Οι μικρότεροι σε διάρκεια «ρόλοι» εμφορούνται και αυτοί – όχι όλοι – από θαυματοποιές δυνατότητες – η δόνια Προυδένσια εμφανίζεται από το πουθενά προορισμένη να προσέχει τον εγγονό για πολλά χρόνια για να τον παρατήσει ξαφνικά μιας και πηγαίνει όπου πάει ο άνεμος – στις παλάμες τις οι γραμμές του πεπρωμένου έχουν εξαλειφθεί. Το υπερφυσικό στάτους ενυπάρχει και σε μικρά παιδιά, άλλα πετούν και άλλα περπατούν στην επιφάνεια του νερού. Κομβική σκηνή αποτελεί το μακελειό που ξεκληρίζει σχεδόν όλη την οικογένεια του νεαρού τότε παππού Βισέντε, καθαρή αναφορά στον πολύνεκρο εμφύλιο στο Ελ Σαλβαδόρ.
Τούτων δοθέντων, «Το δωμάτιο στο βάθος του σπιτιού» λειτουργεί ως μια οικογενειακή ιστορία που αρχίζει πολύ δυναμικά και ρεαλιστικά για να καταλήξει συγκινητικά και πολύ τρυφερά. Ο εγγονός με την θανή της γιαγιάς του ανοίγει εκείνο το δωμάτιο στο βάθος και ανακαλύπτει πέρα από τα προσωπικά αντικείμενα των πρόγονών του, τους ίδιους τους προγόνους του – τον παππού Βισέντε, την Μαγδαλένα – γιατί στο τέλος αυτό ακριβώς το δωμάτιο, αυτός ο χώρος, δεν είναι άλλος από την μνήμη μας, εκεί όπου όλοι οι παλιοί αγαπημένοι συγγενείς μας κατοικοεδρεύουν για πάντα.