Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς- μια ωμή όψη του μικρόκοσμου της ελληνικής επαρχίας

Τελειωμένοι τραγουδιστές, νεόπλουτοι εργοστασιάρχες και μπράβοι στην δίνη μιας αλλοτριωμένης ζωής.

| 14/03/2020

«Μια ταινία για τρύπιους χαρακτήρες, τρύπια συναισθήματα και μια τρύπια χώρα» θέλησε να κάνει ο Γιάννης Οικονομίδης, σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου. Είχε δηλώσει επίσης ότι ήθελε να κάνει άνοιγμα σε μεγαλύτερο κοινό και παράλληλα να αλαφρύνει  το κλίμα από τις προηγούμενες ταινίες του, οπότε η καινούργια ταινία συνδύασε το μαύρο χιούμορ με το ιδιαίτερο νέο-νουάρ στοιχείο που τον χαρακτηρίζει. Έτσι, «η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» παρά τις όποιες αναλαμπές, δεν καταφέρνει να προσθέσει κάτι καινούργιο στην (σημαντική και αξιόλογη) φιλμογραφία του Γιάννη Οικονομίδη και αφήνει μια αμήχανη αίσθηση στο τέλος.

Στη Λαμία, αλλά στην πραγματικότητα σε οποιαδήποτε πόλη της ηπειρωτικής Ελλάδας, δημιουργείται ένα ερωτικό τρίγωνο: ο Μάνος, πάλαι ποτέ λαϊκός τροβαδούρος και νυν ιδιοκτήτης μπουζουκομάγαζου έχει παράνομη σχέση με την Όλγα, σύζυγο του τοπικού άρχοντα και εργοστασιάρχη της περιοχής, Σκυλογιάννη. Η τοπική κοινωνία γνωρίζει και σχολιάζει την εξωσυζυγική σχέση, αλλά ο Σκυλογιάννης αποφασίζει να απαντήσει μόνο όταν του κλέψουν τα χρήματα. Έπειτα αρχίζει ένα κυνήγι μεταξύ των συμμοριτών μπράβων και των δυο πλευρών με έπαθλο την Όλγα και τα χρήματα, που καταλήγει σε μια αιματηρή βεντέτα.

Είναι πραγματική αξιέπαινη κάθε φορά η διεισδυτική ματιά του Οικονομίδη στους αντρικούς χαρακτήρες, από τον μικροεγκληματία μέχρι τον μικροβιομήχανο. Βουτηγμένοι πάντα στον ιδρώτα και εφοδιασμένοι με μακρόσυρτες, επαναλαμβανόμενες βρισιές, οι ήρωές του έχουν υπαρξιακά άγχη και ανείπωτα πάθη που συγκεντρώνονται γύρω από (ωραίες) γυναίκες και χρήματα. Η ανδρική ματιά παρουσιάζεται τελείως απογυμνωμένη, ως αυτό που πραγματικά είναι: μια εξουσιαστική, μια κυριαρχική ματιά. Μπορεί «το μεγάλο ψάρι να τρώει το μικρό» όπως σημειώνεται εύστοχα στο Μικρό Ψάρι (2014), αλλά και τα δυο ψάρια ουσιαστικά επιθυμούν το ίδιο: μια γυναίκα αντικείμενο, όμορφη και υπάκουη, σύμφωνη με τα δικά τους πρότυπα. Δεν είναι τυχαίο ότι για την Όλγα δεν μαθαίνουμε τίποτα στην διάρκεια της ταινίας, που παρουσιάζεται πότε σαν την παντρεμένη σύζυγο Σκυλογιάνναινα, πότε σαν το παράνομο δεσμό του «ομορφόπαιδου» Μάνου. Είναι ανατριχιαστική η τόση συσσώρευση ματσίλας, που προκαλεί αρκετές φορές αμηχανία στον θεατή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η έκφραση που χρησιμοποιεί ο τραγουδιστής στο μαγαζί «Κροκόδειλος» του Μάνου για τις κατακτήσεις που είχανε παλιότερα σε νεαρές κοπέλες, «τις ανοίγαμε σαν ρόδα». Αν και είναι σίγουρα ειλικρινής αυτή η απεικόνιση, της λείπει η οποιαδήποτε κριτική από μεριάς σκηνοθεσίας, πράγμα που την καθιστά τελικά αναχρονιστική και παρωχημένη. Γιατί μπορεί η Ψυχή στο Στόμα του 2006 και το Σπιρτόκουτο του 2002, να είχαν δεκαπέντε χρόνια πριν ένα ειδικό βάρος για τον ελληνικό κινηματογράφο, αλλά σήμερα η συζήτηση κινείται σε διαφορετικό επίπεδο και αυτό κυρίως αδυνατεί να πιάσει η ταινία, που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ταινία μιας δεκαετίας πριν.

Το κωμικό στοιχείο που προσπαθεί τόσο να εισάγει ο Οικονομίδης προέρχεται από δυο γυναίκες, την μητέρα του Μάνου και του Σκυλόγιαννη. Αυτές αποτελούν την φωνή της λογικής και έχουν μια τεράστια εξουσία στους γιους τους. Φαίνεται ότι αυτές διευθύνουν στην πραγματικότητα τις επιχειρήσεις και προσπαθούν να βοηθήσουν τους γιους τους στην βεντέτα που σιγά σιγά στήνεται. Για άλλη μια φορά έχουμε την στερεοτυπική απεικόνιση της αγίας ελληνικής πυρηνικής οικογένειας, αυτή την φορά από την πλευρά της μητέρας που γίνεται «κέρβερος» για χάρη των παιδιών της και έχει κλασσικά οιδιπόδειο σύμπλεγμα με τον γιο της. Έτσι οι δυο πρωταγωνιστές παρουσιάζονται σαν ενήλικα παιδιά που δεν έχουν ακριβώς αντίληψη του κόσμου και οι μανάδες έρχονται να τους «ανοίξουν τα μάτια». Σίγουρα είναι ιδιαίτερα σημαντική η συμβολή των ερασιτεχνών ηθοποιών, που στέκονται επάξια δίπλα στους επαγγελματίες ηθοποιούς (Στάθης Σταμουλακάτος, Βαγγέλης Μουρίκης, Γιάννης Τσορτσέκης, Βασίλης Μπισμπίκης, Βίκυ Παπαδοπούλου) και καταφέρνουν με τον καλύτερο τρόπο φυσιογνωμικά και υποκριτικά, να εκφράσουν τις αλήθειες του «οικονομιδικού» σύμπαντος.

Αυτό που δεν λείπει από την ταινία είναι η σύγκρουση και οι εντάσεις, καθώς και κάθε μορφής βία, λεκτική και σωματική. Αυτή είναι η μορφή που μπορούν να επικοινωνήσουν οι ήρωες του Οικονομίδη, δοσμένη πάντα από μια δόση κιτς και ελαφρότητας. Η τοξική αρρενωπότητα κατακλύζει τα καρέ, πολλές φορές αυτοσαρκαστικά, μαζί με μια εμμονική επανάληψη βρισιών, που και που για να αποδομηθούν από τις ελάχιστες γυναικείες ατάκες. Αισθητικοποίηση της βίας αποτελούν και οι viral ατάκες που αναπαράγονται συχνά στο χώρο του ίντερνετ από φανς (ή και όχι), μόνο που αυτή η ταινία μοιάζει να της κυνηγά, σχεδόν ασθματικά. Η δυναμική αφήγηση, τα στιβαρά πλάνα και οι καλές ερμηνείες δεν αρκούν για να αναδείξουν την ταινία, ούτε το δίλεπτο πέρασμα του πάντα εξαιρετικού Βαγγέλη Μουρίκη. Είναι αρετή το με πόση καθαρότητα παρουσιάζεται η ελληνική πραγματικότητα και το πώς το βλέμματα και οι παύσεις λειτουργούν αποσβεστικά στον ακατάπαυστο, βιτριολικό λόγο, αλλά για κανένα λόγο η ταινία δεν «μας πετσόκοψε έτσι».