Οι Βιβλιοθήκες μου, Varlam Shalamov

Mετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Εκδόσεις. Άγρα

| 08/01/2015

SHALAMOV_VIVLIOTHIKESΟι Βιβλιοθήκες μου, Varlam Shalamov, Mετ: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Εκδ. Αγρα

Καίτοι ποιητής, ο Σαλάμοφ έγινε γνωστός από  το συνταρακτικό, δυο χιλιάδων σχεδόν σελίδων, έργο του  «Ιστορίες από την Κολιμά» (Εκδ. Ίνδικτος), το οποίο εκδόθηκε τέλη ’80, αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του. Εκεί, μέσα από 145 ιστορίες μιλάει για την ζωή στα καταναγκαστικά έργα των χρυσορυχείων του στρατοπέδου της Κολιμά -ζωή που τον οδηγεί σε πλήρη σωματική και πνευματική εξόντωση.

Εδώ, στις «βιβλιοθήκες» του, ο Ρώσος συγγραφέας μιλάει κυρίως για τα βιβλία που διάβασε στα παιδικά και φοιτητικά του χρόνια, στις φυλακές και στις εξορίες του Σταλινικού καθεστώτος και λίγο αργότερα. Κι όλα αυτά, μέσα σε μία καλαίσθητη έκδοση, με την καταπληκτική μετάφραση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, και αρκετό φωτογραφικό υλικό από τη ζωή τού Σαλάμοφ στους τόπους του μαρτυρίου του και πιο πριν, στα ελεύθερα νεανικά του χρόνια -όπως τότε, το ’18-, που αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Αρρένων της Βολογκντά και πέντε χρόνια μετά περαίωσε τις σπουδές του, στην δευτεροβάθμια τεχνική  σχολή.

Το ’26  φοιτά στη Σχολή Σοβιετικού Δικαίου του Πανεπιστημίου της Μόσχας και έκτοτε παίρνει μέρος στην εσωκομματική πάλη από τη μεριά της Αντιπολίτευσης. Συλλαμβάνεται τον Φεβρουάριο του ’29 διότι μοίραζε προκηρύξεις με την «Τελευταία Διαθήκη του Β. Ι. Λένιν»… Καταδικάζεται σε τρία χρόνια εγκλεισμού σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων και στέλνεται στο στρατόπεδο Βισέρα, στην βόρεια περιοχή της οροσειράς των Ουραλίων. Το ’37, πάλι συλλαμβάνεται και καταδικάζεται για «αντεπαναστατική τροτσκιστική δράση» σε πέντε χρόνια φυλακή και σε βαριά χειρωνακτική εργασία. Μετά την αποφυλάκισή του, του επιβάλλεται, το ’43, καινούρια ποινή για αντισοβιετική προπαγάνδα: έκανε το φοβερό λάθος να αποκαλέσει τον Ιβάν Μπούνιν, που μόλις είχε διαφύγει στο εξωτερικό, «μεγάλο Ρώσο κλασσικό συγγραφέα»…

Απελευθερώθηκε εννέα έτη μετά και αποκαταστάθηκε το ‘54 σαν θύμα των διώξεων της σταλινικής τρομοκρατίας, αλλά ούτε τις ιστορίες του από την Κολιμά ούτε και τα ποιήματά του μπόρεσε να δημοσιεύσει -πλην μερικών- σε λογοτεχνικά περιοδικά. Επικίνδυνος αυτόπτης μάρτυς καθώς ήταν, αβοήθητος και με σοβαρά προβλήματα υγείας κατέληξε σε ίδρυμα αναπήρων της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο. Κάποιοι λίγοι φοιτητές και συνάδελφοί του λογοτέχνες τον επισκέπτονταν,  όντας δέσμιος της κατασταλτικής σοβιετικής ψυχιατρικής. Πεθαίνει εκεί το 1982…

Νομίζουμε ότι χρειαζόταν αυτό το τραγικό βιογραφικό, καθώς τα διαβάσματα του Σαλάμοφ διέπονται, κυρίως, από τις εξορίες του και τα βιβλία που έβρισκε εκεί. «Οι Βιβλιοθήκες μου» γράφτηκαν το 1959 σαν  προσωπική ιστορία αναγνώσεων στα χρόνια του σταλινισμού και αμέσως μετά. Πέρα από τις καταστάσεις, περιγραμμένες με λιτό τρόπο και οικονομία λόγου, ανακαλύπτουμε τον ηρωϊσμό των ανθρώπων που μαζεύουν βιβλία ακόμη και στις πιο άγριες συνθήκες και τολμούν την οργάνωση των βιβλιοθηκών υπό την άγρια λογοκρισία του καθεστώτος. Εδώ έχουμε την εργατική βιβλιοθήκη όταν ήταν παιδί, τη βιβλιοθήκη Λένιν στη Μόσχα και αυτές της εξορίας του στη Σιβηρία. Μελετώντας με άλλους ένιωθε στην αρχή ντροπή, «χειρότερο κι από το να γράφεις ένα αισθηματικό γράμμα μέσα στο ταχυδρομείο», είναι όμως οι, επί  δεκατρία συναπτά έτη, αναγνώσεις του στην πρωτεύουσα που εξοικείωσαν το λογοτέχνη με το δημόσιο διάβασμα ώστε να γράψει πως «Σ’ αυτή τη βιβλιοθήκη μεγάλωσα.» Στις φυλακές της Μπουρτίκα διαβάζει απαγορευμένους Πλινιάκ και Μπουλγκακόφ, ακόμη και Καζανόβα! Ύστερα, στις απάνθρωπες καταστάσεις εργασίας των χρυσωρυχείων αποκλείεται πλήρως από το διάβασμα και κατά τύχη ξετρυπώνει κάπου ένα βιβλίο. Στην αρχή δεν καταλαβαίνει ούτε λέξη αλλά ύστερα από επίπονη και κουραστική προσπάθεια -βούιζε και πονούσε το κεφάλι του-  συνδέεται  ξανά  με το ρυάκι των λέξεων.

Με το πέρας του πολέμου και του εγκλεισμού του απελευθερώνεται με ένα βιβλίο του Αλεξάντρ Γκριν στο χέρι  για να πιάσει δουλειά στην περιοχή του Καλίνιν, όπου και βρίσκει τη βιβλιοθήκη –και μαζί τον Χέμινγουεϊ, τον Ίψεν, τον Ντοστογιέφσκι, τον Χάμσουν– πράγμα που τον ανέστησε και τον όπλισε ξανά για ζωή.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.