Να μη συνηθίσουμε τον θάνατο
Ο Μπιλ Σάνκλι, μακροβιότερος προπονητής της Λίβερπουλ (1959-1974) και η χαρισματική φιγούρα που έθεσε τις βάσεις για την μεταμόρφωσή της από ένα άσημο ποδοσφαιρικό κλαμπ του Μέρσεϊσαιντ στον γίγαντα της σημερινής εποχής, σε ένα από τα διάσημα αποφθέγματά του είχε πει ότι: “Κάποιοι άνθρωποι πιστεύουν ότι το ποδόσφαιρο είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι είναι κάτι σημαντικότερο απ’ αυτό”.
42 χρόνια μετά τον θάνατο του αλησμόνητου Σάνκλι, σε μία χώρα της νοτιανατολικής Μεσογείου, με τρόπο τραχύ και βάναυσο, έξω από το πλέον σύγχρονο και νεόκτιστο γήπεδο, στα λαϊκά Φιλαδέλφεια, ο ίδιος ο θάνατος απέδειξε ότι τα τσιτάτα ταιριάζουν μόνο στα δημοσιογραφικά αφιερώματα και τους δακρύβρεχτους επικήδειους λόγους. Στην πραγματική ζωή δεν είναι παρά λόγια που θα ξεθωριάσουν στο πρώτο φως της αυγής.
Σ’ ένα ακόμη παράξενο καλοκαίρι, βουβό, λειψό, όλο και πιο αγχωμένο, σε μία Αθήνα που καταπίνει τους ζηλωτές της στο μητροπολιτικό της κέλυφός, περιμένεις, στα 29 σου, να πάρεις το εισιτήριο της αγαπημένης σου ομάδας πίνοντας μία μπύρα. Να πάρεις στα χέρια σου το εργαλείο που θα ρίξει το τελευταίο εμπόδιο, θα απομαγνητίσει το άκαμπτο τουρνικέ και θα καθορίσει τα κυριακάτικα απογεύματα της σεζόν που ξεκινά. Γιατί και γι’ αυτό ανασαίνεις, για την μυρωδιά του φρεσκοποτισμένου γρασιδιού, για το ανέμισμα του κιτρινόμαυρου κασκόλ, με τον δικέφαλο αετό στο μπράτσο και πάντα στην καρδιά, για το τίναγμα από τη θέση και το αγκάλιασμα στο γκολ με φαινομενικά άγνωστους τύπους, για το μαζί στην ίδια κερκίδα.
Δεν θα προλάβεις όμως. Το τυφλό μίσος, που ολοένα πυροδοτείται για τη δημιουργία στρατών ώστε οι διάφοροι παράγοντες να διατηρούν την εξουσία και τα κέρδη τους, είναι εκεί, στα Φιλαδέλφεια. Το μαχαίρι στα χέρια ενός ναζί που διέσχισε 1500 χιλιόμετρα ανενόχλητος ρίχνει πρόωρα την αυλαία στο δικό σου θέατρο των ονείρων. Επιβεβαιώνοντας ότι δεν υπάρχει λόγος να νιώθει ντροπή ο κάθε υπουργός που βγαίνει και δηλώνει ότι το παιδί χάθηκε «τζάμπα».
Για πόσο θα κάνουμε λόγο και πάλι για φταίχτες;
Ποιες τετριμμένες δηλώσεις ανθρωπάριων με γαλόνια που κυνηγάνε διαδηλωτές και φυλάνε λαμαρίνες σε πλατείες και πάρκα ως μπράβοι εργολάβων αλλά “παρακολουθούν διακριτικά” 100 σεσημασμένους φονιάδες είναι ικανές να απαλύνουν τον πόνο τής μάνας που έχασε το παιδί της;
Ποια αφιερωματικά μνημεία και μετονομασμένοι δρόμοι έξω από το γήπεδο θα ζωντανέψουν τις φωνές των θυσιασμένων στην εξουσιαστική κουλτούρα τού πιο δυνατού;
Ποιες στημένες σκιαμαχίες κομματικών παιδιών τού σωλήνα που νοιάζονται για την εικόνα τους και δεν έχουν νιώσει ποτέ την αδρεναλίνη σε συνδυασμό με ιδρώτα και χυμένη μπύρα σ ένα ασφυκτικά γεμάτο βαγόνι τρένου μετά από νίκη σε ντέρμπι θα κατευνάσουν την οργή για τον παράλογο θάνατο νέων ανθρώπων;
Τα μέτρα τύπου Θάτσερ που προτείνουν ως μοναδική λύση διάφορες αφασικές ομιλούσες κεφαλές, που απεχθάνονται κάθε μορφή λαϊκότητας και βλέπουν τα πάντα με όρους διαχειριστικής εταιρικής χρήσης οδηγούν στην περαιτέρω τυποποίηση του ποδοσφαίρου ως εταιρικό προϊόν και όχι ως αυτό που ανέκαθεν ήταν, το λαοφιλέστερο των σπορ.
Η αντίληψη Θάτσερ οδήγησε στην απομάκρυνση των επεισοδίων από τον φυσικό τους χώρο, το γήπεδο, σε αλάνες εκτός των βρετανικών μητροπολιτικών κέντρων. Εξυπακούεται ότι στόχος ήταν το “καθάρισμα” των γηπέδων από τους βάρβαρους οπαδούς για την εξασφάλιση της κτηνώδους κερδοφορίας τού κεφαλαίου σε συνδυασμό με την εκκωφαντική είσοδο της συνδρομητικής τηλεόρασης και τον πακτωλό εκατομμυρίων λιρών που εισέρρευσαν στην βρετανική ποδοσφαιρική λίγκα στα τέλη των 80s. Βίαια επεισόδια και θάνατοι οπαδών είναι γνωστό ότι δεν έπαψαν να συμβαίνουν, απλά έπαψαν να απασχολούν την κοινή γνώμη και τις ταμπλόϊντ εφημερίδες, δημιουργώντας ταυτόχρονα τον αστικό μύθο που επιβιώνει έως σήμερα ότι η νεοφιλελεύθερη γριά Μάγκι ξερίζωσε τον χουλιγκανισμό. Ουδέν ψευδέστερον αυτού.
Οι θάνατοι οπαδών μέσα ή έξω από τα γήπεδα σε προκαθορισμένα ραντεβού ή επιδρομές είναι μία ιστορία που επαναλαμβάνεται τα τελευταία 40 χρόνια στην Ελλάδα και την Ευρώπη σαν ξεχασμένος δίσκος που παίζει σε λούπα. Η ώρα που ο δίσκος θα κολλήσει και τελικά θα σπάσει οφείλει να πλησιάσει για να γίνει μία ολική επανεκκίνηση στον τρόπο που βλέπουμε τη μπάλα.
Όχι, το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Το ποδόσφαιρο είναι η επόμενη στιγμή. Η επόμενη ντρίμπλα. Η επόμενη στιγμή βιωμένης ποίησης. Και η απογοήτευση. Η νοσταλγία για εκείνο που χάθηκε, που γλίστρησε για λίγα εκατοστά. Είναι το άθροισμα εκείνων των στιγμών, ευχάριστων ή δυσάρεστων, που χορεύουν εκστατικά στο καρδιογράφημα καθενός από εμάς χαλώντας τη μονοτονία τής ευθείας γραμμής. Μία φουσκοδεντριά προορισμένη να εκπληρώσει τον σκοπό της.
Ούτε σπιθαμή στον θάνατο. Να μην συνηθίσουμε τον θάνατο.