Νίκος Αραπάκης: Οι ελίτ αντιμετωπίζουν τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ως πρόβλημα.

Ο συγγραφέας μας μιλά για το νέο του βιβλίο «Ο Αμερικάνος» (Εκδόσεις Τόπος)

| 14/01/2022

Ο Νίκος Αραπάκης έγραψε για τον Ιταλό, για τον Ιρλανδό, για τον Έλληνα που πήγε στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα και πάλεψε να επιβιώσει, να ξεφύγει από αντιδραστικές παραδόσεις, να αποκτήσει συνείδηση ταξική. Ο Νίκος Αραπάκης έγραψε για τον μετανάστη, για τον εργάτη, έννοιες που δεν θα πάψουν να ταυτίζονται. Δέχτηκε να μας μιλήσει για το βιβλίο του και τον ευχαριστούμε όπως και τις εκδόσεις Τόπος για το φωτογραφικό υλικό.

Ποια ήταν η αφορμή για να γραφτεί το βιβλίο;

Η αφορμή ήταν κυρίως το μεταναστευτικό. Ήθελα να συγκρίνω το τότε με το τώρα. Πώς μας υποδέχτηκαν οι Αμερικάνοι πριν εκατό χρόνια; Πώς συμπεριφέρθηκαν οι δικοί μας μετανάστες, και πώς οι μετανάστες που κατακλύζουν σήμερα την Ελλάδα και την Ευρώπη; Ποιες είναι οι συνθήκες, οι συμπεριφορές… Ένα συμπέρασμα που έβγαλα, διαβάζοντας, κρίνοντας, συγκρίνοντας, είναι ότι οι εποχές, πάνω-κάτω, είναι παρόμοιες. Δεν αλλάζουν τα πράγματα. Πάντα, το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού είναι εχθρικό απέναντι στους μετανάστες και επιφυλακτικό κι ένα κομμάτι τους αντιμετωπίζει με συγκατάβαση, αγάπη, διάθεση να τους βοηθήσει.

Αυτό οφείλεται στο άγνωστο, την άγνοια;

Τους φοβίζει το διαφορετικό. Καλλιεργούνται και διάφοροι μύθοι μεταξύ των γηγενών: είναι πρωτόγονοι οι μετανάστες… θα μας αλλοιώσουν το DNA… Θα ρίξουν τα μεροκάματα… Ο,τι έλεγαν τότε, λίγο διαφορετικά τα λένε και σήμερα.

Αυτό φυσικά ξεκινά από το κυρίαρχο εκμεταλλευτικό σύστημα. Αυτό διαμορφώνει την αντίληψη που περιγράφεις.

Εννοείται. Οι ελίτ αντιμετωπίζουν τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ως πρόβλημα. Γι’ αυτό και υποδαυλίζουν τα μίση και τα πάθη. Αυτή η ρητορική γίνεται εύκολα πιστευτή από συντηρητικούς κύκλους της κοινωνίας. Θρησκόληπτοι, ακροδεξιοί κλπ είναι οι πρώτοι που ασπάζονται αυτές τις θεωρίες συνωμοσίας.

Πόσο δύσκολο ήταν να γραφτεί το μυθιστόρημα; Ήταν δύσκολη η έρευνα;

Πάρα πολύ. Πριν απ’ αυτό είχα γράψει ένα βιβλίο για την Κατοχή. Η βιβλιογραφία άφθονη, χιλιάδες βιβλία. Εδώ (στον Αμερικάνο) δεν υπήρχε ούτε ένα! Ο μόνος που έχει γράψει για τον Λούις Τίκας είναι ένας ομογενής, ο Ζήσης Παπανικόλας. Το τρίτο κομμάτι του βιβλίου μου, που αναφέρεται στο Λάντλοου, είναι βασισμένο κατά κύριο λόγο στο έργο του Παπανικόλα. Πληροφορίες για την Απεργία στο Κολοράντο και τη σφαγή του Λάντλοου υπήρχαν αρκετές. Αυτό που δεν υπήρχε ήταν πληροφορίες για τη ζωή του Τίκας. Αυτό το κενό το συμπλήρωσε ο Παπανικόλας με το βιβλίο του.

Η απεργία στο Λάντλοου αναδεικνύει πολλά ζητήματα

Υπήρξε ιστορικό γεγονός για το συνδικαλιστικό κίνημα στην Αμερική. Μετά απ’ αυτό άλλαξαν πολλά, έκανε τρομερό ντόρο γιατί ήταν μαζική η σφαγή, αναίτια. Το σκηνικό άλλαξε άρδην. Στην πραγματικότητα, μετά απ’ αυτό, ενδυναμώθηκε το συνδικαλιστικό κίνημα, απέκτησε κύρος.

