«Νορντ Οστ» - Μπεσλάν - Μπατακλάν:
Από τη στήλη Βαντόμ, στη σφαγή των «αμνών»
Δεν είναι ο τρόμος, Γάλλος» έγραφε ο Ρεμπώ στο «Μια εποχή στην κόλαση». Και είχε δίκιο. Για το 1871. Τότε που ζέσταινε στις χούφτες του το αεικίνητο έμβρυο της εργατικής εξουσίας μαζί με τους Κομμουνάρους στα οδοφράγματα, ανοίγοντας, μέσα σε μόλις μερικές δεκάδες μέρες, ένα παράθυρο στο μέλλον για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Μικρό, όσο μια παρισινή, μποέμικη σοφίτα. Αλλά αρκετό για να τρομάξει τους αστούς της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Φωτεινό τόσο, όσο χρειαζόταν για να δημιουργήσει ένα ρήγμα στην ιστορία μιας χώρας, την οποία αυτός ο εξεγερμένος, ιδιοφυής έφηβος είχε χαρακτηρίσει ως την «πρωτότοκη θυγατέρα της Εκκλησίας».
[hr]
Από τη στήλη Βαντόμ, στη σφαγή των «αμνών»
[hr]
Εκεί, μέσα σε λιγότερο από δύο αιώνες, πάνω από τον τάφο του Διαφωτισμού, του οποίου η αστική τάξη είχε φροντίσει επιμελώς να πλέξει το σάβανο και να ψάλλει την επικήδεια ακολουθία, εκεί, πάνω από το μνήμα ακόμη και των δικών της προταγμάτων που άνθισαν στα ερείπια της Βαστίλης, εκεί, όπου, στις μέρες της Κομμούνας «σε κάθε Διαμέρισμα θα ανασυσταθούν αμέσως οι Επιτροπές Επαγρύπνησης, αλλά δε θα περιλαμβάνουν στοιχεία που δεν έχουν σαφή επαναστατικό-σοσιαλιστικό χαρακτήρα», εκεί που κάποτε οι ποιητές πότιζαν με αψέντι την αγωνία τους για ζωή και με άγρυπνο ιδρώτα έγραφαν μερικά από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ευρωπαϊκής κουλτούρας και εκεί, που η Ιστορία έγνεφε μέσα από τη σκόνη της πτώσης της Στήλης Βαντόμ*… Εκεί, στο Παρίσι εχθές, ακούστηκαν οι ξερές ριπές των καλάσνικοφ και το « Αλλάχ ου ‘Ακμπαρ», το ίδιο αλλόφρον, ανορθολογικό, κυνικό, αιματοβαμμένο αλλά και φαινομενικό, με το «God Bless America».
Οι ελπίδες των ανθρώπων μοιάζουν σήμερα να είναι μακρύτερα από την εκπλήρωση απ’ όσο ήσαν ακόμη και στις αβέβαιες εποχές όταν πρωτοδιατυπώθηκαν από τους ουμανιστές (…) η πρόοδος απειλεί να εκμηδενίσει τον ίδιο τον σκοπό τον οποίο οφείλει να πραγματώσει την ιδέα του ανθρώπου. Το εάν αυτή η κατάσταση είναι μια αναγκαία φάση στην γενική ανοδική πορεία της κοινωνίας ως συνόλου ή εάν θα οδηγήσει εκ νέου σε μια νικηφόρα ανάδυση του νεοβαρβαρισμού που πρόσφατα ηττήθηκε στο πεδίο της μάχης, εξαρτάται τουλάχιστον εν μέρει από την ικανότητά μας να ερμηνεύσουμε με ακρίβεια τις ριζικές αλλαγές οι οποίες συμβαίνουν τώρα στην δημόσια συνείδηση και στην ανθρώπινη φύση.
Αυτά έγραφε λίγο μετά το μακελειό του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ο Μαξ Χόρκχάιμερ.
Ομως, ο «νεοβαρβαρισμός» με τη μορφή του ναζισμού, που μόλις είχε ηττηθεί όταν γράφονταν τα παραπάνω, μαζί και με την απευθείας αμφισβήτηση του ορθολογισμού που τον προϋπέθετε, από εκείνη την τάξη που στο όνομά του, όπως περιέγραψαν ο Μαρξ και ο Ενγκελς, «έπνιξε στα παγωμένα νερά του εγωιστικού υπολογισμού τα ιερά ρίγη του ευλαβικού ρεμβασμού, του ιπποτικού ενθουσιασμού, της μικροαστικής μελαγχολίας», δεν ήταν μια «απόκλιση» από έναν «μονόδρομο» προς την επίγεια «Εδέμ» της ανθρωπότητας.
Ήταν και εξακολουθεί να είναι η εύλογη κατάληξη μιας τάξης, των αστών, που «μετέτρεψε την προσωπική αξιοπρέπεια σε ανταλλακτική αξία και στη θέση των απειράριθμων γραφτών και των έντιμα αποκτημένων ελευθεριών έβαλε τη μοναδική ασυνείδητη ελευθερία του εμπορίου. Με μια λέξη, στη θέση της καλυμμένης με θρησκευτικές και πολιτικές αυταπάτες εκμετάλλευσης, έβαλε την ανοιχτή, ξεδιάντροπη, άμεση, σκληρή εκμετάλλευση».
Η μουσουλμανική μαντήλα με την οποία ο ιμπεριαλισμός προσπαθεί να καλύψει την απόλυτη ευθύνη του για τον πόνο και το αίμα μέσα στο οποίο πνίγεται ο πλανήτης, έχει αντικαταστήσει – ή συμπληρώνει – την κυρίαρχη, συστημική προπαγάνδα, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να παρουσιάσει το φασισμό ως ένα «ξένο» και «εθρικό», προς τη δημοκρατία της αγοράς, μόρφωμα. Ταυτίζοντάς το μάλιστα, με αχαλίνωτο κυνικό θράσος, με το κομμουνιστικό όραμα της ταξικής απελευθέρωσης. Η ερμηνεία των αιτιών του νεοβαρβαρισμού για την οποία εκλιπαρούσε ο Horkheimer, ώστε να μην ξαναζήσει η ανθρωπότητα τη φρίκη του ναζισμού δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ, και φυσικά ουδέποτε έγινε, από το σύστημα που «γέννησε» το φασισμό και στήριξε, για την επιβίωσή του, ό,τι πιο σκοταδιστικό «εργαλείο» είχε να του προσφέρει η ιστορική εμπειρία: Τη μεταφυσική και τον ανορθολογισμό.
Οι πολιτικοί «επίγονοι» των διακηρύξεων της Γαλλικής Επανάστασης, της αμερικανικής ανεξαρτησίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου ήταν αυτοί που κατασκεύασαν, στήριξαν, χρηματοδότησαν και όπλισαν τους «μουτζαχεντίν» στο Αφγανιστάν, μετατρέποντας μια χώρα που είχε πάρει το δρόμο της πραγματικής προόδου, σε «παράδεισο» του θρησκευτικού φανατισμού και της φρικώδους καταπάτησης κάθε δικαιώματος. Είναι αυτοί που δεν κουνάνε ούτε βλέφαρο μπροστά στη θηριωδία αν πρόκειται να εξυπηρετηθούν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα και οι πολυπλόκαμοι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί. Είναι οι ίδιοι που μετέτρεψαν τον ISIS από ένα γκρουπούσκουλο γραφικών μουλάδων με ελάχιστη επιρροή, σε κανονικό στρατό που εν μία νυκτί εξαπλώθηκε σε δύο χώρες. Είναι το ίδιο σύστημα, ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, που είναι ικανό να σε δικάσει σε «καταναγκαστικά έργα» … επειδή δεν ανακυκλώνεις, αλλά ξεμπερδεύει με ένα «παράπλευρες απώλειες» όταν βομβαρδίζει νοσοκομεία και καταφύγια γυναικόπαιδων.
Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, το συστημικό αφήγημα του Ολάντ, προσπαθεί να μας πείσει ότι οι «επιθέσεις έγιναν από έναν τρομοκρατικό στρατό, το Ισλαμικό Κράτος, έναν στρατό τζιχαντιστών, εναντίον της Γαλλίας, ενάντια στις αξίες τις οποίες υπερασπιζόμαστε παντού στον κόσμο, ενάντια σε αυτό που είμαστε: Μία ελεύθερη χώρα που σημαίνει κάτι για τον υπόλοιπο πλανήτη». Ένας λόγος που παραπέμπει στη φαντασιακή σύγκρουση του «φωτός» με το «σκότος» με την οποία σπεκουλάρει διαχρονικά η ταξική εξουσία και επιχειρεί να συσκοτίσει το γεγονός, ότι, όπως η «Αλ Κάιντα» πριν, όπως οι «μουτζαχεντίν» παλαιότερα, έτσι και το ISIS, τώρα, μετατρέπεται στο ανεξέλεγκτο τερατούργημα του «Φράνκενστάιν», που απειλεί το δημιουργό του. Εκμαιεύοντας οφέλη ακόμη και από αυτή τη φρίκη: Εναντίον ποιων, αν όχι των λαών και των κινημάτων, θα εξαπολυθεί το κατασταλτικό κρεσέντο που ακολουθεί κάθε ανάλογο μακελειό;
[hr]
Νορντ – Οστ στη Μόσχα, Μπεσλάν στην Οσετία και Μπατακλάν στο Παρίσι: Επιθέσεις με εξαιρετικές ομοιότητες
Το ότι η φρίκη, η βαρβαρότητα, η βία, ο φανατισμός, ο σκοταδισμός, ο φασισμός -είτε στην «κοσμική», είτε στη νεόκοπη, τζιχαντιστική, εκδοχή του- είναι παρελκόμενα του συστήματος της ταξικής εκμετάλλευσης, αποδεικνύεται και από το πρόσφατο ευρωπαϊκό παρελθόν.
Διότι η σφαγή στο θέατρο Μπατακλάν πριν λίγα 24ωρα στο Παρίσι, δεν είναι πρωτοφανής. Εμφανίζει εξαιρετικές ομοιότητες και φαντάζει ως συνέχεια της επίθεσης στο θέατρο της Ντουμπρόβκα της Μόσχας, όπου παιζόταν το μιούζικαλ «Νορντ – Οστ» και όπου, επί τρεις μέρες, από τις 23 – 26 Οκτωβρίου του 2002, μια ομάδα περίπου 40 Τσετσένων και άλλων εθνικοτήτων τζιχαντιστών, ανδρών και γυναικών, με επικεφαλής τον Μοβσάρ Μπαράεφ, είχαν ομήρους 916 ανθρώπους. Η ομηρία έληξε με πάνω από 130 ανθρώπους νεκρούς και με τη σκέψη να στοιχειώνει ακόμη: τί θα μπορούσε να είχε συμβεί, αν οι λεγόμενες «μαύρες χήρες», οι γυναίκες – βομβιστές αυτοκτονίας, ακροβολισμένες σε όλη την αίθουσα, προλάβαιναν να ενεργοποιήσουν τα εκρηκτικά με τα οποία ήταν ζωσμένες.
Η Τσετσενία, πρώην αυτόνομη δημοκρατία στο πλαίσιο της ΕΣΣΔ και πλέον εντός της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αποτελεί τη χαρακτηριστικότερη και αιματηρότερη απόδειξη της κόλασης που ακολούθησε για τους λαούς της περιοχής η διάλυση της ΕΣΣΔ. Σχεδόν ταυτόχρονα με την απαγόρευση του ΚΚΣΕ τον Αύγουστο του 1991, με πραξικοπηματικό τρόπο, ο Τζαχάρ Ντουντάεφ, πρώην αξιωματικός του σοβιετικού στρατού, αρπάζει την εξουσία στο Γκρόζνι και βάζει σε εφαρμογή σχέδιο απόσχισης.
Καθόλου τυχαία. Η Τσετσενία ήταν πλούσια σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αλλά, το σημαντικότερο, αποτελούσε το βασικό πέρασμα των ενεργειακών αγωγών από τις πρώην σοβιετικές ασιατικές δημοκρατίες προς την Δύση. Ετσι, η αδηφαγία και το πλιάτσικο του πλούτου που δημιούργησαν με θυσίες οι λαοί της ΕΣΣΔ από και κατά τη διάρκεια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης «συναντήθηκε» στην Τσετσενία με τα αφυπνισμένα, λόγω ακριβώς αυτής της παλινόρθωσης, ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στην περιοχή, και κυρίως με τον στόχο να κοπούν οι ενεργειακοί δρόμοι των ρωσικών μονοπωλίων από και προς την Κασπία.
Η ισοπέδωση του Γκρόζνι από τον Γιέλτσιν, με χιλιάδες άμαχους νεκρούς, ήταν η απάντηση της ρωσικής αστικής τάξης στη δυτική στήριξη της τσετσένικης ολιγαρχίας. Ο,τι ακολούθησε από εκεί και πέρα μέχρι και το 1999, κατά τη δεύτερη -επίσης αποτυχημένη- απόπειρα της Δύσης (όχι μόνο των ΗΠΑ, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ) να ξαναχρησιμοποιήσει τους Τσετσένους για τους γεωπολιτικούς σκοπούς της (αυτή τη φορά μαζί με το λαό του όμορου και επίσης ομόσπονδου Νταγκεστάν), μπορεί πλέον να ειδωθεί και σαν ένα ματωμένο «προεόρτιο», αυτού που που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Η φρίκη όμως, στα πλαίσια όλου αυτού του πλαισίου αποσταθεροποίησης στην περιοχή, δεν είχε τελειώσει στο «Νορντ – Οστ».
Η Βόρεια Οσετία, είναι ομόσπονδη δημοκρατία της Ρωσίας στον Καύκασο. Εκεί που μεταξύ άλλων με το τελευταίο του απειλητικό βίντεο -στα ρωσικά μάλιστα και λίγες ώρες πριν την επίθεση στο Παρίσι- το ISIS υπόσχεται να επεκταθεί. Την 1η Σεπτέμβρη του 2004, σημαντική μέρα για την εκπαίδευση στη Ρωσία αφού ξεκινάει η σχολική χρονιά, οι μαθητές, οι μαθήτριες, οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί στο Δημοτικό Σχολείο Νο 1, της πόλης Μπεσλάν της Β. Οσετίας, στολίστηκαν και κατεθύνθηκαν προς το σχολικό συγκρότημα με γιορτινή διάθεση. Πολλοί από αυτούς, δεν θα έβγαιναν ποτέ ζωντανοί από εκεί.
Ένοπλη, πολυπληθής, επαγγελματικά οργανωμένη και εκπαιδευμένη και φυσικά εγκληματική, η ομάδα Τσετσένων που καταλαμβάνει το σχολείο και κρατά σε ομηρία 1.128 παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικούς, έχει ήδη φροντίσει να υπονομεύσει με εκρηκτικά όλο το συγκρότημα. Επί δυόμιση μέρες, εκατοντάδες παιδιά του Δημοτικού βιώνουν την απόλυτη φρίκη.
Η ομηρία λήγει με πραγματική μάχη, η οποία αφήνει πίσω της 314 ομήρους νεκρούς, ανάμεσά τους, 186 παιδιά. Πάνω από 800 άνθρωποι τραυματίζονται και το σχολείο Νο 1 του Μπεσλάν καταγράφεται ανεξίτηλα στη μνήμη των λαών της Ρωσίας σαν ταυτόσημο με την δαντική κόλαση.
Το «Νορντ – Οστ», το Μπεσλάν και το Μπατακλάν, τα μωρά προσφυγόπουλα που χάνονται στα νερά του Αιγαίου, ο Παλαιστίνιος πιτσιρικάς που κρατάει σφεντόνα ενάντια στα ισραηλινά τεθωρακισμένα αντί να κρατάει μπογιές για να ζωγραφίζει, τα παιδιά του Ντονμπάς που κρύβονται στα υπόγεια κελάρια των χωριάτικων σπιτιών για να γλιτώσουν από τους βομβαρδισμούς των ουκρανικών φασιστικών ταγμάτων, δεν είναι τα σημαινόμενα ενός μεταφυσικού μανιχαϊσμού, αλλά τα ματωμένα αποτυπώματα του ιμπεριαλισμού.
Γι’ αυτό και τα μόνα αληθινά δάκρυα γι’ αυτές τις τραγωδίες είναι τα δάκρυα των καταπιεσμένων. Τα δικά μας δάκρυα. Και η μόνη λύση για το τέλος της φρίκης είναι η δική μας οργή που πρέπει να βρει την οργανωμένη, με «κρύο αίμα», έκφρασή της. «Μέχρι την τελική νίκη, για πάντα»…
* Η στήλη Βαντόμ καταστράφηκε από τους Κομμουνάρους ως σύμβολο της τυραννίας και του μιλιταρισμού
Χρησιμοποιήθηκαν τα βιβλία:
1) Λισαγκαρέ, η ιστορία της Παρισινής Κομμούνας, τόμος δεύτερος, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος
2) Μαρξ-Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
3) Arthur Rimbaud «Μια εποχή στην κόλαση» μτφ Νίκος Σπάνιας, εκδόσεις «γνώση»
4) Μαξ Χορκχάίμερ «Η έκλειψη του Λόγου» μτφ Θέμις Μίνογλου, εκδόσεις «Κριτική»
Δείτε αφιέρωμα για την επίθεση στο “Νορντ – Οστ”:
Και για την δεύτερη στο Μπεσλάν: