«Νυχτωδία της Χιλής», του Ρομπέρτο Μπολάνιο

Πώς γράφει κανείς πάνω στο σκοτάδι;

| 27/10/2023

Ας βουτήξουμε στη νυχτωδία του Μπολάνιο. Και με το ρήμα αυτό να παρασύρουμε όλες τις αισθήσεις μας σε έναν χρόνο και τόπο που είναι πάντα δίπλα μας. Ας γεμίσουμε το σώμα μας αφτιά και κάθε χτύπος του κειμένου να αντηχήσει στο κορμί μας. Κάθε ανάσα να ακουστεί στην απέραντη έκταση που λέγεται «άνθρωπος». Κάθε εικόνα που ξεπηδά από το χαρτί να βρει τη μελωδία της στη δική μας έμπνευση, μνήμη, να ακουμπήσει στα δικά μας λάθη, πάθη, στην κοινή μας ιστορία, στην Ιστορία. Όταν ο ουρανός κλείνει τα βλέφαρά του, τότε ξεκινά και η αφήγηση της πρόσφατης χιλιάνικης ιστορίας. Αυτή είναι η στιγμή που οι μελαγχολικές νότες κουβαλούν τις λέξεις, τις εξαφανίσεις, τις εμφανίσεις των τεράτων, τα λογοτεχνικά ρεύματα και τα κριτικά σημειώματα, τα γεράκια και τα περιστέρια, τον Αγιέντε και τον Πινοτσέ. Όλα γίνονται ένα και όλα γίνονται τα πάντα, άπειρα κομμάτια κάτω από άναστρο ουρανό. Και η γραφή του μεγάλου Χιλιανού να ρέει σαν υγρό που ανάβει τη φωτιά και αγκαλιάζει το ανθεκτικό κερί. Σε αυτή τη νυχτωδία άηχες καταιγίδες ξεσπούν και ό,τι μένει αναπαύεται σε σκονισμένα πλήκτρα. Η «Νυχτωδία της Χιλής» (Εκδόσεις Αγρα) εκκινεί με έναν πυροβολισμό και τελειώνει με έναν παφλασμό.

Πάμε αμέσως στο φινάλε. Και τότε περνούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα τα πρόσωπα που θαύμαζα, τα πρόσωπα που αγάπησα, μίσησα, ζήλεψα, περιφρόνησα. Τα πρόσωπα που προστάτεψα, αυτά που τους επιτέθηκα, τα πρόσωπα στα οποία υπερασπίστηκα τον εαυτό μου, τα πρόσωπα που αναζήτησα ματαίως. Και μετά ξεσπάσει η σκατοκαταιγίδα. (σελ. 177). Αυτό θα μπορούσε να είναι η αρχή, η πορεία, μια ατελείωτη επανάληψη. Δεν είναι. Ο Μπολάνιο γράφει για το ανοιχτό τραύμα της πατρίδας του, της Χιλής, για τη λογοτεχνία, γενικά, που πάντα είναι εκεί, τον συντροφεύει και του θυμίζει τις φιλοδοξίες και τα ελαττώματα της. Κι αυτός τι κάνει; Αγκαλιάζει και τα δύο. Και το τραύμα της πατρίδας και την αλαζονεία της λογοτεχνίας. Για τον Μπολάνιο η τέχνη του είναι πάντα παρούσα όπως και η ρημαγμένη χώρα του. Όταν, λοιπόν, συνθέτει μια νυχτώδια γι’ αυτές, ψάχνει τα πρόσωπα που θα κουβαλήσουν τον μελαγχολικό σκοπό. Και φυσικά τα βρίσκει. Ο Νερούδα, ο Αγιέντε, ο Πινοτσέ, ο Νικανόρ Πάρρα, κ.α περνούν από τις σελίδες και ξαναπερνούν από τη ζωή του Μπολάνιο και το βίωμα επιστρέφει με τη δύναμη της μουσικής, της καταιγίδας, του ανικανοποίητου παραπόνου.

Ο Μπολάνιο είναι μάστορας στο να κάνει συμμέτοχο τον αναγνώστη στην αφήγησή του. Πώς; Δίνοντας στο αυθόρμητο και στο όνειρο τον πρώτο λόγο. Ο Χιλιανός σμιλεύει αμφότερα όσο χρειάζεται. Διαβάζοντας τον καταλαβαίνεις ότι τα λογοτεχνικά στηρίγματα μπαίνουν απλά για να κατευθύνουν την ορμή του πρώτου λόγου. Ο χειρισμός των σημείων στίξης δίνει ώθηση στην ανάγκη του να αναπτύξει μεγάλες αφηγηματικές ταχύτητες. Υπάρχουν κομμάτια στο βιβλίο που ομοιάζουν με ομοβροντία πυρών! Σε άλλα σημεία νιώθεις τα αιχμηρά, άμεσα, κοφτά, λογοτεχνικά χτυπήματά του. Και εκεί που ακολουθείς τη γραμμή της αλήθειας του, δίχως να το καταλάβεις μπαίνεις στο ονειρικό, στα πρώτα εδάφη της φαντασίας.

Στη «Νυχτωδία της Χιλής» πρωταγωνιστεί ο Σεμπαστιάν Ουρούτια Λακρουά, ιεράς και κριτικός λογοτεχνίας. Αυτός βλέπει, ζει, την τραγωδία της Χιλής, αυτός αναζητεί καταφύγιο στα θρησκευτικά οράματα, στους ζωντανούς συμβολισμούς, αυτός συνδιαλέγεται με τα πρόσωπα Μίσος, Φόβος, αυτός συνομιλεί με τους λογοτέχνες, αυτός διδάσκει Μαρξισμό στους στρατηγούς και αυτός ανακαλύπτει το αποκρουστικό πρόσωπο των τυράννων. Αυτό το βαθιά προσωπικό βιβλίο του Μπολάνιο, παίζει με το όραμα και την υπερβολή, με το απίστευτο και το πιστευτό. Ο Μπολάνιο αναρωτιέται, με τον τρόπο του φυσικά, πώς γράφει κανείς πάνω στο σκοτάδι; Και είναι αυτή η αναρώτηση που μας καίει τα σωθικά. Ο Κρίτων Ηλιόπουλος υπογράφει την καλή μετάφραση και το επιμύθιο.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις