Ντούλσε Μαρία Καρντόζο - Tο βαθύ τραύμα του επαναπατρισμού και της απώλειας

Μια ιστορία για το τέλος της Πορτογαλικής αποικιοκρατίας μέσα από ζωή ενός εφήβου

| 23/07/2018

Στα πλαίσια του λατινοαμερικάνικου και ιβηρικού φεστιβάλ ΛΕΑ, είχαμε την χαρά να μιλήσουμε με την πορτογαλέζα συγγραφέα Ντούλσε Μαρία Καρντόζο που ναι μεν γεννήθηκε στην μητρόπολη αλλά από την ηλικία έξη μηνών έζησε στην Αγκόλα απ’ όπου επέστρεψε το 1975 κατά την διάρκεια της θρυλικής Επανάστασης των Γαρυφάλλων. Η Καρντόζο σπούδασε Νομική στην Λισαβόνα και έχει γράψει πλήθος βιβλίων- διηγήματα,  μυθιστορήματα, παιδικά βιβλία, σενάρια για τον κινηματογράφο. Εκδίδεται σε δεκαπέντε γλώσσες και σχετικά πρόσφατα εκδοθέν στην χώρα μας μυθιστόρημά της, «Ο γυρισμός» (Εκδ. Καστανιώτης), σε απολαυστική μετάφραση Αθηνάς Ψυλλιά, μιλάει για το δράμα των 500.000 επαναπατρισθέντων Πορτογάλων από την Αγκόλα, την Μοζαμβίκη, την Γουϊνέα Μπισάου και το Πράσινο Ακρωτήριο. Εν μέρει αυτοβιογραφικό το βιβλίο απηχεί την σκληρή εμπειρία τις ίδιας και εκατοντάδων χιλιάδων άλλων συμπατριωτών  ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης τους εκ μέρους των γηγενών και τον υφέρποντα ρατσισμό παρά τις προσπάθειες του βραχύβιου ριζοσπαστικού καθεστώτος.  Βασική φιγούρα του βιβλίου, ο δεκαπεντάχρονος  Ρούι ο οποίος εξιστορεί αυτά που βλέπει και ακούει γύρω του καθώς τα ανακατώνει με την φαντασιώσεις της ηλικίας του. Η ενσωμάτωση μοιάζει δύσκολη- για πάνω από ένα χρόνο οι περισσότεροι ζούνε σε επιταγμένα από το καθεστώς ξενοδοχεία όπου τους παρέχεται τροφή και ο θαυμασμός που είχε ο έφηβος για την μητέρα πατρίδα ξεφτίζει με γοργούς ρυθμούς. Οι ντόπιοι τους απομονώνουν, στο σχολείο τους τοποθετούν όλους μαζί- δεν τους φωνάζουν με το όνομά τους αλλά επαναπατρισμένους, το κορίτσια τους χλευάζουν και ο Ρούι μαζί με συνομήλικους  και μεγαλύτερους επιδίδονται σε παράνομο μικρεμπόριο για να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους. Όλα αυτά ενώ μαίνεται γύρω τους η ταξική πάλη ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους προοδευτικούς στρατιωτικούς από την μια και τους φίλα προσκείμενους στο πρώην δικτατορικό καθεστώς του Σαλαζάρ και του διαδόχου του Καετάνο, με την πλήρη υποστήριξη φυσικά των νατοϊκών. Σαράντα οκτώ χρόνια «της πιο αποτρόπαιης νύχτας είχαν φτάσει στο τέλος τους» και η Πορτογαλία αγωνιζόταν να προχωρήσει προς μια δίκαιη και ισόνομη κοινωνία. Οι Ρούι και οι συν αυτώ  δεν καταλαβαίνουν και πολλά, ξέρουν μόνο ότι έχασαν για πάντα, την όποια κανονικότητα βίωναν στις αποικίες προφυλαγμένοι  από τους  ντόπιους και τα απελευθερωτικά τους κινήματα. Είναι μέσα από αυτή την διαδικασία που ο Ρούι ενηλικιώνεται ενώ κατά κάποιο τρόπο απομυθοποιεί την φανταστική εικόνα που είχε για την μεγάλη και πλούσια μητρόπολη για να διαπιστώσει  με απογοήτευση πως και πολύ μικρή ήταν και φτωχή. Με αυτά στη σκέψη αρχίσαμε να συζητούμε με την Ντούλσε Μαρία Καρντόζο.              

Μιλήστε μας για το κεντρικό ιστορικό θέμα του βιβλίου σας ήτοι την απότομη και βίαιη επιστροφή πεντακοσίων χιλιάδων Πορτογάλων από τις αποικίες της Μοζαμβίκη, της Αγκόλα, της Γουϊνέα Μπισσάου και του Πράσινου Ακροατηρίου.

-« Η Πορτογαλία ήταν την τελευταία μεγάλη αυτοκρατορία του κόσμου και εγώ είχα την ατυχία και την τύχη να είμαι παρούσα και να δω το τέλος αυτής της αυτοκρατορίας. Όντως, το τέλος της παιδικής μου ηλικίας συνέπεσε με το τέλος αυτής της αυτοκρατορίας. Παρ’ ότι δεν θα έπρεπε να είχε υπάρξει ποτέ ως τέτοια, για τον Πορτογαλικό λαό ήταν ένα μεγάλο τραύμα ωσάν ένας ακρωτηριασμός.»

Ο δεκαπεντάχρονος Ρούι, ο αφηγητής του βιβλίου, βιώνει, στην αρχή του έργου, τον τρόμο με την έλευση των ανταρτών στο σπίτι του και την σύλληψη του πατέρα του.

-«Επέλεξα το πρώτο κεφάλαιο ως μία αναπαράσταση του εμφύλιου πολέμου στην Αγκόλα. Αν και βασική μου ιδέα ήταν να δείξω την διαδικασία του επαναπατρισμού ήθελα να δώσω μια εικόνα για το πώς ήταν τα πράγματα με τους  Πορτογάλους ακόμη εκεί. Γι’ αυτό και το συναίσθημα που επικρατούσε ήταν ο φόβος. Ο φόβος για το παρόν, ο φόβος για την βία αλλά πάνω απ’ όλα ο φόβος για το μέλλον για το τι θα συνέβαινε μετά. Ταυτόχρονα, επειδή είμαστε ζώα συνηθειών, συνηθίζουμε τα πάντα με ευκολία. Υπήρχε γενικώς η ψευδαίσθηση  μιας φυσιολογικής ζωής που χάθηκε.»

Η αντιμετώπιση των γηγενών Πορτογάλων στην πατρίδα είναι, μάλλον, ρατσιστική παρά τις προσπάθειες  του εκδημοκρατισμένου  καθεστώτος να παρέχει στέγη και τροφή στους πρόσφυγες των πρώην αποικιών. Πως αντιδρά ο Ρούι απέναντι σε αυτά;

-« Τους επαναπατρισμένους δεν τους δέχθηκαν καλά στην Πορτογαλία. Μπορούμε να το καταλάβουμε γιατί έγινε έτσι – από την μια ήταν ότι  είχε μείνει από μια αυτοκρατορία και από την άλλη, τους βλέπανε σαν ανταγωνιστές. Η Πορτογαλία πότε δεν είχε αρκετούς οικονομικούς πόρους και υπήρχε, επίσης, ο φόβος για το τι θα συμβεί στο μέλλον. Όλα αυτά έκαναν τους ντόπιους να εμφανίσουν ένα είδος ρατσισμού που ακόμη και σήμερα υπάρχει. Ο Ρούι είχε ένα μεγάλο πλεονέκτημα γιατί ήταν στην εφηβεία του και είχε όλο το μέλλον μπροστά του. Είναι δύσκολο να συγκρατήσεις την πίκρα όταν  το μέλλον σου είναι πολύ μεγαλύτερο  από το παρελθόν σου. Σε αντίθεση με τους πιο μεγάλους είχε  διαθέσιμο χρόνο για να  αρχίσει ξανά με έναν τρόπο τόσο απλό όπως λέει η τελευταία πρόταση του μυθιστορήματος.»

Πως ζήσατε εσείς τον τόσο απότομο επαναπατρισμό σας; Υπήρξε τότε ο φόβος, ας πούμε, για την πιθανότητα οι επαναστάτες στρατιωτικοί καθώς εμφορούνταν από σοσιαλιστικά ιδεώδη να εγκαθιδρύσουν κομμουνιστικό καθεστώς;

-« Η επιστροφή στην χώρα που εγώ δεν γνώριζα αναφέρεται σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου με μια φράση: τότε τελικά η μητρόπολη είναι αυτό; Το υπόλοιπο μέρος είναι λευκό επειδή, κατά κάποιο τρόπο, η απογοήτευση είναι πάντα μια λευκή σελίδα. Προσπάθησα πολύ να περιγράψω αυτήν την απογοήτευση αλλά πρέπει να αναγνωρίσω πως η γλώσσα είναι, σχεδόν, πάντα ανεπαρκής για να περιγράψει αυτό που νιώθουμε. Ήμουν από αυτούς που έλεγα τότε πως η χώρα μου είναι πολύ μεγάλη, έχοντας το χάρτη της αυτοκρατορίας στο χώρο μελέτης μου. Είχα την φαντασίωση πως και η μητρόπολη θα ήταν μεγάλη και πλούσια και το γεγονός πως βρήκα μια φτωχή χώρα όπως η Πορτογαλία το ’75 ήταν μια τόσο βαθιά απογοήτευση που μου πήρε πολλά χρόνια να το αποδεχτώ. Ζούσαμε τότε μια πολύ ταραγμένη εποχή στην Πορτογαλία όπως εξ’ άλλου γράφεται στο μυθιστόρημα μέσα από τα λεγόμενα της διευθύντριας του ξενοδοχείου. Το μεγαλύτερο μέρος των επαναπατρισμένων  ανησυχούσε περισσότερο στο να εξασφαλίσει τα προς το ζην παρά να κάνει πολιτικές κινήσεις οι οποίες ήταν μάλλον ασήμαντες. Ξέρουμε από την σημερινή εποχή για την κατάσταση στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο ότι δεν είμαστε όλοι πολίτες με πλήρη δικαιώματα με την έννοια ότι μπορούμε να παίρνουμε αποφάσεις για τις ζωές μας σχετικά με αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Χωρίς λεφτά κανείς δεν  μπορεί να είναι πολίτης με πλήρη δικαιώματα.»

Τελικά όλες οι εκκρεμότητες σχετικά με την εξαφάνιση του πατέρα και τα προβλήματα ψυχικής υγείας της μητέρας  φαίνεται να ολοκληρώνονται θετικά. Έχουμε, λοιπόν, ένα αίσιο τέλος;

-«Οργάνωσα αυτό το μυθιστόρημα σαν μια ακτινογραφία  της απώλειας. Γι’ αυτό και έχει όλα τα κλασικά στάδια της απώλειας. Τελευταίο στάδιο του πένθους είναι ακριβώς για να ξεκινήσει κανείς. Ναι ήθελα αυτό το μυθιστόρημα  να είναι για πένθος της απώλειας  αλλά και για την επανεκκίνηση. Ως λαός  είμαστε καταδικασμένοι πάντα να ξεκινάμε ξανά.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.