Γιατί επέλεξες να αξιοποιήσεις το υλικό που είχες με την μορφή του μυθιστορήματος; Γιατί δεν έκανες μια μελέτη ή ένα βιβλίο-ντοκουμέντο;

Είμαι λογοτέχνης πρωτίστως. Γράφω μυθιστορήματα και καταπιάνομαι με ζητήματα που τα αναλύω μέσω του μύθου. Μελέτες, δοκίμια κλπ είναι για άλλους.

Υπήρχε ο κίνδυνος να κρύψει η μυθοπλασία πράγματα από την έρευνα;

Με είχε ρωτήσει κάποτε ένας φίλος «πού ξεκινάει η ιστορία και πού αρχίζει η μυθοπλασία;». Το μυθιστόρημα είναι εξ ορισμού προϊόν μυθοπλασίας. Απλώς ενσωματώνονται κομμάτια της πραγματικότητας, αφ’ ενός για να δώσεις αληθοφάνεια, αφ’ ετέρου διότι έχει αποδειχθεί πολλάκις ότι πολλές φορές τα καλύτερα μυθιστορήματα τα γράφει η ίδια η ζωή. Βέβαια, όταν ανακατεύεσαι με την πραγματική ιστορία, οφείλεις να τη σεβαστείς. Αυτό είχα κατά νου όταν έγραφα το μυθιστόρημα. Προσπάθησα να δώσω στον αναγνώστη μια εικόνα εκείνης της περιόδου, όπως την εισέπραξα εγώ.

Πρέπει να υπάρχει ισορροπία μύθου-ιστορίας

Το καλό με τη λογοτεχνία είναι ότι δεν υπάρχουν κανόνες. Δηλαδή υπάρχουν, αλλά στην πραγματικότητα δεν δεσμεύουν κανέναν. Όλοι όσοι γράφουμε κρινόμαστε εκ του αποτελέσματος. Μπορεί, δηλαδή, κάποιος να γράψει ένα μυθιστόρημα αγνοώντας ή καταργώντας όλους τους κανόνες, και το αποτέλεσμα να είναι αριστούργημα. Για να επανέλθω στο ερώτημά σου, ναι, πρέπει να υπάρχει ισορροπία μεταξύ μύθου και πραγματικότητας. Αλλά αυτό δεν είναι δεσμευτικό. Μπορεί, όπως προείπα, κάποιος να καταργήσει όλους τους κανόνες και να γράψει αριστούργημα. Απλώς, για να καταργήσεις τους κανόνες πρέπει πρώτα να τους γνωρίζεις. Σ’ αυτή την υπόθεση έχεις δυο συμμάχους, την εμπειρία και το ταλέντο. Αυτά σε βοηθούν να καταλάβεις ποια είναι η χρυσή τομή μεταξύ μυθοπλασίας και ιστορίας, πού πρέπει να δώσεις βάρος και πού όχι. Σε κάθε περίπτωση, αυτός που αποφασίζει για την επιτυχία ή την αποτυχία του εγχειρήματος είναι ο αναγνώστης.

Τι δεν θα ξεχάσεις από την έρευνα σου; Τι σου έμεινε;

Η κακή εικόνα που είχαν οι αμερικάνοι για τους Έλληνες μετανάστες. Δεν υπήρξαμε ποτέ ιδανικοί μετανάστες. Και το λέω αυτό, διότι τα τελευταία χρόνια είναι πολλοί αυτοί που προσπάθησαν να δημιουργήσουν έναν τέτοιο μύθο, με στόχο βεβαίως να απαξιώσουν τους μετανάστες που δέχεται η Ελλάδα σήμερα. Εμείς, δηλαδή, ήμασταν καλοί, ενώ οι μετανάστες που έρχονται στην Ελλάδα κακοί. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν καλοί και κακοί μετανάστες. Οι λαοί έχουν ιδιαιτερότητες που αφορούν στα ήθη τους, τα έθιμά τους, τη θρησκεία τους. Αυτό έχει διαχρονική ισχύ. Όσο πιο κοντινή η κουλτούρα του μετανάστη με την κουλτούρα της χώρας που μεταναστεύει, τόσο πιο εύκολη η προσαρμογή. Εμείς, όταν πήγαμε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στην Αμερική, βρεθήκαμε προ τεράστιας έκπληξης. Σκέψου έναν χωρικό από κάποιο ορεινό χωριό της Αρκαδίας να βγαίνει στο λιμάνι της Νέας Υόρκης και να κοιτάζει τους ουρανοξύστες. Τεράστιο το χάσμα που τον χώριζε από τον καινούργιο τόπο. Σε όλα τα επίπεδα. Αντίθετα, πολλοί μετανάστες από την Ευρώπη, Άγγλοι, Γερμανοί κλπ, βρίσκονταν πιο κοντά στη νοοτροπία των Αμερικανών. Γνώριζαν από βιομηχανική επανάσταση, προλεταριάτο, συνδικαλισμό, κι αυτό τους βοήθησε να προσαρμοστούν πιο εύκολα. Γύρω στο 1850, και για δέκα περίπου χρόνια, ο Μαρξ αρθρογραφούσε σε μια από τις μεγαλύτερες αμερικανικές εφημερίδες. Την ίδια περίοδο, αλώνιζε την Ευρώπη προσπαθώντας να προωθήσει την επανάσταση. Αυτά ήταν άγνωστα πράγματα για τους Έλληνες και το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Οπότε, πήγαιναν εκεί (οι έλληνες μετανάστες) και δεν γνώριζαν τίποτα. Τους έλεγε ο πάτρονας θα πάτε για δουλειά εκεί και πήγαιναν. Σε βάθος χρόνου κατάλαβαν, ενσωματώθηκαν. Στην αρχή ήταν αρνητικοί.

Από το Λάντλοου άρχισε να ξυπνάει η ελληνική κοινότητα, να συνδικαλίζεται;

Έπαιξε κι αυτό ένα ρόλο, αλλά δεν άλλαξε δραστικά τα πράγματα. Η ελληνική κοινότητα της Αμερικής ήταν και είναι κατά βάση συντηρητική. Οι περισσότεροι σήμερα είναι με τον Τραμπ. Εμείς πηγαίναμε εκεί με το τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια. Αυτό ξέραμε, αυτό φέραμε και κρατήσαμε σε μεγάλο βαθμό.

Πάρα τα γεγονότα στο Λάντλοου

Ναι, δεν τους άγγιξε και τόσο. Αυτή είναι η αίσθηση που αποκόμισα. Και λέω η αίσθηση, διότι δεν έχω ολοκληρωμένη εικόνα για τα χρόνια μετά το Λάντλοου. Βέβαια, για να μην παρεξηγηθώ, μιλάω για την πλειοψηφία και όχι για όλους τους Έλληνες μετανάστες. Πολλοί συμπατριώτες μας συνδικαλίστηκαν και αγωνίστηκαν για τα προβλήματα των εργαζομένων. Ο Τίκας είναι ίσως η πιο ξεχωριστή περίπτωση.

Όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα και δεν αφυπνίζεσαι υπάρχει πρόβλημα. Πώς θα γίνει αυτό;

Στη μέση περίπου του βιβλίου, ο κεντρικός ήρωας, ο Ερκ, συμμετέχοντας σε μια συζήτηση εντός του σοσιαλιστικού κόμματος, του οποίου είναι μέλος, λογομαχεί με κάποιους συντρόφους του. Συγκεκριμένα, κάποια μέλη του κόμματος κατηγορούν τους Έλληνες ότι δεν συνδικαλίζονται, ότι δουλεύουν ως απεργοσπάστες, ότι, με δυο λόγια, είναι αντιδραστικοί από τη φύση τους και ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Ο Ερκ, λοιπόν, τους λέει, ότι ο συνδικαλισμός, η ταξική συνείδηση, η κατανόηση της αξίας του συνασπίζεσθαι κλπ δεν είναι προνόμιο του ενός ή του άλλου λαού. Δεν έχει, δηλαδή, να κάνει με τη φυλή αλλά με την ενημέρωση. Οι Ιρλανδοί ή οι Φιλανδοί γίνονταν μέλη των συνδικάτων διότι γνώριζαν την αξία του συνδικαλισμού. Κάτι που οι Έλληνες αγνοούσαν. Αν στην άγνοια προσθέσεις και την πίεση των πατρόνων, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν συχνά τους Έλληνες ως απεργοσπάστες, τότε εύκολα καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι η άρνηση των Ελλήνων να συνδικαλιστούν δεν ήταν κάποιο βίτσιο της φυλής αλλά προϊόν άγνοιας, φόβου και πιέσεων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όποιος ενημερωνόταν εγγραφόταν αυτομάτως μέλος κάποιου συνδικάτου. Πολλοί ήταν αυτοί που ενημερώθηκαν αλλά αδιαφόρησαν.

Στο βιβλίο αναδεικνύονται και οι φυλετικές, θρησκευτικές διαφορές των απεργών

Οι περισσότεροι μετανάστες πήγαιναν στην Αμερική και κουβαλούσαν μαζί τους τον τόπο καταγωγής τους. Ανθρώπινο και εύκολα εξηγήσιμο. Παντού, όπου κι αν πήγαν προσπάθησαν να φτιάξουν τοπικιστικούς συλλόγους, εκκλησίες, οτιδήποτε θα τους βοηθούσε να αισθανθούν ότι η πατρίδα βρίσκεται μαζί τους. Υπήρχε δηλαδή, τουλάχιστον στην αρχή, μια κοπιώδης προσπάθεια για να μην «αλλοιωθούν» από τους διάφορους άλλους πολιτισμούς. Αυτή η προσπάθεια συχνά-πυκνά δημιουργούσε εντάσεις μεταξύ των διαφόρων εθνοτήτων. Ακόμη κι όταν όλοι οι μετανάστες, ανεξαρτήτως φυλής, ενώθηκαν με την ιδιότητα του απεργού, τα εθνικιστικά ή θρησκευτικά πάθη υπέβοσκαν στο παρασκήνιο και, όταν τους δινόταν η ευκαιρία, έβγαιναν στην επιφάνεια. Πάντως, η αλήθεια είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των απεργών έβαλαν στην άκρη την εθνική τους καταγωγή. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα οι Έλληνες και οι Βούλγαροι, οι οποίοι λίγο καιρό πριν πολεμούσαν ο ένας τον άλλον στη Μακεδονία, αλλά στο Λάντλοου, και όχι μόνο, είχαν άριστες σχέσεις και αγαστή συνεργασία. Ο Τίκας ήταν πρωτεργάτης σε αυτή την προσπάθεια. Ήταν από τους πρώτους που είχε αντιληφθεί ότι η αρμονική συνύπαρξη των απεργών προϋποθέτει άμβλυνση των εθνικιστικών και θρησκευτικών παθών.

Ήταν και άνθρωπος που ήθελε να δώσει

Πακέτο πήγαινε αυτό. Είχε καταλάβει ότι ο συνδικαλισμός εμπεριέχει την έννοια της αλληλεγγύης, να βοηθάει ο ένας τον άλλο. Θα έλεγα ότι ο Τίκας ήταν συνδικαλιστής πριν ακόμη εγγραφεί στο συνδικάτο των ανθρακωρύχων. Είχε καταλάβει δηλαδή ότι η πρόοδος των μεταναστών περνούσε υποχρεωτικά μέσα από τον κοινό αγώνα.

Τα διδάγματα παλαιότερων γεγονότων, όπως η σφαγή του Λάντλοου, τα λαμβάνουμε υπόψη σήμερα;

Σήμερα όλα αυτά τα περιστατικά μοιάζουν πολύ μακρινά. Ή, αν προτιμάς, μοιάζουν εντελώς παράταιρα με την εποχή.

Λάθος αυτό

Δεν έχει γίνει τυχαία. Υπάρχει οργανωμένη προσπάθεια, εδώ και πολλά χρόνια, από τη μέρα που επικράτησε ο νεοφιλελευθερισμός, να απαξιωθεί ο συνδικαλισμός. Γι’ αυτούς θεωρείται αντιαναπτυξιακός, οπισθοδρομικός. Ο συνδικαλισμός όμως δεν δημιουργήθηκε για να ταλαιπωρήσει τους εργοδότες, να γίνονται φασαρίες. Δημιουργήθηκε επειδή έπρεπε να δώσει λύσεις στα προβλήματα των εργατών. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ζωή του μετανάστη-εργάτη εκείνη ειδικά την περίοδο δεν είχε καμία αξία. Τους αντιμετώπιζαν σαν ζώα. Τα περιστατικά που αναφέρω στο βιβλίο είναι πραγματικά. Όταν σε κάποιο ορυχείο σκοτώθηκαν 40-50 άτομα, ο επιστάτης αγωνιούσε για τα μουλάρια που χάθηκαν και όχι για τους ανθρώπους. Για τους ιδιοκτήτες των ορυχείων η ζημιά ήταν τα μουλάρια που έπρεπε να αγοραστούν ξανά και όχι οι εργάτες, οι οποίοι μπορούσαν να αντικατασταθούν οποιαδήποτε στιγμή και χωρίς κόστος.

Γίνεται προσπάθεια απόκρυψης και διαστρέβλωσης

Μα τα ΜΜΕ και η εξουσία ήταν και είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι, σήμερα, τα συντριπτικά περισσότερα ΜΜΕ ανήκουν σε μεγιστάνες. Είναι ένας εύκολος και αποδοτικός τρόπος να πιέζεις, να εξυπηρετείς, να διαστρεβλώνεις.

Είναι μεγάλη η ευθύνη του βιβλίου, από την άποψη ότι είναι τολμηρό και πως κανείς δεν είχε ασχοληθεί με το Λάντλοου. Πού θεωρείς ότι οφείλεται η αδιαφορία γι’ αυτό το περιστατικό;

Κάθε χώρα του κόσμου έχει τα δικά της Λάντλοου. Θέλω να πω, ότι τα όσα έγιναν στο Λάντλοου δεν είναι πρωτοφανή. Σφαγές εργατών, αγροτών έχουν γίνει πολλές φορές στην ιστορία. Παραδείγματος χάρη, για να αναφερθώ στα δικά μας, τα όσα έγιναν στο Κιλελέρ και η δολοφονία, λίγα χρόνια νωρίτερα, του Μαρίνου Αντύπα. Σήμερα ειδικά υπάρχει μια αγωνιώδης προσπάθεια να εξαφανιστούν παρόμοιες ιστορίες. Θέλουν να πείσουν ότι η πρόοδος γενικότερα και των εργαζομένων ειδικότερα, ήταν κατά κάποιο τρόπο φυσική εξέλιξη. Ότι, δηλαδή, οι συνθήκες εργασίας βελτιώθηκαν γιατί οι εργοδότες συμπόνεσαν τους εργαζόμενους και αντιλήφθηκαν το δίκαιο των αιτημάτων τους, και όχι γιατί οι εργαζόμενοι αγωνίστηκαν, μέχρι θανάτου πολλές φορές, για να εξασφαλίσουν καλύτερα μεροκάματα και καλύτερες συνθήκες εργασίας.

Δεν υπάρχει, λοιπόν, ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς

Αυτή είναι μια σαχλαμάρα των τελευταίων ετών. Κάποιος επικοινωνιολόγος της πλάκας την ανακάλυψε και άρχισαν να την παπαγαλίζουν οι επιτήδειοι. Με τον όρο ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς εννοούν όλα όσα τους εμποδίζουν να ισοπεδώσουν τα εργατικά και λαϊκά κινήματα. Μια άλλη, παρόμοια σαχλαμάρα είναι ο λαϊκισμός. Αν, δηλαδή, κάποιος αγωνίζεται για να επιβιώσει είναι λαϊκιστής. Το σωστό και το πρέπον, σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια, είναι να ψοφάς από την πείνα αλλά να μην διαμαρτύρεσαι. Παρεμπιπτόντως, μιας και το έφερε η συζήτηση, ο λαϊκισμός είναι το μέλλον.

Γιατί έχασαν οι εργάτες στο Λάντλοου;

Είχαν να αντιμετωπίσουν υπέρτερες δυνάμεις. Πώς να τα βάλεις με ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό, με τους βιομηχάνους που με τα χρήματα τους διέφθειραν, εξαγόραζαν… Είχαν προηγηθεί κι άλλες απεργίες όμως, με νεκρούς επίσης. Η διαφορά στο Λάντλοου ήταν η αγριότητα σε αυτό που συνέβη στο τέλος. Κάηκε ο καταυλισμός και δολοφονήθηκαν γυναίκες, έγκυες, παιδιά. Πρωτοφανές.

Άνθρωποι της εργασίας σου έχουν πει τις εντυπώσεις τους για το βιβλίο;

Αν σε κάποιον δεν αρέσει, αποφεύγει να το πει. Σε σένα, τον δημιουργό, φτάνουν τα καλά.

Από την άλλη μεριά, τους εργοδότες, έχεις αντιδράσεις;

Ένας φίλος μου, επιχειρηματίας, διάβασε το βιβλίο και του άρεσε. Αλλά αυτό δεν είναι δείγμα γραφής.

Δεν παίρνεις θέση όμως

Ολόκληρο το βιβλίο είναι θέση. Αλλιώς γιατί να γράψω για το θέμα; Ασχολήθηκα μαζί του διότι το θεώρησα σημαντικό. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για λογοτεχνία. Σε πρώτο πλάνο πρέπει να είναι ο μύθος. Όλα τα υπόλοιπα έπονται.

Για τη βασική φωτογραφία: 1914, Λάντλοου, Κομητεία Λας Άνιμας. Ομάδα αντρών, μικρών αγοριών και κοριτσιών σε καταυλισμό ανθρακωρύχων στη διάρκεια της απεργίας ενάντια στην εταιρεία Colorado Fuel & Iron Company (Εταιρεία Καυσίμων και Σιδήρου, Κολοράντο). 

Copyright: Western History/Genealogy Department, Denver Public Library.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις